Κανείς μάλλον δεν θα περίμενε τον Αύγουστο του 1973, όταν ο DJ Kool Herc έπαιξε με τους δίσκους του με τον δικό του πρωτοποριακό τρόπο σε ένα μικρό πάρτι στο Μπρονξ, ότι εκείνη η στιγμή θα μνημονευόταν στο μέλλον ως η πιο πιθανή γένεση ενός από τα πλέον επιδραστικά μουσικά είδη της εποχής μας, του hip-hop. Στην αρχή οι περισσότεροι ράπερ ήταν παιδιά περιθωριοποιημένων κοινοτήτων που ήθελαν με τις ρίμες τους να εκφράσουν τις εμπειρίες, τους προβληματισμούς και τις φιλοδοξίες τους μέσα από στίχους οι οποίοι συχνά αντικατόπτριζαν τη σκληρή πραγματικότητα που βίωναν.
Με την πάροδο του χρόνου και τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του είδους, οι ράπερ έγιναν διασημότητες με τεράστια επιρροή και ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότητες που τους απέφεραν αμύθητα ποσά. Βασικό στοιχείο της κουλτούρας τους ήταν ανέκαθεν ο ανταγωνισμός: τα λεγόμενα beefs, οι μουσικές ως επί το πλείστον κόντρες με diss tracks, προκλητικούς στίχους και δημόσιες δηλώσεις, που έχουν παρατηρηθεί από τα 80s ακόμη.
Kendrick vs Drake με φόντο το Super Bowl
Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο δηλαδή αυτό που συνέβη την περασμένη χρονιά με τον Κέντρικ Λαμάρ και τον Drake, με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις που έκαναν ο ένας στον άλλον μέσω κομματιών που κυκλοφορούσαν, οι οποίες ξεκίνησαν κάπως ήπια με τη διεκδίκηση του θρόνου του πιο αυθεντικού καλλιτέχνη της γενιάς τους, για να κορυφωθούν γρήγορα με τον καναδό ράπερ να κατηγορεί τον Λαμάρ για ενδοοικογενειακή βία και με τον δεύτερο να απαντά φωτογραφίζοντας τον πρώτο ως παιδεραστή.
Στο τέλος η μουσική είναι αυτή που χρίζει τον νικητή και χάρη στη σαρωτική επιτυχία του τραγουδιού «Not Like Us» ο θρίαμβος ανήκε στον Λαμάρ και επισφραγίστηκε με μια μεγαλειώδη εμφάνιση πριν από λίγες ημέρες στο Halftime Show του εφετινού Super Bowl. Η παρουσία του εντυπωσίασε τόσο που εν συνεχεία έγραψε ιστορία στα μουσικά charts, καθώς έγινε ο πρώτος ράπερ με τρία άλμπουμ ταυτόχρονα στην πρώτη δεκάδα του Billboard 200.
Μετά την εμφάνισή του στην αθλητική εκδήλωση με την υψηλότερη θεαματικότητα στην αμερικανική τηλεόραση, το τελευταίο άλμπουμ του, «GNX», ανέβηκε στην κορυφή, ενώ το «Damn» και το «Good Kid, M.A.A.D. City» βρίσκονται στην 9η και τη 10η θέση αντίστοιχα – ομοίως, το επώνυμο και πανάκριβο τζιν καμπάνα και τα sneakers που φορούσε στο ημίχρονο της αναμέτρησης των Kansas City Chiefs με τους Philadelphia Eagles ξεπούλησαν εν ριπή οφθαλμού στο Διαδίκτυο.

Ο Κέντρικ Λαμάρ στι Super Bowl. (AP Photo/Matt Slocum)
Ο Ομπρεϊ «Drake» Γκρέιαμ αποδέχθηκε, τρόπον τινά, την ήττα του, κυκλοφορώντας στις 14 Φεβρουαρίου το άλμπουμ «Some Sexy Songs 4 U» με καθαρά ερωτικό περιεχόμενο. Ο 38χρονος καλλιτέχνης ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στη σειρά «Degrassi: The Next Generation» (2001-2008) στον Καναδά. Εν συνεχεία, μεταπήδησε στον χώρο του hip-hop και της R&B, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και θεωρείται ένας από τους πλέον εμπορικούς μουσικούς των 10s.
Στο παρελθόν είχε κι άλλες κόντρες, όπως αυτή που ξεκίνησε το 2015, όταν ο Meek Mill τον κατηγόρησε ότι χρησιμοποιεί ghostwriter (συγκεκριμένα τον Quentin Miller) για τους στίχους του. Ο Drake απάντησε με τα κομμάτια «Charged Up» και «Back to Back», τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση.
