«Αφησα το τιμόνι στον Β. και χάζευα από το παράθυρο. Η γης είναι αυλακωμένη από πυκνά ξεροπόταμα· δεν ξέρεις αν ακολουθείς χαραγμένο δρόμο ή μια στεγνή κοίτη. Πρώτες εντυπώσεις ενός καινούργιου κλίματος, που δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν. Θαρρείς πως κινείσαι σ’ έναν τόπο που μπορεί εύκολα να διαλυθεί, να σε καταπιεί. Η σκόνη είναι αμμώδης και η πέτρα είναι αλαφριά και ψαφαρή· κοιτάζοντας τις διαβρώσεις που τη ρυτιδώνουν λες και θα μπορούσες να τη σπάσεις με τα δάχτυλά σου». Μέσα από τις σημειώσεις που κρατούσε ο Γιώργος Σεφέρης κατά την τριήμερη επίσκεψή του, τον Ιούλιο του 1950, στην Καππαδοκία (από τις οποίες προέκυψε το θαυμάσιο οδοιπορικό «Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας») ζωντανεύει ξανά μια τόσο μακρινή (τώρα πια) αλλά και τόσο πλούσια σε εικόνες και συναισθήματα Ελλάδα. Παιδί των χαμένων πατρίδων, ο γεννημένος στα Βουρλά της Μικράς Ασίας ποιητής, περιφέρεται στα ιερά χώματά τους και ανακαλύπτει ξανά όλα όσα μας ενώνουν με αυτόν τον μακρινό τόπο. Ανακαλύπτει και γοητεύεται και εντυπωσιάζεται. «Στην καρδιά του καλοκαιριού, κι ο αγέρας ήταν δροσερός και ζωοδότης, όπως δεν τον ένιωσα ποτέ στα στεγνά μέρη της Γαλλογραικίας» γράφει κάπου: «Το φως που δυνάμωνε έδινε στους κώνους και στα βαριά παραπετάσματα των βράχων βαφές αλαφριές γκρίζες, ρόδινες ή χρυσές. Ο ουρανός είχε ένα θαυμάσιο μαβί. Λίγο πιο πέρα, τ’ απομεινάρι ενός μικρού θόλου προστάτευε ακόμη με τρυφερότητα, όπως θα το είχες κάνει με την παλάμη σου, την ξεβαμμένη στόριση ενός Αϊ-Γιώργη Καβαλάρη».
Εκεί, πιθανώς με τα χρώματά του ακόμα πιο ισχνά, πιο σβησμένα, βρίσκεται ακόμα ο Αϊ-Γιώργης που συγκίνησε τότε τον Σεφέρη. Εκεί, στο Προκόπι, στο Γκόρεμε (Κόραμα), στη Σινασό, στην Αβανο, στην Καρβάλη, στη Νίγδη, στην (υπόγεια) Μαλακοπή και σε τόσες άλλες κωμοπόλεις και χωριά, όπου σε κάθε βήμα του έλληνα επισκέπτη (τουλάχιστον τότε που ακόμα ταξιδεύαμε στην Τουρκία, χωρίς τον κορωνοϊό και χωρίς τις καθημερινές φοβέρες της κυβέρνησης Ερντογάν) τον περιμένει ένα θαύμα όπως εκείνα που περιγράφει ο ποιητής όταν γράφει: «…πρέπει να έχεις τα μέσα για να σκαρφαλώσεις στους απότομους βράχους. Ενα άνοιγμα μπροστά σου στην επιφάνεια της γης· μπαίνεις και βρίσκεσαι σε μια μεγάλη εκκλησιά με κολόνες, θόλους και καμάρες, παντού ιστορισμένη, και ξέρεις πως από πάνω το μονόπετρο εξακολουθεί να είναι κούφιο και κρύβει ένα ολάκερο μοναστήρι. Βγαίνοντας, σηκώνεις τα μάτια και βλέπεις, στον αντικρινό βράχο, ένα νάρθηκα(;) που του έχει φύγει το μπροστινό πλευρό, και σε κοιτάζει από ψηλά, σα χαρταετός, με τη Θεοτόκο και τους αρχάγγελους, με καμαρωτές φάτνες, με ζωγραφιστούς σταυρούς της Μάλτας».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.