Το High Museum of Art στην Ατλάντα των ΗΠΑ τελεί υπό αναβρασμό. Πρέπει οπωσδήποτε να προσλάβει άμεσα 68 άτομα ως έκτακτο προσωπικό προκειμένου να είναι έτοιμο για τις ορδές του κόσμου που θα κατακλύσουν τους εκθεσιακούς χώρους του όταν εγκαινιαστεί η έκθεση «Infinity Rooms» της Γιαγιόι Κουσάμα στις 18 Νοεμβρίου. Καλά κάνουν βέβαια και προνοούν, καθώς στους τρεις μήνες που θα διαρκέσει το εικαστικό γεγονός αναμένουν περί τους 140.000 επισκέπτες, και αυτός είναι ένας απόλυτα μετριοπαθής υπολογισμός αν αναλογιστεί κανείς πόσο «γκελ» έχει η τέχνη της Κουσάμα σήμερα. Η «βασίλισσα των πουά» («queen of polka dots»), όπως είναι γνωστή η συνεσταλμένη 89χρονη Γιαπωνέζα με την ασθματική ομιλία, ήταν «η πιο δημοφιλής καλλιτέχνις για το 2015» με βάση τον αριθμό των 2 εκατομμυρίων επισκεπτών της περιοδεύουσας αναδρομικής έκθεσης «Yayoi Kusama: Infinite Obsession» και «μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες για το 2016» σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό «Time». Τα έργα της πωλούνται για εκατομμύρια δολάρια, ενώ πέρυσι εγκαινιάστηκε στο Τόκιο ένα μουσείο πέντε ορόφων αφιερωμένο στην τέχνη της. Πρόσφατα, το Μουσείο Broad στο Λος Αντζελες πούλησε 90.000 εισιτήρια των 25 δολαρίων μέσα σε ένα απόγευμα για μία έκθεσή της. Γι’ αυτό και ανά πάσα στιγμή μπορεί να δει κανείς έργα της κάπου στον κόσμο, όπως για παράδειγμα στην γκαλερί Victoria Miro στο Μέιφερ του Λονδίνου, όπου παρουσιάζονται αυτές τις ημέρες οι χαρακτηριστικοί «πρωτογενείς ψυχεδελικοί» πίνακές της από τη σειρά έργων «Eternal Soul» ή οι πανταχού παρούσες μπρούντζινες και πουά κολοκύθες της.
Χωρίς να αμφισβητεί την καλλιτεχνική αξία της τέχνης της Κουσάμα, η δημιουργός του πρόσφατου ντοκιμαντέρ «Kusama: Infinity» (2018), Χέδερ Λεντζ, επισημαίνει το πασιφανές και αποδίδει την εξωφρενική δημοφιλία της εκκεντρικής Γιαπωνέζας στη μανία με τις selfies. Γιατί, ναι, ζούμε σε μια εποχή που ο κόσμος είναι διατεθειμένος να σχηματίζει τεράστιες ουρές και να περιμένει για ώρες έξω από το εκάστοτε μουσείο μόνο και μόνο για να ανεβάσει στο Ιnstagram μια φωτογραφία σε ένα από τα εντυπωσιακά «Infinity rooms» της Κουσάμα. Πρόκειται για εγκαταστάσεις από εκατοντάδες χρωματιστά φωτάκια LED που αναβοσβήνουν και αναπαράγονται φαινομενικά στο διηνεκές μέσα σε δωμάτια επιστρωμένα με καθρέφτες. Μέσα από τις δημιουργίες της, η διαγνωσμένη με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή καλλιτέχνις και μόνιμη τρόφιμος ψυχιατρείου από τη δεκαετία του ’70, έρχεται σε επαφή και γίνεται κομμάτι ενός λαμπερού σύμπαντος «αυτοαφανισμού», όπως το αποκαλεί. Οι επισκέπτες από την άλλη, μέσα στα μόλις τριάντα δευτερόλεπτα που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να βιώσουν το εντυπωσιακό σύμπαν της Κουσάμα εξαιτίας της πολυκοσμίας, συγκεντρώνουν τελικά αναρίθμητα likes στα κοινωνικά δίκτυα χάρη στη φωτογένεια των συνθέσεων.