Μετέπειτα οι δύο καλλιτέχνες συμφιλιώθηκαν δημόσια και συνεργάστηκαν ξανά, δείχνοντας πως οι κόντρες στο hip-hop συχνά μπορούν να πάρουν διαφορετική τροπή.
Beef είχε ωστόσο και με τον Pusha T, ο οποίος κυκλοφόρησε το τραγούδι «The Story of Adidon», αποκαλύπτοντας ότι ο Drake έχει γιο που κρατούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η κόντρα αυτή αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για την εικόνα του Drake, καθώς τον ανάγκασε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του παιδιού του σε δικό του άλμπουμ, βάζοντας τέλος στα σενάρια.
Δεν είναι ωστόσο μόνο αυτά τα δύο ονόματα που απασχολούν έντονα τα διεθνή Μέσα τους τελευταίους μήνες. Ο Jay-Z, ο Κάνιε Γουέστ (γνωστός πλέον και ως Ye) και ο Diddy έχουν καταγράψει αμέτρητες επιτυχίες, έχουν δημιουργήσει ο καθένας τη δική του αυτοκρατορία σε διάφορους επιχειρηματικούς τομείς, αλλά και έχουν βρεθεί στο επίκεντρο δημόσιων αντιπαραθέσεων και, ορισμένες φορές, σοβαρών νομικών προβλημάτων.
Οι λόγοι που οι καλλιτέχνες αυτοί εμπλέκονται σε beefs αλλά και βρίσκονται ενίοτε στα δικαστήρια ποικίλλουν: πολλά ξεκινούν από την ανάγκη τους να διατηρήσουν το status και την αξιοπιστία τους στον χώρο του hip-hop, συχνά όμως υπάρχουν τα αναμενόμενα προβλήματα κατάχρησης εξουσίας που συνοδεύουν νομοτελειακά τα αμύθητα πλούτη και τη μεγάλη δόξα – ειδικά όταν αυτός που τα αποκτά είχε ιδιαίτερα ταπεινό ξεκίνημα.

O Jay-Z με τη Beyoncé.
REUTERS/Mario Anzuoni
O Mίδας Jay-Z
Για παράδειγμα, ο Σον Κόρεϊ Κάρτερ, ο Jay-Z δηλαδή, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Marcy Projects του Μπρούκλιν, μία από τις κακόφημες γειτονιές της Νέας Υόρκης. Η πορεία του από τους δρόμους στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας είναι εντυπωσιακή: έχει κατακτήσει πολλαπλά πλατινένια άλμπουμ, έχει ιδρύσει τη δισκογραφική Roc-A-Fella Records και μετέπειτα τη Roc Nation, ενώ παράλληλα επεκτάθηκε στον χώρο της μόδας (Rocawear), του αθλητισμού (Roc Nation Sports) και της τεχνολογίας (Tidal).
Σήμερα θεωρείται ένας από τους πλουσιότερους και επιδραστικότερους ανθρώπους στη μουσική βιομηχανία. Με τη σύζυγό του, την ακαταμάχητη σουπερστάρ Beyoncé, αποτελούν το πιο διάσημο power couple της εποχής μας. Στις αρχές της καριέρας του πάντως o Jay-Ζ αντιμετώπισε κατηγορίες για επίθεση. Ο λόγος για το διάσημο περιστατικό με το μαχαίρωμα του Lance «Un» Rivera το 1999. Ο ίδιος δήλωσε ένοχος για πλημμέλημα και καταδικάστηκε σε ποινή με αναστολή, ενώ πολύ αργότερα ο Rivera ανασκεύασε.
Στις τελευταίες δεκαετίες, οι περισσότερες νομικές διαμάχες του Jay-Z αφορούν επιχειρηματικές υποθέσεις. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αγωγές για παραβίαση όρων συμβολαίων ή ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Τον Φεβρουάριο του 2023, έκλεισε μια πολυσυζητημένη συμφωνία με την Bacardi για το brand D’Usse (premium κονιάκ), έπειτα από μήνες δημόσιας διαμάχης σχετικά με την αποτίμηση της εταιρείας του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσει ο Jay-Z μερίδιο στο brand, κατοχυρώνοντας παράλληλα την υψηλότερη αξία του.
Πριν από λίγο καιρό μια γυναίκα είχε υποβάλει μήνυση εις βάρους του Jay-Z και του Diddy (περισσότερα για αυτόν στη συνέχεια), στην οποία τους κατηγορούσε για τον βιασμό της, το 2000, όταν ήταν μόλις 13 ετών, σε ένα after-party των MTV VMAs.
