Συνήθως συνταιριάζουν το έργο του Εγκον Σίλε (1890-1918) με εκείνο καλλιτεχνών της εποχής του. Με τον μέντορά του Γκούσταβ Κλιμτ, με τον σύγχρονό του Οσκαρ Κοκόσκα ή και με τους δύο, όπως συνέβη στην έκθεση που είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής το 2007 με έργα από το μουσείο Leopold της Βιέννης. Eνα άλλο μουσείο της αυστριακής πρωτεύουσας, το Albertina, τολμά σήμερα να φέρει το έργο του κοντά σε εκείνο ενός νέου, σύγχρονου δημιουργού.

Στην έκθεση με τίτλο «Egon Schiele: Shadow Paintings», ο ρουμάνος ζωγράφος Αντριάν Γκένιε αντλεί υλικό από ασπρόμαυρες φωτογραφίες έργων του Σίλε και τους εμφυσά μια νέα ζωή, αποπειρώμενος μια γκροτέσκα νεκρανάσταση.

Διότι περίπου το ένα τέταρτο των πινάκων του αυστριακού δημιουργού, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αυστριακού εξπρεσιονισμού, αγνοείται εδώ και περισσότερο από ογδόντα χρόνια – πριν από τη σαρωτική έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –, παραμένει χαμένο μέχρι σήμερα και δεν είναι γνωστό αν οι εν λόγω πίνακες έχουν καταστραφεί ή βρίσκονται ξεχασμένοι σε κάποια μουχλιασμένη σοφίτα.

Η μόνη σιγουριά που αντλείται για αυτά τα έργα, παρά το μυστήριο που περιβάλλει την τύχη τους, είναι ότι απεικόνιζαν υπαρξιακά ζητήματα που περιστρέφονταν γύρω από τη σεξουαλικότητα, την ταυτότητα, την πίστη, τη μελαγχολία, τον θάνατο.

«Resurrection 1» (2024) του Αντριάν Γκένιε.

Οπότε μέσα από τους πίνακες του Γκένιε, αυτά τα έργα αποκτούν μια δεύτερη ζωή μέσα από την εικαστική μετενσάρκωσή τους – τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος. Πρόκειται για μια ιδέα που υλοποιεί ο Γκένιε αλλά ανήκει στον επίσης ρουμανικής καταγωγής Αυστριακό Σιπριάν Αντριάν Μπαρσάν, έναν επενδυτή, ντιζάινερ και φιλόσοφο, ιδρυτή του Infiniart Foundation, ο οποίος είναι και επιμελητής της έκθεσης μαζί με τον Κλάους Αλμπρεχτ Σρέντερ, τον διευθυντή του Μουσείου Albertina.

Γιατί θεώρησαν λοιπόν ότι έπρεπε να φέρουν κοντά τους δύο ζωγράφους; Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Γκένιε: «Ο Σίλε υπήρξε κομμάτι του εσωτερικού αρχείου μου, όχι όσον αφορά το ιδίωμα αλλά το attitude, τη στάση ζωής. Αυτό που μοιράζομαι με τον ζωγράφο είναι το ενδιαφέρον για την παραμόρφωση και την επιμήκυνση της ανθρώπινης μορφής, τον παιχνιδιάρικο πειραματισμό με το σώμα.

Η παραμόρφωση ήταν μια λύση για την αναπαράσταση, αλλά και μια έκφραση της ελευθερίας που συνόδευε τον μοντερνισμό. Οταν αφήνεις στην άκρη τους περιορισμούς της πιστής, ανατομικής αναπαράστασης, ο τρόπος που παραμορφώνεις μπορεί να γίνει το πορτρέτο μιας προσωπικότητας ή του εσωτερικού ψυχισμού της που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βάθος. Αυτό το παιχνίδι με την ανθρώπινη φόρμα χαρακτηρίζει την αρχή κάτι καινούργιου, κάτι πρωτότυπου».

Ο Σίλε έμεινε στην Ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο αποτύπωνε το σώμα, κυρίως το γυναικείο, όχι μόνο για να εξερευνήσει ζωγραφικά την αισθαντικότητα, τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητά του αλλά και για να αναδείξει βαθιά ριζωμένες συναισθηματικές και ψυχολογικές καταστάσεις και να θέσει ερωτήματα για την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οπως για τη δυαδικότητα ζωής και θανάτου: από τη μία η ερωτική κινητήρια δύναμη της ζωής και από την άλλη η χλωμή, ισχνή παρουσία του θανάτου να ρίχνει τη σκιά της πάνω στο σώμα. Και το έκανε με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον μέντορά του, Γκούσταβ Κλιμτ, ο οποίος τον είχε πάρει υπό την προστασία του από όταν τον πρωτογνώρισε το 1907 και διέγνωσε το ταλέντο του.

