Υπήρξε ένα ορόσημο για την ποίηση, δημιούργησε ένα νέο μοντέλο αισθητικής για τη λογοτεχνία και την τέχνη, ένα έργο με έναν ανθώνα ποιημάτων που έβαλε σε μεγάλους μπελάδες τον καταραμένο δημιουργό του. «Τα άνθη του κακού» του Σαρλ Μποντλέρ (1821-1867) κυκλοφόρησαν το 1857 στο Παρίσι σε 1.300 αντίτυπα από τον εκδοτικό οίκο Poulet-Malassis et De Broise και θεματικές του όπως τα απαγορευμένα πάθη, ο εθισμός, η πλήξη και η «ελπίδα» του θανάτου προκάλεσαν τέτοιο σκάνδαλο ώστε να διεξαχθεί δίκη εναντίον του για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
«Το βιβλίο αυτό είναι ένα νοσοκομείο ανοικτό σε όλες τις διαταραχές του νου, σε όλες τις σήψεις που μπορεί να υποστεί η καρδιά. Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε κάτι για να τις γιατρέψει, τούτες είναι ανίατες» έγραφε στον λίβελό του στην εφημερίδα «Le Figaro» ο Γκιστάβ Μπουρντέν τη χρονιά της δημοσίευσης του έργου, όπως αναφέρει στα Επιλεγόμενά του Γιώργος Κεντρωτής, μεταφραστής των «Ανθέων του κακού» όπως κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Gutenberg.
«Η ανοησία, η αμαρτία, η φιλαργυρία, η πλάνη κατέχουν πάντα το μυαλό μας και αργάζουν το κορμί μας, κι εμείς τις τύψεις τρέφουμε μετά για την απόλαυσή μας, έτσι, όπως πάνω τους παράσιτα ταΐζουνε οι ζητιάνοι» έγραφε απευθυνόμενος «Στον αναγνώστη» ο ποιητής (πάντα σε μετάφραση Κεντρωτή).
Ομως, παράλληλα, όπως συμβαίνει με όλα τα σπουδαία έργα τέχνης, άνοιξε και έδειξε τον δρόμο σε καλλιτέχνες που ακολούθησαν και γοητεύτηκαν από τον σκοτεινό αισθησιασμό του και τη μελαγχολική ονειροπόλησή του. Τα «Ανθη του κακού» έγιναν σημείο αναφοράς για την τέχνη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και όχι μόνο. Ποιητές όπως ο Ρεμπό, ο Ελιάρ, ο Αραγκόν, ο Βερλέν, ο Μαλαρμέ «ξεκίνησαν από εκεί, όπου θεώρησαν ότι είχε σταματήσει ο Μποντλέρ», όπως σημειώνει ο Κεντρωτής, ενώ ζωγράφοι και εικαστικοί ανέτρεξαν στον ανθώνα του ποιητή για να εικονοποιήσουν τους στίχους του.
Το σχετικά αφανές Μουσείο της Συλλογής Scharf-Gerstenberg, το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Μουσείο Berggruen στο Σαρλότενσμπουργκ, στο δυτικό Βερολίνο, θα διοργανώσει μια έκθεση με τίτλο «The Flowers of Evil» που ρίχνει φως σε τέτοιες συνδέσεις, φανερές ή υπόγειες, μέσα από έργα της πρώιμης μοντέρνας αλλά και της σύγχρονης τέχνης. Μέσα από 120 πίνακες, σχέδια, φωτογραφίες, αποσπάσματα από ταινίες, εγκαταστάσεις και αντικείμενα, θα διερευνηθεί «ο ερωτισμός και η μέθη, η αισθητικοποίηση της ασθένειας και της φθοράς, η σχέση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, η έννοια του υποκατάστατου, ακόμα και το κιτς».
H αφετηρία από όπου εκκινεί το εγχείρημα είναι ένα σχέδιο από κάρβουνο του γάλλου συμβολιστή ζωγράφου, χαράκτη και λιθογράφου Οντιλόν Ρεντόν (1840-1916) µε τίτλο – τι άλλο; – «Fleur du Μal» (π. 1880). Ηταν μία από τις πολλές ζωγραφικές «ερμηνείες» του καλλιτέχνη πάνω στη συλλογή – η λέξη «εικονογραφήσεις» ήταν για τον Ρεντόν μειωτική της καλλιτεχνικής αξίας του έργου του.