Λουλούδια που μιλάνε
Η αποδοχή του έργου της Γιαγιόι Κουσάμα δεν ήταν πάντα τόσο μεγαλειώδης και καθολική. Για παράδειγμα, τα πρώτα περιβάλλοντα με καθρέφτες που αναπαρήγαγαν στο άπειρο τα χαρακτηριστικά πουά και ενίοτε φαλλικά σύμβολά της τα δημιούργησε το 1966 στο «Peep Show or Endless Love Show» στην γκαλερί Castellane στη Νέα Υόρκη αλλά λίγοι το είχαν πάρει είδηση. Εκείνη όμως μοιάζει να ετοιμαζόταν μεθοδικά και αθόρυβα για να βγει από την αφάνεια. Απ’ όταν δηλαδή ανέβαινε στην κορυφή του Empire State Building την πρώτη ημέρα της άφιξής της στο Μανχάταν το 1958 και υποσχόταν στον εαυτό της ότι μια μέρα θα κατακτούσε αυτή την πόλη αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Γιατί μπορεί να κοιτούσε ανέκαθεν με αθωότητα μέσα από το σταθερά έκπληκτο βλέμμα των ματιών της, όμως απ’ όταν μεγάλωνε στην πόλη Ματσουμότο, στο ευνουχιστικά αυστηρό περιβάλλον μιας πλούσιας οικογένειας που διαχειριζόταν φυτώρια, η Κουσάμα γνώριζε ακριβώς τι ήθελε να κάνει στη ζωή. Ζωγράφιζε εξάλλου από τα δέκα της χρόνια, προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με μία από τις πρώτες παραισθήσεις που θα τη συντρόφευαν τελικά σε όλη της τη ζωή. Βρισκόταν σε ένα χωράφι που είχε φυτευτεί με σπόρους της οικογενειακής επιχείρησης όταν τα λουλούδια που μεγάλωναν εκεί άρχισαν να της μιλάνε. Αργότερα, έβγαιναν από τραπεζομάντιλα και την κυνηγούσαν. Προκειμένου λοιπόν να διαχειριστεί τον φόβο της είχε αρχίσει να ζωγραφίζει. Μάλιστα, η εικόνα μιας κολοκύθας που της είχε «μιλήσει» είχε βραβευθεί όταν εκείνη ήταν 11 ετών.
Σήμερα, ορισμένες από τις ασημένιες κολοκύθες που φιλοτεχνεί πωλούνται ακόμη και για 500.000 δολάρια. Ωστόσο, παλιά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Γιατί η βάναυση μητέρα της έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποτρέψει από τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, σκίζοντας τα σχέδιά της και θεωρώντας ότι ο σκοπός στη ζωή της μικρής Γιαγιόι ήταν να βρει «έναν πλούσιο σύζυγο και να γίνει νοικοκυρά». Οσο ήταν μικρή, την είχε επίσης επιφορτίσει με την ευθύνη να παρακολουθεί τον πατέρα της στα ραντεβού του με τις ερωμένες του. Πολλά θρυλούνται για τα όσα είδε κατασκοπεύοντάς τον η εκκολαπτόμενη καλλιτέχνις. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος κανείς είναι ότι οι τραυματικές αυτές εμπειρίες τής άφησαν «κουσούρι» την εμμονή και την ταυτόχρονη απέχθεια για το σεξ, όπως και μια ασεξουαλική ταυτότητα. Εξ ου και η δουλειά της Κουσάμα εκτός από βούλες βρίθει και από φαλλικά (πουά ή μη) σύμβολα.
