Την περασμένη Κυριακή το «Βήμα» γέμισε από αφιερώματα στη Μαριανίνα Κριεζή που έφυγε ξαφνικά σε ηλικία 75 χρόνων. Πιο πολύ και από τον θάνατό της μου έκανε εντύπωση η ηλικία της. Στα δικά μου τα μάτια η Μαριανίνα ανήκε στις θεότητες, αυτές τις θεότητες που δεν γερνούν ποτέ.Ηταν για πάντα περίπου 30 χρόνων, γοητευτική κι αυτόνομη, γυναίκα πραγματική. Μία από τις σπάνιες ελληνίδες στιχουργούς που είχε ήδη στη δεκαετία του ’80 τη δύναμη να γράψει τραγούδια γυναικεία που εμείς τα αγοράκια τα αντιμετωπίζαμε αμήχανα, ίσως γιατί μας έλεγαν για τις γυναίκες πολλά που δεν ξέραμε και που ίσως δεν μπορούσαμε και να τα διαχειριστούμε. Ο Νίκος Δήμου έγραψε ότι θυμώνει με την ετικέτα «στιχουργός». Το καταλαβαίνω. Η Μαριανίνα δεν ήταν σίγουρα «στιχουργός». Ηταν ένα κορίτσι το οποίο άνηκε σε εκείνη την παράξενη γενιά που πρωταγωνιστούσε τη δεκαετία του ’80: τα πιο ανήσυχα παιδιά της μπορούσαν να γράφουν τραγούδια ή να εκδίδουν ποιητικές συλλογές ή και διηγήματα και μυθιστορήματα ή απλά να έχουν μια στήλη σε ένα περιοδικό. Και συγχρόνως να παίζουν στο σινεμά ή να σκηνοθετούν ή να κάνουν ραδιοφωνικές εκπομπές,δουλεύοντας παράλληλα σε ένα μπαρ, όπου είχαν το κοινό τους. Από αυτόν τον κόσμο προερχόταν η Μαριανίνα – έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια.
Διάβασα αυτές τις μέρες πολλά και διάφορα αφιερώματα στη «Λιλιπούπολη», που υπήρξε χωρίς αμφιβολία το έπος της Μαριανίνας και ήταν αναμφίβολα μια επιτυχία γιγάντια, ακατανόητη για όσους την εποχή εκείνη δεν την έζησαν. Ημασταν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και ραδιόφωνο ήταν μόνο «το κρατικό» – οι ραδιοπειρατές που τόσο έχουν υμνηθεί για τη δράση τους έκαναν πράγματα τα οποία στην πλειονότητά τους προκαλούσαν βασικά γέλιο: αναφέρομαι σε εκπομπές αφιερώσεων σε ξανθιές που θα μπορούσαν να είναι Ρουμάνες και άλλα πολλά εμπριμέ. Σε εκείνο το τοπίο μιας μάλλον καλοπροαίρετης ραδιοφωνικής μούχλας εμφανίστηκε η «Λιλιπούπολη», δηλαδή ένα γιγάντιο σκέρτσο του Μάνου Χατζιδάκι που είχε πάντα τον τρόπο του να διαβολίζει. Ο κόσμος κόλλησε μαζί της διασκεδάζοντας με τις αλληγορίες, σφύριζε τα τραγούδια που είχαν έναν παράξενο «χατζιδακισμό» και μάθαινε τα στιχάκια στα παιδιά του, που δεν έβλεπαν το αστείο στο γεγονός ότι «το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι», αλλά σφύριζαν τη μελωδία γιατί ήταν πιασάρικη.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.