Μάλιστα στην αρχή της γνωριμίας τους το έργο του Σίλε είχε ομοιότητες με εκείνο του Κλιμτ, στοιχεία από το αισθητικό κίνημα της Art Nouveau, όμως γρήγορα διαφάνηκε η διαφοροποίησή του από το έργο καλλιτεχνών του Σετσεσιονισμού, της αυστριακής εκδοχής του μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τα πορτρέτα των γυναικών της υψηλής κοινωνίας του Κλιμτ, οι σκληρές, γωνιώδεις γραμμές στα παραμορφωμένα περιγράμματα των μορφών του Σίλε δεν ενδείκνυντο για αναθέσεις από επιφανείς Βιεννέζους της εποχής που επιθυμούσαν να απαθανατιστούν στην αιωνιότητα.

O 47χρονος Γκένιε, λοιπόν, o οποίος έχει γίνει γνωστός για τους πίνακές του με τα μακάβρια σκηνικά και τις παραμορφωμένες φιγούρες, αποσκοπεί σε ένα μεταφυσικό ταξίδι «μέσα στη σκοτεινή νύχτα της ψυχής, όπου κάθε άνθρωπος μόνος του βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εσωτερικές του σκιές». Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο Γκένιε δίνει στα έργα του Σίλε μια νέα διάσταση, ενώ παράλληλα θολώνει τα όρια ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αφαίρεση προκειμένου να επιτύχει μια «ενεργητική ευφορία».

Κυνηγημένη τέχνη

Οι λόγοι για τους οποίους πολλά από τα έργα του Σίλε υπάρχουν μόνο σε φωτογραφίες είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς, οι πίνακές του και τα σχέδιά του είχαν θεωρηθεί μέρος της «εκφυλισμένης τέχνης», της δημιουργίας δηλαδή που παρέκκλινε από τις πεποιθήσεις και το μυστικιστικό, βουκολικό γούστο των Ναζί: δεν ήταν καθαρή, αλλά μολυσμένη από εβραϊκές ή κομμουνιστικές επιρροές, ήταν ακατανόητη, κοινώς μοντέρνα.

Εξ ου και τη λεηλάτησαν, κατάσχοντας περί τα 16.000 έργα από περισσότερα από εκατό μουσεία στο πλαίσιο επιχείρησης που ενορχηστρώθηκε από τον Γιόζεφ Γκέμπελς το 1937. Ενα μέρος αυτών των έργων παρουσιάστηκε στην «Εκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης» στο Μόναχο την ίδια χρονιά για να προκαλέσει τη μήνη και την αποστροφή της καλής γερμανικής κοινωνίας για το έργο των διεστραμμένων δημιουργών (ωστόσο, δεν περιλάμβανε κάποιο έργο του Σίλε).

«The melancholy of the world» από τον Σίλε.

Τα μουσεία λοιπόν «εξυγιάνθηκαν», τα έργα πωλήθηκαν στο εξωτερικό και βρέθηκαν σε συλλογές ιδιωτών σε άλλες χώρες προκειμένου να εξασφαλιστούν πόροι για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Ενα τέτοιο μουσείο, για παράδειγμα, ήταν και το Folkwang στο Εσεν, το οποίο είχε στη συλλογή του 15 έργα του Σίλε. Καθώς τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει δυναμικά η διεκδίκηση των κλεμμένων έργων από τους πρώτους ιδιοκτήτες τους, το Folkwang κατάφερε να αγοράσει την ακουαρέλα «Standing Woman Covering Face with Both Hands» (1911) το 2023 και να τη συμπεριλάβει ξανά στη συλλογή του.

Να μην ξεχνάμε και τις λεηλασίες των έργων από τις συλλογές εβραίων πολιτών οι οποίοι εκδιώχθηκαν και δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οπως ο Αυστριακός Φριτς Γκρίνμπαουμ, ένας καλλιτέχνης του καμπαρέ, σκηνοθέτης και συγγραφέας ο οποίος διέθετε κάποτε 80 πίνακες του Σίλε στη συλλογή του των συνολικά 400 έργων αυστριακής τέχνης του μοντερνισμού.