Οσο βρισκόταν στη χώρα της και σπούδαζε το παραδοσιακό ιαπωνικό ζωγραφικό ιδίωμα Nihonga, η Κουσάμα είχε αρχίσει να στέλνει γράμματα στην αμερικανίδα ζωγράφο Τζόρτζια Ο’ Κιφ αναζητώντας καθοδήγηση. Η ζωγράφος των τοπίων και των λουλουδιών της ερήμου εντυπωσιάστηκε από το σθένος της επίδοξης καλλιτέχνιδος. Ηταν εκείνη που της έδωσε τελικά τη συμβουλή που θα της άλλαζε τη ζωή: έπρεπε να κυνηγήσει το όνειρό της στη Νέα Υόρκη. Η Κουσάμα έραψε λίγα χρήματα στο στρίφωμα του φορέματός της, έβαλε στη βαλίτσα της 60 μεταξωτά κιμονό μαζί με σχέδιά της και ξεκίνησε. Είχε το απαραίτητο «στοκ» να πουλήσει για να τα βγάλει πέρα στο Μεγάλο Μήλο.
Μια Γιαπωνέζα στον κόσμο των λευκών ανδρών
Στις ΗΠΑ, οι συνάδελφοί της και φίλοι καλλιτέχνες διέγνωσαν αμέσως το ταλέντο και τη μοναδικότητά της. Η Κουσάμα ήταν μία από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που πειραματίστηκαν με την περφόρμανς και την action art, καθώς ήδη τη δεκαετία του ’60 διοργάνωνε «Body Festivals» στο πλαίσιο των οποίων ζωγράφιζε τα περίφημα πουά της πάνω σε γυμνά σώματα. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτεται και στο ντοκιμαντέρ της Χέδερ Λεντζ, στη νεοϋορκέζικη φάση της «επηρέασε» συνοδοιπόρους καλλιτέχνες όπως ο Αντι Γουόρχολ ή ο Κλάους Ολντενμπεργκ. Μαζί τους είχε παρουσιάσει δουλειά της στην Green Gallery της Νέας Υόρκης το 1962 σε αυτήν που θεωρείται η πρώτη έκθεση ποπ αρτ στην Αμερική. Η Κουσάμα είχε φιλοτεχνήσει ένα κάθισμα στο οποίο είχε ράψει φαλλικές προεξοχές από ύφασμα («Accumulation No. 1»). Ηταν μια ιδέα που όπως λέει η ίδια τής «έκλεψε» ο Ολντενμπεργκ και δημιούργησε τα μαλακά, υφασμάτινα γλυπτά του χάρη στα οποία εκτοξεύθηκε από την αφάνεια και άρχισε να εδραιώνεται ως ένας από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της ποπ αρτ.
Λίγο αργότερα ο μέγας και τρανός Γουόρχολ μαγεύτηκε υπέρ το δέον με την πρωτόλεια ακόμη προσέγγισή της περί δημιουργίας του απείρου όταν είδε στην πρώτη ατομική έκθεσή της στην γκαλερί της Γερτρούδης Στάιν το 1964 μια εικόνα έργου της την οποία είχε αναπαραγάγει χιλιάδες φορές και την είχε κολλήσει σε κάθε γωνιά του εκθεσιακού χώρου. Δύο χρόνια μετά ο Γουόρχολ θα αναπαρήγαγε την ίδια ακριβώς ιδέα με την εικόνα μιας αγελάδας σε έκθεσή του στην γκαλερί Leo Castelli. «Ο Αντι ενσωμάτωνε τα πάντα στην τέχνη του χωρίς διάκριση λες και διηύθυνε επιχείρηση χονδρικής με απομιμήσεις» έχει πει σχετικά η Κουσάμα, η οποία είχε την ατυχία να είναι γυναίκα και Γιαπωνέζα σε έναν κόσμο λευκών ανδρών. Καθόλου τυχαία λοιπόν συνδέεται το έργο της με τις απαρχές της ποπ αρτ και του μινιμαλισμού. Εκείνη διεκδικεί τα εύσημα που της ανήκουν αλλά αποποιείται τον συσχετισμό με οποιοδήποτε κίνημα τέχνης. «Ημουν ανέκαθεν μια ψυχαναγκαστική καλλιτέχνις» θα πει, «μια αιρετική του κόσμου της τέχνης».
