Στα 70 του χρόνια, ο Στίβι Γουόντερ είναι από τους δημιουργούς εκείνους που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον είχαμε δημιουργήσει. Οχι μόνο οι μουσικόφιλοι αλλά και οι ομότεχνοί του – κυρίως αυτοί. Μουσική ιδιοφυΐα τον έχουν χαρακτηρίσει οι κριτικοί σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του. Μουσικός, τραγουδιστής, τραγουδοποιός, παραγωγός και ακτιβιστής, πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες και πιο δημοφιλείς μουσικές φιγούρες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο οποίος στα χρόνια της ακμής του, τη δεκαετία του ’70, βοήθησε στην προώθηση και επέκταση του r ‘n’ b ακόμη και με τη χρήση του συνθεσάιζερ και άλλων ηλεκτρονικών μουσικών οργάνων.
Σήμερα, έπειτα από απουσία τεσσάρων ετών από το σινγκλ «Faith» του 2016 με την Αριάνα Γκράντε και δεκαπέντε χρόνια μετά το άλμπουμ «A Time to Love» (2005) – παράλληλα έχει συνεργαστεί την τελευταία δεκαετία με τους Τράβις Σκοτ, Σελίν Ντιόν, Ντρέικ, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ -, επιτέλους επέστρεψε με δύο νέα singles που φέρουν φυσικά την υπογραφή του. Με αφορμή τα 36α γενέθλια ενός από τους γιους του, του Mumtaz Morris (έχει εννέα παιδιά με πέντε διαφορετικές γυναίκες), κυκλοφορεί ταυτόχρονα δύο νέα τραγούδια, το «Can’t Put It in the Hands of Fate» (συνεργάζεται με τους Rapsody, Cordae, Chika, & Busta Rhymes) και το «Where Is Our Love Song» (όπου συνεργάστηκε με τον Gary Clark Jr.). Μετά την έκπληξη της κυκλοφορίας των δύο αυτών νεών τραγουδιών οι φίλοι του θρύλου έμαθαν ότι αποχωρίστηκε για πρώτη φορά, μετά το 1962, τη δισκογραφική εταιρεία Motown – το δεύτερό του σπίτι, αφού σε αυτήν υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο σε ηλικία 11 ετών. Το όνομα της νέας του εταιρείας είναι So What the Fuss Records, από την οποία κυκλοφορούν και τα προαναφερθέντα τραγούδια.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.