Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα» με αφορμή την τελευταία ταινία του «Empire οf Light», που θα κάνει πρεμιέρα στη χώρα μας αρχές του 2023, ο βρετανός σκηνοθέτης Σαμ Μέντες, αναφερόμενος στη σημασία της «ανθρώπινης διάστασης» των χαρακτήρων στις ταινίες του αλλά και της σωστής επιλογής ηθοποιών για αυτές, έκανε έναν σύντομο σχολιασμό στην πιο επιτυχημένη μέχρι στιγμής ταινία του, το «Skyfall» (2012), που για πολλούς είναι και η καλύτερη ταινία «Τζέιμς Μποντ». «Αν δεν μου δινόταν η ευκαιρία να αναπτύξω κάπως περισσότερο τον Τζέιμς Μποντ», είπε ο Μέντες, «αν δεν μου επιτρεπόταν να αναζητήσω πλευρές του χαρακτήρα του οι οποίες δεν είχαν φανεί ως τότε στις ταινίες του, τότε πολύ πιθανόν να μην είχα επιλέξει να σκηνοθετήσω το «Skyfall». Το ίδιο θα έλεγα και για τον ηθοποιό που είχα στη διάθεσή μου. Αν δεν ήταν ο Ντάνιελ Κρεγκ, ο οποίος είχε ήδη προσεγγίσει τον Τζέιμς Μποντ από μια πρωτόγνωρη, πιο σκοτεινή γωνία, θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός για την ίδια απόφαση. Δεν νομίζω δηλαδή ότι θα μπορούσα να σκηνοθετήσω «Τζέιμς Μποντ» με τον Πιρς Μπρόσναν στον ρόλο, διότι ο Μποντ εκείνης της περιόδου περνούσε μια φάση που δημιουργικά δεν με ενδιέφερε». Η επιτυχία του «Skyfall» ήταν τόσο μεγάλη, που ο Μέντες γύρισε μία ακόμη ταινία με τον 007, το «Spectre» (2015), που πατούσε σταθερά στα χνάρια του προηγούμενου φιλμ της σειράς. Oταν ως δημιουργός ένιωσε ότι δεν είχε κάτι ακόμα να προσθέσει, άφησε τον Μποντ, οπότε η τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του πράκτορα, το μάλλον πεσιμιστικό «No Τime to Die» που είδαμε πέρυσι, ανατέθηκε στον 45χρονο Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα, αμερικανό ιαπωνικής καταγωγής σκηνοθέτη, που με αυτή την ταινία απέδωσε κάτι σαν φόρο τιμής σε όλο το ως τότε κινηματογραφικό σύμπαν του πράκτορα.
12 σκηνοθέτες στη σκιά του 007
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η δήλωση του Μέντες προέρχεται από τον μοναδικό ίσως κινηματογραφικό δημιουργό που έδωσε ένα δικό του σκηνοθετικό στίγμα σε περιπέτεια «Τζέιμς Μποντ». Γιατί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στα 60 χρόνια της κινηματογραφικής πορείας του 007, λίγοι είναι οι σκηνοθέτες που κατάφεραν να κερδίσουν για τη δουλειά τους πίσω από την κάμερα αναγνώριση εφάμιλλη με εκείνη του εκάστοτε ηθοποιού στον ρόλο του Μποντ. Μοιραία, σε ό,τι αφορά το κομμάτι της διασημότητας, ο κάθε ηθοποιός που ενσάρκωνε τον 007 απολάμβανε ανέκαθεν τη μερίδα του λέοντος.
Oταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι παραγωγοί Χάρι Σάλτσμαν (1915-1994) και Aλμπερτ Μπρόκολι (1909-1996) απέκτησαν τα δικαιώματα των μυθιστορημάτων του Ιαν Φλέμινγκ (1908-1964) στα οποία ο Μποντ πρωταγωνιστεί και αφού εξασφάλισαν το ποσό των 1.250.000 δολαρίων που η πρώτη ταινία «Μποντ», ο «Dr No», απαιτούσε, στράφηκαν σε ένα πρόσωπο που γνώριζαν καλά ως σκηνοθέτη. Γεννημένος στη Σανγκάη με σπουδές στο Κέιμπριτζ, ο Ιρλανδός Τέρενς Γιανγκ (1915-1994) στις αρχές της δεκαετίας του 1940 είχε μπει στον χώρο του κινηματογράφου ως σεναριογράφος και μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια είχε εξελιχθεί σε σκηνοθέτη. Ο Γιανγκ ήταν «πολυεργαλείο», μπορούσε να καταπιαστεί με κάθε κινηματογραφικό είδος, όμως οι παραγωγοί του «Μποντ» τον προσέλαβαν για την ικανότητά του στις «εξωτικές ταινίες δράσης». Εξάλλου ο Μπρόκολι με την εταιρεία Warwick είχε ήδη κάνει την παραγωγή επιτυχημένων περιπετειών του Γιανγκ όπως οι «Σαφάρι, το καραβάνι της ζούγκλας» (Safari, 1956) και «Zarak Khan» (1957) με πρωταγωνιστή τον Βίκτορ Ματσιούρ. Αυτό ακριβώς κατέθεσε ο Γιανγκ στον «Δρα Νο» και η επιτυχία της πρώτης ταινίας του Σον Κόνερι (1930-2020) στον ρόλο του Μποντ ήταν επίσης μια επιτυχία του πρώτου ως σκηνοθέτη. Γι’ αυτό και οι Σάλτσμαν – Μπρόκολι θεώρησαν σωστό ο Γιανγκ να ακολουθήσει τη δική του πατέντα σε δύο ακόμα ταινίες της σειράς, το «Από τη Ρωσία με αγάπη» (From Russia With Love, 1963) και την «Επιχείρηση Κεραυνός» (Thunderball, 1965).
Στροφή στο χιούμορ
Ωστόσο, ανάμεσα στη «Ρωσία» και τον «Κεραυνό» μεσολαβεί μία ακόμα ταινία, η «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίον Χρυσοδάκτυλου» (Goldfinger, 1964), που δεν είναι του Γιανγκ αλλά του Γκάι Χάμιλτον (1922-2016), ενός σκηνοθέτη ο οποίος είχε ξεκινήσει από τα πολύ χαμηλά στρώματα της κινηματογραφίας δουλεύοντας ως δεύτερος ή τρίτος βοηθός σκηνοθέτη και αργότερα ως πρώτος δίπλα σε μεγάλες μορφές όπως ο Κάρολ Ριντ (στον «Τρίτο άνθρωπο», 1949) και ο Τζον Χιούστον (στη «Βασίλισσα της Αφρικής», 1951). Η πρώτη προσωπική ταινία του Χάμιλτον ήταν το αστυνομικό θρίλερ «Γελαστός δολοφόνος» (The Ringer, 1952) και θα ακολουθούσαν αρκετά Β-movies μέχρι τη στιγμή του «Χρυσοδάχτυλου», που προέκυψε χάρη στην προσωπική γνωριμία του με τον Μπρόκολι. Εν τέλει, σε ό,τι αφορά τον «Μποντ», η καριέρα του Χάμιλτον θα συνδεόταν περισσότερο από ό,τι εκείνη του Γιανγκ. Ο Χάμιλτον θα σκηνοθετούσε συνολικά τέσσερις ταινίες «Μποντ», με δεύτερη την «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (Diamonds Are Forever, 1971) ή αλλιώς την τελευταία επίσημη ταινία του Κόνερι ως Μποντ (θα ακολουθούσε 12 χρόνια αργότερα το εκτός επίσημης σειράς «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» του Ερβιν Κέρσνερ). Η επιτυχία του Χάμιλτον, όμως, φάνηκε και στον χειρισμό μιας σχετικά ομαλής μετάβασης του ήρωα από τον Σον Κόνερι στον Ρότζερ Μουρ (1927-2017), με τον οποίο ως σκηνοθέτης συνεργάστηκε σε δύο «Μποντ». Αφού ο Μουρ έλαβε το βάπτισμα του πυρός με τον εισπρακτικό θρίαμβο του «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν» (Live and Let Die, 1973), οι Μπρόκολι – Σάλτσμαν ανέθεσαν στον Χάμιλτον και τη δεύτερη ταινία του Μουρ ως 007, τον «Ανθρωπο με το χρυσό πιστόλι» (The Man With the Golden Gun, 1974). Τυπικά Βρετανός