Στην είσοδο της γκαλερί Genesis στο Κολωνάκι, εκατέρωθεν της πόρτας βρίσκονται δύο δίδυμα, σιαμαία γλυπτά. Καθένα αποτελείται από τα ακέφαλα σώματα δύο ελαφιών, μια τρυφερή τερατογένεση όλο χάρη που αποκτά άλλο νόημα και σε κάνει να στοχαστείς πάνω στη χρόνια συνύπαρξη παντός είδους, ιδίως από τη στιγμή που γνωρίζεις τον τίτλο του έργου: «Together for so long».
Η τοποθέτησή τους στο συγκεκριμένο σημείο παραπέμπει επίσης στα μνημειακά αγάλματα που στέκονται συνήθως στις εισόδους μεγάλων κτιρίων και «υπονοούν τη μετάβαση στην εμπειρία της συνεύρεσης με το άρρητο και το μυθικό» όπως θα εξηγήσει η εικαστικός Κυριακή Μαυρογεώργη που είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία τους. Να ένα χρήσιμο «σκονάκι» για την επίσκεψη στην τελευταία έκθεσή της στην καρδιά της Αθήνας, όπου παρουσιάζει το έργο «The Secret Room», μια εγκατάσταση επί της ουσίας στην οποία µικρές, ζωόµορφες, υβριδικές γλυπτικές µορφές εκτίθενται τοποθετηµένα σε ένα γραµµικό βάθρο µήκους έξι µέτρων στο κέντρο της γκαλερί, µαζί µε µικρές «στίξεις» στον υπόλοιπο χώρο.
«Τα ζώα με βοηθούν να περιηγηθώ στην εμπειρία των ενστίκτων και των επιθυμιών. Τα σύμβολα με τα οποία συχνά έχουν ταυτιστεί αποδομούνται και αντικατοπτρίζουν την πρόθεσή μου να τα ανατρέψω, καταργώντας το αυτονόητο και το προφανές. Τα άλογα γίνονται στατικά και υποδουλωμένα, οι λέαινες μετατρέπονται σε χαλιά, από βασιλιάδες γίνονται υποπόδια, τα απόκρυφα γίνονται περίοπτα και διεκδικούν τη θέση τους στο αυτονόητο και το αποδεκτό, σαν ισότιμα μέλη ενός σωματικού συνόλου που τα εμπεριέχει» θα περιγράψει.
Μέσα στον χώρο της γκαλερί τα έργα είναι τοποθετημένα κατά μήκος μιας κεντρικής κατασκευής, οπότε ο θεατής έχει τη δυνατότητα να κινηθεί περιμετρικά, να δει όλες τις (απ)όψεις των γλυπτών, κάθε ένα χωριστά αλλά και όλα μαζί ως σύνολο, και να ανατρέξει στους δικούς του συνειρμούς, να δημιουργήσει τις δικές του αφηγήσεις. «Αυτό το κεντρικό βάθρο αποτελεί, από επιλογή μου, την αντίφαση της παρουσίασης, με το περιεχόμενο των έργων, αυτό δηλαδή που θέλουμε να παραμείνει κρυμμένο, να προβάλλεται περίοπτο σε κοινή θέα. Το Τραύμα ζητά να το διαχειριστούμε και κυρίως να το αποδεχτούμε. Δεν υπάρχει Ταμπού όχι μόνο για το σώμα αλλά ούτε και για το συναίσθημα. Δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να μείνει κρυφό ώστε να μη διαταράξει μια ειδυλλιακή εικόνα η οποία είναι ούτως ή άλλως ουτοπική. Το «Μυστικό Δωμάτιο» ανοίγεται στον θεατή για να το διερευνήσει και να αναζητήσει μέσα σε αυτό τον εαυτό του σαν παράξενο ζώο, εγκλωβισμένο από τις κοινωνικές προσταγές, παγιδευμένο σε γοητευτικά στερεότυπα, υποταγμένο σε συμβάσεις, ευτυχισμένο μαζί, επιθυμητό, ερωτικό, ανήσυχο, γοητευτικό μέσα στις ατέλειες και τη μοναδικότητά του».
Η Μαυρογεώργη δημιουργεί τα «εθιστικά» μικρογλυπτά της σταθερά από πορσελάνη, ένα υλικό που μοιάζει να εντείνει τη χάρη αλλά και την ευθραυστότητα των μορφών όπως και της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει.
«Η πορσελάνη είναι ένα γοητευτικό υλικό, εύθραυστο μέσα στην απόλυτη στιλπνότητά του, που δεν επιτρέπει καμία παρέμβαση μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της κατασκευής του, δηλαδή ύστερα από το τελευταίο ψήσιμο του υαλώματος στο καμίνι. Είναι ένα υλικό οικείο, με αναφορές στις αστικές κατοικίες των οικογενειών μας. Τα μπιμπελό, τα διακοσμητικά αντικείμενα με τα οποία έχουμε κυρίως ταυτίσει την πορσελάνη, αποτέλεσαν την αρχική έμπνευση για την επιλογή του βασικού υλικού των έργων μου. Οι αρχικές αναφορές μου παρουσίαζαν ειδυλλιακές αφηγήσεις σχέσεων και καταστάσεων. Ηθελα να κάνω μια ανατροπή στη θεματολογία, αλλά να κρατήσω τη γοητεία που μου ασκούσε το υλικό, το οποίο με βοηθάει να φτιάξω γέφυρες με το ασυνείδητο, καθώς αποτελεί μια κοινή εμπειρία με αντίστοιχες για τον καθένα μας καταβολές. Οι ιδιαιτερότητες του υλικού με διδάσκουν τη βραδύτητα, με βοηθούν να απομονωθώ για να εστιάσω σε ό,τι με απωθεί και με δυσκολεύει. Με κάνουν να αποδεχτώ τη ματαίωση του λάθους το οποίο με οδηγεί συχνά σε διαδρομές που δεν είχα σκεφτεί».