Εννέα άλλες ερμηνείες, λοιπόν, ετερόκλητες ως προς το ύφος, την τεχνική, τις διαστάσεις αλλά και τη χρονιά δημιουργίας τους, συμπεριελήφθησαν σε ένα βιβλίο και τυπώθηκαν από τον εκδότη Εντόντ Ντεμάν στις Βρυξέλλες το 1890 αφότου πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Salon των Les XX (ή Groupe des Vingt), της καλλιτεχνικής ομάδας που σχηματίστηκε από είκοσι βέλγους εικαστικούς το 1883 (η συλλογή επανεκδόθηκε το 1923).
Ερμηνεύοντας τα «Ανθη του κακού»
Στην έκθεση παρουσιάζεται και το έργο «Le Calvaire. Die Kreuzigung» (περ. 1882) του βέλγου καλλιτέχνη Φελισιέν Ροπς (1833-1898) από την ανολοκλήρωτη σειρά «Les Sataniques». Ο Ροπς επηρεάστηκε από τα κείμενα του Μποντλέρ αλλά με τη σειρά του προκάλεσε και εκείνος τον θαυμασμό του ποιητή κι ας ήταν αρκετά νεότερος – δεν είναι τυχαίο ότι η δουλειά του υπήρξε επίσης καθοριστικής σημασίας για καλλιτέχνες όπως ο Εντβαρντ Μουνκ, ο Τζέιμς Ενσορ ή ο Ομπρεϊ Μπίρντσλι.
Στη συγκεκριμένη χαλκογραφία ο διάβολος έχει πάρει τη θέση του Χριστού στον σταυρό και η γυναίκα που βρίσκεται στα πόδια του στραγγαλίζεται από τον αρχηγό των πονηρών πνευμάτων με εργαλείο τα ίδια της τα μαλλιά. «Ο Διάβολος τα νήματα κινεί, κι εκείνα μας κινούνε! Το κάλλος βρίσκουμε σε πράγματα απεχθέσταστα, στο κρίμα…» ψιθυρίζει τους ανίερους στίχους του ο Μποντλέρ.
Ο Ροπς, ο οποίος συνδέθηκε με τα κινήματα του συμβολισμού, της παρακμής και του fin de siècle, και όπως και ο ποιητής εξέφρασε όλον τον πεσιμισμό και τον κυνισμό του για την παρακμή της γαλλικής κοινωνίας, είχε βάλει στο στόχαστρο τη συντηρητική αστική ηθική της εποχής του. Παρεμπιπτόντως, σε άλλα έργα του η γυναίκα απεικονίζεται ως συνεργός του απόλυτου κακού να προκαλεί βασανιστήρια στο έτερο φύλο – η μεταχείριση που τους επιφύλασσαν ήταν αμφίθυμα μισογυνιστική.
Εχει ενδιαφέρον ωστόσο ότι ο Ροπς είχε και τις κόκκινες γραμμές του. Οπως όταν αρνιόταν να εικονογραφήσει ένα κείμενο πορνογραφικού περιεχομένου, λέγοντας στον συγγραφέα του: «Αν, όπως πιστεύεις, έχω φιλοτεχνήσει ποτέ τέτοια βρώμικα σχέδια, το έκανα ορμώμενος από μίσος για το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι, προκειμένου να κατεβάσω τους γλουτούς μου στο ύψος του προσώπου του».
Πάντως, πέρα από την περίπτωση του Οντιλόν Ρεντόν ο οποίος δημιούργησε έργα σαν να «εικονογραφούσε» τα ποιήματα του Μποντλέρ, στην έκθεση περιλαμβάνεται δουλειά και άλλων καλλιτεχνών που θέλησαν να συνομιλήσουν απευθείας με τα «Ανθη του κακού» υιοθετώντας ακόμα και τον τίτλο της συλλογής στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα. Οπως η γνωστή για τα φωτομοντάζ της Γερμανίδα Χάνα Χοχ (1889-1978), η οποία στο «Les Fleurs du Μal» (1922-24) ζωγραφίζει µε λάδια σε χαρτόνι άνθη που παραπέµπουν σε ένα σκοτεινό περιβάλλον, ένα σκηνικό ονειρικής, επιστηµονικής φαντασίας.
Να πούμε εδώ ότι δεν είναι καθόλου τυχαία η διοργάνωση αυτής της έκθεσης στο συγκεκριμένο, πολύ ιδιαίτερο μουσείο της Συλλογής Scharf-Gerstenberg, το οποίο στεγάζει έργα που εντάσσονται στο ευρύ πεδίο της τέχνης του φανταστικού, ξεκινώντας από παραδείγματα της δημιουργίας καλλιτεχνών όπως ο Τζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι (1720-1778) και ο Φρανθίσκο Γκόγια (1746-1828) και φτάνοντας ως τον σουρεαλισμό των μεταγενέστερων Ρενέ Μαγκρίτ (1898-1967) και Μαξ Ερνστ (1891-1976).
