«Οταν μπαίνει ο Ντικ σε ένα δωμάτιο και παίζει με τα γυαλιά του, με τα μαλλιά ανακατεμένα σαν την κόμη του Αϊνστάιν, προκαλεί φόβο και δέος σε πολλούς ανθρώπους. Μετά όμως ρίχνεται στη δουλειά, και είναι τόσο δημιουργικός, τόσο ευαίσθητος… Αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια αμοιβαία ευθραυστότητα ανάμεσα σε εκείνον και στο πρόσωπο που φωτογραφίζει και μία στιγμή που οι δύο γίνονται ένα όταν πατάει το κλείστρο της μηχανής του. Eίτε καταφέρεις να την αδράξεις, είτε όχι». Αυτά δήλωνε η Μπρουκ Σιλντς στο περιοδικό «Interview» το 1992 για τον Ρίτσαρντ Αβεντον (1923-2004), έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα. Αν κρίνει από το αποτέλεσμα στη δική της περίπτωση, όπως σε εκείνη τη φωτογραφία-σύμβολο των 80s από τη διαφημιστική καμπάνια των Calvin Klein Jeans, όπου μας διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε εκείνη και στο παντελόνι της, η ίδια την άδραξε τη στιγμή, και μάλιστα από τα κέρατα. Αλλά δεν ήταν και η μόνη. Υπήρχε και ο – επί δεκαέξι χρόνια (1964-1980) –
βοηθός του Αβεντον, Γκίντεον Λιούιν, ο οποίος κατέγραφε με τη σειρά του τις διεργασίες που οδηγούσαν στα αποφασιστικά «κλικ» που θα πάγωναν στον χρόνο. Με τις ευλογίες του Αβεντον φυσικά, ο οποίος του είχε δώσει carte blanche προκειμένου να απαθανατίζει την «πιο ελαφριά και αστεία πλευρά του», την τόσο καθοριστική στη δημιουργία των κάδρων του. Περί τα διακόσια στιγμιότυπα από τα παρασκήνια των φωτογραφίσεων του Αβεντον από την Εβδομάδα Μόδας στο Παρίσι ή στα σετ σε εξωτικούς προορισμούς, όπως η Ιαπωνία, βρήκαν τη θέση τους σε ένα λεύκωμα με τίτλο «Avedon: Behind the Scenes 1964-1980» (PowerHouse Books), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Γιατί άργησε τόσο ενώ ήταν ήδη στα σκαριά από το 2009, και μάλιστα με τις ευλογίες του Ιδρύματος Αβεντον; Διότι σε αυτό ο Λιούιν έγραφε πως ο Αβεντον δεν έμπαινε ποτέ στον σκοτεινό θάλαμο προκειμένου να τυπώσει τις φωτογραφίες του, μια αποκάλυψη που οδήγησε την οικογένεια του θρυλικού φωτογράφου να τον μηνύσει για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Το πνεύμα και η επιρροή του Αβεντον είναι παρόντα σε κάθε λήψη του Λιούιν. Οπως στην αποτύπωση των backstages σε φωτογραφίσεις μόδας με τη θρυλική Βερούσκα, την πανύψηλη (πάνω από 1,87 μ.), πανέμορφη και αριστοκρατική Γερμανίδα η οποία πονοκεφάλιαζε τις στυλίστριες και τους στυλίστες που έπρεπε να την εφοδιάζουν με παπούτσια νούμερο 45. Αλλά και τον σκηνοθέτη των κάδρων της Αβεντον, προκειμένου να της βρίσκει το κατάλληλο αρσενικό ταίρι που θα μπορούσε να σταθεί στο δυσθεώρητο ύψος της. Μέχρι και σε «ρινγκ» εξάσκησης σούμο (κοινώς heya) είχε αναζητήσει τον παρτενέρ της σε φωτογράφιση στην Ιαπωνία, όπως περιγράφει ο Λιούιν στο βιβλίο του. «Ο Αβεντον επιδίωκε την τελειότητα, ήθελε να πετύχει το καλύτερο και δεν συμβιβαζόταν ποτέ μέχρι να το καταφέρει. Ηταν απόλυτα αφοσιωμένος στην τέχνη του: υπάρχει λύση σε κάθε πρόβλημα αν σκεφτείς πολύ για την επίλυσή του. Δεν υπήρξε κανείς σαν κι αυτόν, ούτε πριν ούτε μετά την εποχή του. Ηταν ο πιο αφοσιωμένος φωτογράφος που γνώρισα ποτέ, δούλευε 24 ώρες το 24ωρο. Αλλά μη φανταστείτε, δεν ήταν ένας στεγνός επαγγελματίας, είχε και μια αστεία πλευρά. Θυμάμαι, μια μέρα αποφάσισε να ντυθεί σαν ξωτικό και να δείξει τι είχε μάθει από τις ταινίες του Φρεντ Αστέρ» δήλωνε σε συνέντευξή του ο Λιούιν.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.