και με φλεγματικό χιούμορ, κάτι που έγινε το διακριτικό των δικών του ταινιών «Μποντ» με τον Μουρ, ο Χάμιλτον τις αντιμετώπιζε με αρκετό κυνισμό, έχοντας μάλιστα πει πως «ένας από τους κανόνες στις ταινίες «Μποντ» είναι ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχει μια ηγετική κυρία στο καστ που να μπορεί πραγματικά να παίξει, απλούστατα επειδή δεν μπορούμε να την αντέξουμε οικονομικά… Αν ποτέ είχαμε μια πραγματική κυρίαρχη γυναίκα, την επόμενη φορά θα έπρεπε να βρούμε μια άλλη. Και σε ελάχιστο χρόνο θα έπρεπε να έχουμε π.χ. την Τζέιν Φόντα για 2 εκατομμύρια δολάρια και βάλε». Τη σκυτάλη της σκηνοθεσίας ταινιών «Μποντ» από τον Χάμιλτον παρέλαβε ο Λιούις Γκίλμπερτ (1920-2018), ο οποίος τη δεκαετία του 1960, αφού είχε κάνει σταρ τον Μάικλ Κέιν με την ταινία «Αλφι ο σατράπης» (1966), είχε ήδη δοκιμαστεί με μια ταινία Μποντ, το «Ζεις μονάχα δυο φορές» (You Οnly Live Twice, 1967) με τον Σον Κόνερι που γυρίστηκε στην Ιαπωνία. Oμως δέκα χρόνια αργότερα, οι δύο ταινίες «Μποντ» του Γκίλμπερτ με τον Μουρ, η «Κατάσκοπος που µ’ αγάπησε» (The Spy Who Loved Me, 1977) και η «Επιχείρηση Moonraker» (Moonraker, 1979), παρότι είχαν και αυτές επιτυχία, δεν έκαναν κάτι περισσότερο από το να ακολουθούν πιστά το κωμικό στυλ που είχε καθιερώσει ο Χάμιλτον. Ο Γκίλμπερτ άφησε τον πράκτορα και επέστρεψε στις δραματικές κομεντί που ούτως ή άλλως πάντα του ταίριαζαν περισσότερο. Παράδειγμα το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» (1983) και πάλι με τον Μάικλ Κέιν, που ακολούθησε το «Moonraker» και έφτασε ως τα Οσκαρ.
Ο πιο παραγωγικός
Δέκα χρόνια νεότερος του Γκάι Χάμιλτον, ο Τζον Γκλεν ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως μοντέρ στα στούντιο Σέπερτον (μάλιστα είχε επίσης δουλέψει στον «Τρίτο άνθρωπο») και η δουλειά του στο μοντάζ ήχου και εικόνας, όπως αργότερα και η εμπειρία του στον χώρο του ντοκιμαντέρ και της τηλεόρασης (σε σειρές όπως το «Danger Μan»), ήταν αρκετή για να κερδίσει τη θέση του μοντέρ στη μοναδική ταινία «Μποντ» που γύρισε ο Πίτερ Ρ. Χαντ (1925-2002), το «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» (On Ηer Majesty’s Secret Service, 1969), που, αν και από τις καλύτερες της σειράς «Μποντ», πάσχει από πρωταγωνιστή, γιατί ο γεννημένος στην Αυστραλία Τζορτζ Λέιζενμπι απεδείχθη άστοχη επιλογή για τον ρόλο (να σηµειωθεί ότι ο Χαντ είχε ήδη δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες Μποντ). Αν όμως ο Λέιζενμπι επρόκειτο να απομακρυνθεί αμέσως από τον Μποντ (παρότι η ταινία είχε επιτυχία), το μέλλον του Γκλεν έμελλε να είναι πλούσιο σε σχέση με τον ήρωα. Οι Μπρόκολι – Σάλτσμαν τον θυμήθηκαν μετά τις δύο ταινίες του Λιούις Γκίλμπερτ και έτσι το «Για τα μάτια σου μόνο» (For Υour Εyes Οnly, 1981) θα γινόταν η πρώτη από τις πέντε ταινίες «Μποντ» που ο Γκλεν θα σκηνοθετούσε με κεντρικό πρόσωπο τον 007. Θα ακολουθούσαν οι δύο τελευταίες με τον Μουρ ως Μποντ («Επιχείρηση Octopussy» του 1983 και «Επιχείρηση: «Κινούμενος στόχος»» του 1985) και οι μοναδικές δύο με τον Τίμοθι Ντάλτον («Με το δάχτυλο στη σκανδάλη», 1987, και «Προσωπική εκδίκηση», 1989), ο οποίος έδωσε στον 007 έναν «σαιξπηρικό τόνο», ίσως κάπως αταίριαστο στον κόσμο του ήρωα. Συνεπώς ο Τζον Γκλεν είναι μέχρι σήμερα ο σκηνοθέτης που έχει γυρίσει τις περισσότερες ταινίες «Τζέιμς Μποντ».