Από κοντά λοιπόν και η µεγάλη εγκατάσταση «Fleur du Mal» (1969) του γερμανικής καταγωγής Αμερικανού Οτο Πίνε (1928-2014). Αυτή αποτελείται από 12 γιγαντιαία, φουσκωτά λουλούδια τα οποία «ανθίζουν» κάθε ώρα υπό εκκωφαντικό θόρυβο και λάμψεις που προκαλούνται με στροβοσκοπικό φως προκειμένου να δημιουργείται η αίσθηση μιας καταιγίδας. «Μια μαύρη καταιγίδα υπήρξε η νιότη μου· ένα βράδυ διαρκές· καμιά φορά το σκίζαν ήλιοι λαμπεροί· βροχές-βροντές τη χάλασαν, την έκαμαν ρημάδι· στον κήπο μου έχουν λίγοι μείνει πια ώριμοι καρποί» γράφει στον «Εχθρό» ο Μποντλέρ. Βέβαια το έργο είναι ανοιχτό σε ερμηνείες, για παράδειγμα έχει θεωρηθεί ότι παραπέμπει στη σχέση μεταξύ ανάπτυξης και (περιβαλλοντικής) σήψης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχετικά πρόσφατη σειρά φωτογραφιών «Les Fleurs du Mal» (2012) του 44χρονου γερμανού εικαστικού Μόριτζ Βέρμαν. Σε αυτή εικονίζονται ψεύτικα, συνθετικά λουλούδια, όχι όμως στη στιγμή της πλήρους άνθισής τους, όπως συμβαίνει συνήθως με το συγκεκριμένο διακοσμητικό είδος, αλλά σε μια στιγμή φθοράς αιχμαλωτισμένης στην αιωνιότητα τόσο χάρη στην αειθαλή κατασκευή τους όσο και στην ακόλουθη φωτογράφισή τους.
Στην έκθεση παρουσιάζεται και το έργο «Porträt der Τochter Angelina» (1935) του Αλεξάντερ Κάνολντ (1881-1939), του γερμανού ζωγράφου της Νέας Αντικειμενικότητας, του καλλιτεχνικο-ιδεολογικού κινήματος που θέλησε να επαναφέρει στις εικαστικές τέχνες την αποτύπωση του αντικειμενικά ορατού.
Ο Κάνολντ απαθανάτισε τη μικρότερη κόρη του, Ανγκελίνα (1921-1950), στα 14 της χρόνια, και αυτό ήταν το ένα από τα μόλις τρία έργα που ζωγράφισε όσο ήταν πρύτανης της Κρατικής Σχολής Τέχνης του Βερολίνου (1933-1936). Μολονότι έγινε μέλος του Eθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) τον Μάιο του 1932, είχε υπερασπιστεί καλλιτέχνες με μοντέρνα προσέγγιση στην τέχνη τους και προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του ανάμεσα στην υποστήριξη της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης και τις καλές σχέσεις με τους Ναζί.
Δεν ήταν βεβαίως εύκολη υπόθεση και παραιτήθηκε τελικά το 1936 από τη θέση του δίχως να καταφέρει να γλιτώσει και ο ίδιος από το Κακό που εξαπλωνόταν στην πόλη με πολλούς τρόπους. Δεν κινδύνεψε η ζωή του, όμως η τέχνη του, όπως και εκείνη των εκπροσώπων της Νέας Αντικειμενικότητας, θεωρήθηκε «Εκφυλισμένη», είχε άλλωστε ήδη απορριφθεί ως μη γερμανική από τον υπουργό Εσωτερικών του Ράιχ Βίλχελμ Φρικ το 1933, ενώ συμπεριλήφθηκε στα κινήματα που καταδίκασε ο Αδόλφος Χίτλερ στο συνέδριο του κόμματος στη Νυρεμβέργη (Reichsparteitag) τον Σεπτέμβριο του 1935.
Ο Κάνολντ έφυγε από τη ζωή το 1939, από καρδιακή προσβολή, προτού γίνει μάρτυρας της άνθισης του απόλυτου Κακού. Εμεινε το σκληρό, έντονο βλέμμα της Ανγκελίνα να αποτυπώνει για πάντα το κλίμα μιας απάνθρωπης εποχής, το «αντικειμενικά ορατό» που την περιέβαλλε στη διάρκεια της σύντομης ζωής της.
INFO
«The Flowers of Evil»: Sammlung Scharf-Gerstenberg, Βερολίνο, από τις 12 Δεκεμβρίου 2024 έως τις 4 Μαΐου 2025.