Σύμφωνα με το Reuters, η ενάγουσα απέσυρε την περασμένη Δευτέρα τη μήνυση εναντίον των ράπερ οικειοθελώς και αμετάκλητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου αγωγή στο μέλλον. «Σήμερα είναι μια νίκη» δήλωσε ο Jay-Z, προσθέτοντας: «Οι επιπόλαιοι, φανταστικοί και αποκρουστικοί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν. Αυτή η αστική αγωγή ήταν αβάσιμη και δεν θα οδηγούσε ποτέ πουθενά. Η φανταστική ιστορία που δημιούργησαν ήταν για γέλια. Δεν θα ευχόμουν αυτή την εμπειρία σε κανέναν».
Oταν απασφάλισε ο Κanye
Ο Κάνιε Γουέστ ξεκίνησε την πορεία του ως παραγωγός στη δισκογραφική Roc-A-Fella του Jay-Z, συνεργαζόμενος μαζί του σε δουλειές που ξεχώρισαν για τον επιδέξιο και ιδιοφυή μερικές φορές χειρισμό soul samples. Ως σόλο ράπερ, από το άλμπουμ «The College Dropout» και το «Late Registration» μέχρι το «My Beautiful Dark Twisted Fantasy» και το «Yeezus», ο Ye έθεσε νέα πρότυπα στο hip-hop.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει απασχολήσει περισσότερο την επικαιρότητα με τις δηλώσεις του, τις αμφιλεγόμενες και σοκαριστικές πολιτικές τοποθετήσεις του και τις επιχειρηματικές του πρωτοβουλίες (Yeezy με την Adidas, συνεργασία με Gap κ.λπ.). Eπρεπε να είχαμε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε πριν από χρόνια, από την κίνησή του να ανέβει στη σκηνή και να διακόψει την Τέιλορ Σουίφτ κατά τη διάρκεια της βράβευσής της, θέλοντας τότε να υπερασπιστεί την Beyoncé, επειδή θεώρησε ότι αδικήθηκε. Παρότι αυτή η συμπεριφορά δεν εμπίπτει ακριβώς στην κατηγορία beef, φανέρωσε την αμετροέπειά του και την ανάγκη του να προκαλεί.
Το 2022, ο Γουέστ έκανε μια σειρά από αμφιλεγόμενες, αντισημιτικές δηλώσεις, εγείροντας παγκόσμια κατακραυγή. Η Adidas διέκοψε τη συνεργασία με τη Yeezy, με σημαντικές οικονομικές συνέπειες για τον Κάνιε, ενώ επίσης έληξε και η συμφωνία του με την Gap. Ακολούθησαν αμοιβαίες απειλές για αγωγές, ιδίως σχετικά με τα δικαιώματα χρήσης των σχεδίων Yeezy και το πώς θα διατεθούν τα αποθέματα.
Το 2023, βγήκαν στη δημοσιότητα αγωγές πρώην δασκάλων της Donda Academy, του ιδιωτικού σχολείου που ίδρυσε, όπου κατήγγελλαν αθέτηση όρων εργασίας και παράξενες εσωτερικές πρακτικές (π.χ. απαγόρευση κατανάλωσης οποιουδήποτε άλλου φαγητού πλην σούσι, αμφιλεγόμενες διδακτικές προσεγγίσεις κ.λπ.). Αν και οι υποθέσεις βρίσκονται εν μέρει σε εξέλιξη, έχουν ήδη βλάψει περαιτέρω τη δημόσια εικόνα του Ye.
Πριν από μερικές εβδομάδες ήρθε το κερασάκι με τη γυμνή εμφάνιση της (πρώην;) συζύγου του, Μπιάνκα Σενσόρι, στην τελετή απονομής των βραβείων Grammy που τον επανέφερε στη δημοσιότητα, κάτι το οποίο εκμεταλλεύθηκε λίγες ημέρες μετά σε ένα ακραίο παραλήρημα στο X (πρώην Twitter), γεμάτο αντισημιτικά, σεξιστικά και ομοφοβικά σχόλια – μάλιστα σε κάποια ανάρτηση αυτοαποκαλείται ναζί και δηλώνει την αγάπη του για τον Χίτλερ.