Για του λόγου το αληθές, την εποχή που όλοι οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες κατακτούσαν τον κόσμο της τέχνης, η Κουσάμα, σύμφωνα με όσα γράφονται και θρυλούνται, έκανε μία από τις πολλές απόπειρες αυτοκτονίας στη ζωή της (και γλίτωνε επειδή έπεφτε πάνω σε ένα ποδήλατο). Οταν τελικά από την πολλή δουλειά και την ασταμάτητη ζωγραφική δραστηριότητα αρρώστησε, το 1973 αποφάσισε να γυρίσει στην Ιαπωνία. Tέσσερα χρόνια μετά, εγκαταστάθηκε στην ψυχιατρική κλινική Seiwa Hospital στο Τόκιο, όπου ζει μέχρι σήμερα.
Δεν ήταν εύκολο να είσαι γυναίκα καλλιτέχνις στην Αμερική των 60s. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ποτέ εύκολο να μην είσαι λευκός άνδρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 2001, χρονιά κατά την οποία η σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «Yayoi Kusama: Infinity» προσπαθούσε να πείσει κάποιον παραγωγό να χρηματοδοτήσει το πρότζεκτ της, έβρισκε κλειστές πόρτες. «Γυναίκα; Αγνωστη καλλιτέχνις; Κανείς δεν θέλει να δει μια ταινία με αυτό το θέμα» ήταν η απάντηση που λάμβανε. Η Κουσάμα όμως δεν άφησε ποτέ τις εξωτερικές οχλήσεις να την αποσπάσουν από τη δουλειά της. Εξάλλου έμαθε να συνυπάρχει με τους δαίμονές της μέσα από την τέχνη της. Κάθε μέρα εδώ και τέσσερις δεκαετίες διασχίζει τον μικρό δρόμο που χωρίζει το ψυχιατρείο όπου διανυκτερεύει από το στούντιο όπου εργάζεται ανελλιπώς καθημερινά από τις εννέα έως τις έξι. Με πινέλα, με φώτα LED, με ύφασμα, με μπρούντζο. Κάπως έτσι, σιγά-σιγά η ισορροπία ήρθε και αποκαταστάθηκε και το μεγαλείο της τέχνης της αποκαλύφθηκε. Ακόμη και στη χώρα που τη θεωρούσε αποσυνάγωγο τέκνο της επειδή έβαζε γυμνούς διαδηλωτές να διαμαρτύρονται για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η Ιαπωνία την επέλεξε να την εκπροσωπήσει στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1993, είκοσι επτά χρόνια δηλαδή αφότου είχε απορρίψει την υποψηφιότητά της για την ίδια ακριβώς διοργάνωση. Ακόμη και τότε όμως εκείνη είχε εισβάλει πραξικοπηματικά στους κήπους όπου διεξαγόταν το μεγάλο εικαστικό γεγονός για να στήσει το έργο «Narcissus Garden» με την οικονομική συνδρομή του εικαστικού Λούτσιο Φοντάνα. Ηταν μια εγκατάσταση από 1.500 σφαίρες καλυμμένες με καθρέφτη τις οποίες διέθετε προς δύο δολάρια εκάστη στους επισκέπτες της Μπιενάλε. «Ο ναρκισσισμός σας προς πώληση» διαλαλούσε την «πραμάτεια» της προτού τη σταματήσουν οι διοργανωτές. Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πρόλαβαν να αγοράσουν. Η Κουσάμα τούς είχε προμηθεύσει με το πιο επιτυχημένο υλικό για selfie που θα μπορούσαν να φανταστούν προτού καν εφευρεθεί ο όρος. Αυτό κι αν ήταν επιτυχία.
INFO:«The Moving Moment When I Went Into The Universe»: Γκαλερί Victoria Miro, Λονδίνο, έως τις 21 Δεκεµβρίου.
«Yayoi Kusama: Infinity Mirrors»: High Museum of Art, Ατλάντα, 18 Νοεµβρίου 2018 – 17 Φεβρουαρίου 2019.