O ίδιος πέθανε το 1941 και το 25% της συλλογής του εμφανίστηκε στην αγορά της τέχνης στις αρχές της δεκαετίας του ’50 από τον ελβετό art dealer Εμπερχαρντ Κόρνφελτ. Εκτοτε η τύχη των περισσότερων από τα έργα (όπως και εκείνων του Σίλε) αγνοείται, όμως ορισμένα που βρέθηκαν σε σημαντικά αμερικανικά μουσεία επιστράφηκαν στους απογόνους του Γκρίνμπαουμ. Οπως για παράδειγμα το έργο «Dead City» του Σίλε που βρισκόταν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) της Νέας Υόρκης. Nα πούμε ότι δώδεκα πίνακες του Σίλε από αυτή την κατασχεμένη από τους Ναζί συλλογή βρίσκονται σε μουσεία της Βιέννης – το Albertina έχει δύο και το Leopold άλλους δέκα. Οι απόγονοι του Γκρίνμπαουμ έχουν κινηθεί νομικά εναντίον τους, αλλά η υπόθεση έχει λιμνάσει στα θολά ύδατα του δικονομικού Δικαίου.

Αλλά και πολύ προτού ξεσπάσει η παράνοια εναντίον της μοντέρνας τέχνης και των εβραίων, ορισμένα από τα έργα του Σίλε είχαν βρεθεί στο στόχαστρο για άλλους λόγους που αφορούσαν την τολμηρή επιλογή των θεματικών του: νεαρότατα κορίτσια σε τολμηρές, ερωτικές πόζες.

Μάλιστα, το 1912 ο Σίλε είχε συλληφθεί με την κατηγορία της αποπλάνησης μιας δεκατριάχρονης η οποία είχε ζητήσει από τον ζωγράφο και την ερωμένη-μούσα του Βαλμπούργκα Νόιζιλ να τη βοηθήσουν να ταξιδέψει στη Βιέννη για να ζήσει με τη γιαγιά της, κάτι για το οποίο το κορίτσι μετάνιωσε στην πορεία. O πατέρας της, ένας αξιοσέβαστος αξιωματικός του ναυτικού, υπέβαλε μήνυση για αποπλάνηση και αρπαγή.

Το έργο «Ressurection (Graves)» (1913) του Σίλε.

Το γεγονός ότι στα έργα του ζωγράφου πρωταγωνιστούσαν νεαρότατες κοπέλες δεν λειτούργησε υπέρ του αλλά χρησιμοποιήθηκε ως ένα επιπλέον ενοχοποιητικό στοιχείο για να του αποδοθεί και η κατηγορία της δημόσιας ανηθικότητας, ότι δηλαδή εξέθετε μικρά παιδιά στη «διεφθαρμένη» τέχνη του. Η Αστυνομία που τον συνέλαβε κατέσχεσε περί τα 125 σχέδιά του, ενώ σε μια κίνηση ύψιστου συμβολισμού, ένας δικαστής έκαψε ένα από αυτά μέσα στο δικαστήριο. Ο Σίλε αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από 24 ημέρες, και αφότου αποσύρθηκαν οι δύο πρώτες κατηγορίες – η τρίτη παρέμεινε μαζί με τη ρετσινιά που τη συνόδευε.

Βέβαια, είναι ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι ο Εγκον Σίλε ήταν συνηθισμένος στην καταστροφή των έργων του, γιατί πρώτα απ’ όλα ήταν ο ίδιος του ο πατέρας, ένας εργαζόμενος στους Αυστριακούς Σιδηροδρόμους, εκείνος που έσκιζε τα σκίτσα τρένων και ατμομηχανών που ζωγράφιζε μανιωδώς ο γιος του ως παιδί.

Ο πρόωρος θάνατός του από σύφιλη όταν ο Σίλε ήταν μόλις 14 ετών πυροδότησε το ενδιαφέρον του για τις αρρώστιες και τα σωματικά συμπτώματα των ασθενειών, κάτι που είναι εμφανές και στο έργο του. Μια άλλη αρρώστια, η Ισπανική γρίπη, στέρησε τελικά και στον ίδιο τη ζωή, όπως και στη γυναίκα του Εντίτ και το αγέννητο παιδί τους. Ηταν μόλις 28 ετών, αλλά πρόλαβε να ζήσει ως ένας αυθεντικός «artiste maudit», ένας καλλιτέχνης που πίστευε ότι έγκλημα είναι να περιορίζεις τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη.

INFO

«Egon Schiele: Shadow Paintings»: Μουσείο Albertina, Βιέννη, από τις 11 Οκτωβρίου 2024 έως τις 2 Μαρτίου 2025.