Kanye West και Bianca στα Grammy. Photo Ivision-AP
Επίσης, ανέφερε τα εξής: «Eχω εξουσία επάνω στη γυναίκα μου. Αυτό δεν είναι καμία woke φεμινιστική βλακεία. Είναι με έναν δισεκατομμυριούχο, γιατί να ακούσει οποιαδήποτε από εσάς τις ανόητες, άφραγκες; Λένε ότι η εμφάνιση στο κόκκινο χαλί ήταν δική της απόφαση. Ναι, δεν την αναγκάζω να κάνει κάτι που δεν θέλει, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να το κάνει χωρίς την έγκρισή μου, βλάκες, woke πιόνια. Δεν έχω κανέναν σεβασμό ή εμπάθεια για κανέναν ζωντανό, γιατί κανείς ζωντανός δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου. Αλλά αγαπώ κάποιους ανθρώπους και τους παρέχω τη χάρη μου». Φαίνεται πως η μεγαλομανία στην περίπτωσή του δεν έχει όρια.
Βίος και πολιτεία του Σον Κομπς
Ο πιο βαθιά μπλεγμένος από όλους, ωστόσο, φαίνεται να είναι ο Σον «Diddy» Κομπς, παλαιότερα γνωστός ως Puff Daddy ή P. Diddy, ο οποίος υπήρξε καταλυτική μορφή στην εξάπλωση του λεγόμενου East Coast hip-hop στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ως ιδρυτής της Bad Boy Records, ανέδειξε θρύλους όπως ο εκλιπών The Notorious B.I.G. και η Mary J. Blige. Με τον καιρό, δημιούργησε μια ισχυρή επιχειρηματική αυτοκρατορία με επενδύσεις ή συνεργασίες σε ένδυση (Sean John), αλκοολούχα ποτά (Cîroc) και ψυχαγωγία (Revolt TV). Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η αντιπαράθεση μεταξύ της Bad Boy και της Death Row Records αποτέλεσε το πλέον πολυσυζητημένο «κεφάλαιο» στην ιστορία του hip-hop, με τραγική κατάληξη τη δολοφονία των Tupac Shakur και The Notorious B.I.G. Αν και δεν υπήρξαν επίσημα κατηγορητήρια κατά του Diddy, τα γεγονότα της εποχής άφησαν ένα μόνιμο στίγμα στη δημόσια εικόνα όλων των εμπλεκομένων.
Ο Diddy ωστόσο ήταν σίγουρα παρών σε επεισόδιο πυροβολισμών σε κλαμπ της Νέας Υόρκης στα τέλη των 90s, συνοδευόμενος μάλιστα από την τότε σύντροφό του, Τζένιφερ Λόπεζ. Ο ίδιος απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, ενώ ο ράπερ Shyne (που ανήκε τότε στo δυναμικό της Bad Boy Records) καταδικάστηκε.
Πολλοί παλαιοί συνεργάτες ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο Diddy εκμεταλλευόταν τα συμβόλαιά τους, αποκομίζοντας υπέρογκα ποσοστά. Το 2023 ήρθε στη δημοσιότητα ότι ο ράπερ επέστρεψε/«χάρισε» τα δικαιώματα σε ορισμένους καλλιτέχνες της Bad Boy ως «κίνηση καλής θέλησης». Αλλοι, ωστόσο, θεωρούν ότι αυτό έγινε για να προλάβει πιθανές αγωγές ή να βελτιώσει την εικόνα του.
Τελευταία, αυτό που έχει προκαλέσει τεράστια αίσθηση γύρω από το όνομα του Diddy είναι οι βαρύτατες, σεξουαλικής φύσης, κατηγορίες και τα σκάνδαλα. Τον Νοέμβριο του 2023, η Cassie (R&B τραγουδίστρια και πρώην σύντροφος του Diddy) κατέθεσε αγωγή σε βάρος του, κατηγορώντας τον για σεξουαλική κακοποίηση, άσκηση ψυχολογικής βίας και άλλες ακραίες συμπεριφορές. Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, η Cassie ισχυρίστηκε ότι ο Diddy τη χειραγωγούσε, την εξανάγκαζε σε ασελγείς πράξεις που την έβαζαν σε σωματικό κίνδυνο και ότι χρησιμοποιούσε τη θέση εξουσίας του στη μουσική βιομηχανία για να την ελέγχει. Οι κατηγορίες αυτές έπεσαν σαν βόμβα στη δημόσια σφαίρα, διότι ο Diddy ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς και επιδραστικούς ανθρώπους στη διεθνή showbiz.
Υπήρξαν πολλές αντιδράσεις στα social media, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες και θαυμαστές εξέφρασαν την υποστήριξή τους στην Cassie. Αλλοι τήρησαν στάση αναμονής, περιμένοντας την εξέλιξη της δικαστικής υπόθεσης. Λίγες ημέρες μετά την αγωγή, ανακοινώθηκε ότι η Cassie και ο Diddy κατέληξαν σε εξωδικαστικό διακανονισμό.