Αν μη τι άλλο, υπάρχει χρόνος, καθώς η διαδικασία μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο είναι σύνθετη και χρονοβόρα. «Ξεκινά με την κατασκευή γύψινων καλουπιών αντικειμένων που έχω επιλέξει για να συνθέσω την τελική μορφή του έργου. Στη συνέχεια χυτεύω σε αυτά υγρή πορσελάνη, την οποία παρασκευάζω. Αφού περάσει ο χρόνος που απαιτείται για να στερεοποιηθεί το υλικό, χωρίς να στεγνώσει και να χάσει την πλαστικότητά του, αποσπώ τα παράγωγα της χύτευσης, τα αποδομώ και ανασυνθέτω τα μέλη που χρειάζομαι, σαν τρισδιάστατο κολλάζ. Οταν το έργο πάρει την τελική του μορφή ψήνεται σε καμίνι, μετά υαλώνεται και ξαναψήνεται σε υψηλότερη θερμοκρασία, ώστε να αποκτήσει την τελική επιφάνεια της πορσελάνης».
Ενα άλλο σταθερό χαρακτηριστικό του έργου της Μαυρογεώργη είναι η μικρή, «οικεία» κλίμακα των έργων, η οποία εντείνει ακόμη περισσότερο την ανάμνηση των λεπτεπίλεπτων γλυπτών διακόσμησης των σπιτιών σε παλαιότερες δεκαετίες, όσο και την αίσθηση της αθωότητας που αποπνέουν. «Η μικρή κλίμακα είναι μία βασική επιλογή η οποία προκύπτει και από την επιλογή του βασικού υλικού μου, της πορσελάνης. Συχνά τα έργα μου λειτουργούν κόντρα στα βασικά χαρακτηριστικά του υλικού, όπως τη στήριξη των μορφών σε διευρυμένη βάση για να εξυπηρετήσουν το θέμα που διαπραγματεύομαι. Η μικρή κλίμακα δημιουργεί μία «ύπουλη» συσχέτιση με τον θεατή, τον παρασύρει σε μία σωματική εγγύτητα με το έργο και τον υποχρεώνει να το προσεγγίσει για να το παρατηρήσει από πολύ κοντά. Τα θέματα που διαπραγματεύομαι, και συχνά αποτελούν έννοιες καθόλου ήπιες ή ευχάριστες για να τις προσεγγίσουμε, αποκτούν μέσω των μικρών σε κλίμακα έργων μου ένα ηπιότερο αφήγημα, μια γέφυρα συμφιλίωσης και αποδοχής».
Συγκοινωνούντα δοχεία
Η Κυριακή Μαυρογεώργη είναι αρχιτέκτονας εκτός από εικαστικός και τα τελευταία χρόνια «μοιράζεται», όπως θα πει, ανάμεσα στο αρχιτεκτονικό της γραφείο και το εργαστήριο, και αυτή η δυναμική εναλλαγής των διαφορετικών αλλά τόσο τελικά συγγενικών δραστηριοτήτων αλληλοτροφοδοτεί και συμπληρώνει τα έργα της. Ωστόσο, όλα ξεκίνησαν από τη ζωγραφική. «Σπούδασα Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας μετά το τέλος των σπουδών μου στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο Τμήμα των Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών. Η ζωγραφική ήταν ο τρόπος έκφρασής μου, από τότε που έχω τη μνήμη του εαυτού μου. Ζωγράφιζα και έκανα κατασκευές από την προσχολική μου ηλικία. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και είχε την ευαισθησία να καταλάβει πόσο σημαντική ήταν για εμένα αυτή η ενασχόληση. Στο τελευταίο έτος των σπουδών μου στην ΑΣΚΤ παρακολούθησα το εργαστήριο του Γιώργου Λάππα. Σε εκείνη την περίοδο έφτιαχνα γλυπτά από αντικείμενα και με απασχόλησε για πρώτη φορά η διαδικασία της παραγωγής έργων με αφετηρία έννοιες και αφηγήματα με αναφορά στο ασυνείδητο. Στην Αρχιτεκτονική συνειδητοποίησα ότι τα έργα που κατασκευάζω αποτελούν φόρμες που εκτός από τη μορφολογική αρτιότητα που επιχειρώ να τους προσδώσω αποτελούν συνθέσεις που προκύπτουν από τη συγκρότηση προθέσεων και επιλογών και όχι τυχαίων ή αυτονόητων και πεπατημένων παραδοχών».
ΙΝFO
«The Secret Room»: Gallery Genesis (Χάρητος 35, Κολωνάκι), έως τις 14/10.