Ο Μποντ του Millennium
Αρκετοί πειραματισμοί έγιναν τη δεκαετία του 1990, όταν ο Μποντ, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο σιωπής περίπου πέντε χρόνων, επανήλθε στο προσκήνιο με τη μορφή του ιρλανδού ηθοποιού Πιρς Μπρόσναν. Η καλύτερη από τις τέσσερις ταινίες του Μπρόσναν ως 007 παραμένει η πρώτη, το «GoldenEye» (1995) του Μάρτιν Κάμπελ. Ο νεοζηλανδός σκηνοθέτης είχε αποδείξει την αξία του ως χειριστής περιπετειών όπως και πρακτόρων κυρίως μέσω της τηλεόρασης και σειρών όπως οι «Επαγγελματίες» στη δεκαετία του 1970 και το αγαπητό και εδώ «Ράιλι: Ο άσος των κατασκόπων» με τον Σαμ Νιλ. Με το «GoldenEye» ο Κάμπελ κέρδισε το στοίχημα μιας θριαμβευτικής επιστροφής του Μποντ στη μεγάλη οθόνη, όμως θα έπρεπε να περιμένει πάνω από μία δεκαετία για να επανέλθει στον Μποντ, γυρίζοντας την πρώτη ταινία του Ντάνιελ Κρεγκ στον ρόλο, το «Casino Royale» (2006). Εχει ενδιαφέρον ότι ο Μάρτιν Κάμπελ είναι ο μόνος σκηνοθέτης που κλήθηκε να ανανεώσει δύο φορές το πρόσωπο του πράκτορα σκηνοθετώντας τις πρώτες ταινίες «Μποντ» δύο ηθοποιών, του Μπρόσναν και του Κρεγκ. Επίσης ενδιαφέρον έχει ότι ο Μπρόσναν είναι ο μοναδικός Μποντ του σινεμά που είχε διαφορετικό σκηνοθέτη σε όλες τις ταινίες του ως 007, οι οποίες είναι τέσσερις: µετά το «GoldenEye» είναι το «Αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (Tomorrow Never Dies, 1997) του Καναδού Ρότζερ Σπότισγουντ, το «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (The World Is Not Enough, 1999) του Βρετανού Μάικλ Απτεντ (1941-2021) και το «Πέθανε μια άλλη μέρα» (Die Another Day, 2002) του επίσης Νεοζηλανδού Λι Ταμαχόρι. Είναι προφανές ότι μετά την περίοδο Τίμοθι Ντάλτον οι παραγωγοί του Μποντ είχαν ενδιαφερθεί να κάνουν εναλλαγές σε ό,τι αφορά τη σκηνοθετική προσέγγιση στο πρόσωπο του Μποντ, κάτι που άρχισε με τον Πιρς Μπρόσναν και συνεχίστηκε στον Ντάνιελ Κρεγκ που συνεργάστηκε με τέσσερις διαφορετικούς σκηνοθέτες σε πέντε ταινίες. Περιέργως, η πιο αδύναμη ταινία του τελευταίου ως Μποντ, το «Quantum of Solace» (2008), είχε πίσω της την πιο φιλόδοξη επιλογή σκηνοθέτη, τον Γερμανό Μαρκ Φόρστερ, ήδη γνωστό από οσκαρικές επιτυχίες όπως ο «Χορός των τεράτων» (2001), για τον οποίο η Χάλι Μπέρι κέρδισε το χρυσό αγαλματίδιο Α’ γυναικείου ρόλου, και το «Αναζητώντας τη χώρα του Ποτέ» (2004) με τον Τζόνι Ντεπ, ο οποίος επίσης ήταν υποψήφιος.