Ο Diddy διέψευσε τις κατηγορίες, αλλά δεν προχώρησε σε μακρόχρονη δικαστική αντιπαράθεση. Το γεγονός ότι η υπόθεση «έκλεισε» τόσο σύντομα πυροδότησε ποικίλα σχόλια: κάποιοι ερμήνευσαν τον διακανονισμό ως «επιβεβαίωση» πως κάτι σοβαρό συνέβη· άλλοι θεωρούν ότι απλώς ο Diddy επιθυμούσε να αποφύγει τη δημοσιότητα και το ενδεχόμενο σπίλωσης της εικόνας του.
Οπως φάνηκε όμως στη συνέχεια, αυτή ήταν μόνο η αρχή. Τον περασμένο Οκτώβριο κατατέθηκε αγωγή σε βάρος του με ενάγοντες 120 άνδρες και γυναίκες που τον κατηγορούν για σεξουαλική κακοποίηση, trafficking και εκβιασμό. Ολοι τους, σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο νομικός εκπρόσωπός τους, Τόνι Μπάζμπι, είχαν το θλιβερό προνόμιο να συμμετέχουν σε κάποιο από τα διαβόητα πια «Freak Off» Parties του Diddy.
Στις αρχές του μήνα που διανύουμε, νέες αγωγές με ισχυρισμούς για σεξουαλική επίθεση κατατέθηκαν εναντίον του. Ειδικότερα, ένας άνδρας που κατέθεσε στο δικαστήριο της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης ανώνυμα ως John Doe ισχυρίστηκε ότι ο Diddy τον εξανάγκαζε σε σεξουαλικές πράξεις επί σειρά ετών. Δύο γυναίκες κατέθεσαν επίσης αγωγές ανώνυμα προ ημερών, όπου υποστηρίζουν ότι είχαν ναρκωθεί και κακοποιηθεί σεξουαλικά σε πολλές περιπτώσεις σε πάρτι που διοργάνωσε ο Κομπς κατά τη δεκαετία του 1990.
Υπάρχουν βεβαίως και κάποιοι ράπερ από τη νεότερη γενιά που έχουν έρθει πρόσφατα αντιμέτωποι με τον νόμο, όπως ο A$AP Rocky, ο υποψήφιος για δύο Grammy σύντροφος και πατέρας των παιδιών της Ριάνα, που είχε κατηγορηθεί ότι πυροβόλησε έναν πρώην φίλο του μετά από τσακωμό το 2021 στην Καλιφόρνια και αθωώθηκε πριν από λίγες ημέρες στη δίκη που πραγματοποιήθηκε.
Σε κάθε περίπτωση, οι κόντρες και τα νομικά ζητήματα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα προβληματικών χαρακτήρων. Πηγάζουν από τις εγγενείς δυναμικές της hip-hop σκηνής: τον έντονο ανταγωνισμό για φήμη, χρήματα και σεβασμό από τους «ομοίους», τον ρόλο των δισκογραφικών και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφωνιών· τη διαρκή ανάγκη των καλλιτεχνών να αποδεικνύουν την αυθεντικότητα και την υπεροχή τους· και, τέλος, τη διαπλοκή με τη βιομηχανία της διασκέδασης, όπου κάθε drama μπορεί να εκτοξεύσει το ενδιαφέρον του κοινού – άρα και τις πωλήσεις.
Σε μια βιομηχανία όπου το «εγώ» είναι εργαλείο έκφρασης αλλά και αυτοκαταστροφής, οι κόντρες και οι σκανδαλώδεις αποκαλύψεις φαίνονται αναπόφευκτες. Η διάσταση, όμως, που αποκτούν σήμερα μέσω της παντοδυναμίας των social media φέρνει μεγαλύτερη ευθύνη στους ίδιους τους καλλιτέχνες – και ίσως μεγαλύτερη ευκαιρία για το κοινό να κατανοήσει τις σκοτεινές πτυχές πίσω από την αίγλη, τα χρήματα και τη φήμη. Μένει να δούμε αν οι εξελίξεις γύρω από τις σεξουαλικού περιεχομένου κατηγορίες (όπως αυτές εναντίον του Diddy) θα αλλάξουν ριζικά την προσέγγιση του κοινού απέναντι στους σταρ του hip-hop ή αν, τελικά, θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε το ίδιo, χορογραφημένο, σόου με τις δηλητηριώδεις ρίμες.