Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την υποστολή της σημαίας της Σοβιετικής Ενωσης τα θεμέλια του Ψυχρού Πολέμου αποδεικνύονται πολύ βαθιά εγκατεστημένα στο υποσυνείδητο δυτικού και ανατολικού μπλοκ για να χαθούν έτσι απλά στο πέρασμα του χρόνου. Εκτός από τη vintage απειλητική ρητορεία που ο Βλαντίμιρ Πούτιν λατρεύει να χρησιμοποιεί, εκτός από τη νέα κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών που πρόθυμα υποθάλπει ο Ντόναλντ Τραμπ με την αναστολή της συνθήκης INF για τα όπλα μέσου βεληνεκούς, εκτός από τον διαγκωνισμό για σφαίρες επιρροής στο πρώην σιδηρούν παραπέτασμα, υπάρχει η επιβίωση της άλλοτε κραταιάς σοβιετικής υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας – και μάλιστα εις διπλούν. Η KGB ζει και βασιλεύει στη Νότια Οσετία, ένα κρατίδιο 53.000 κατοίκων που ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Γεωργία το 1991 και βρίσκεται πλέον υπό ρωσική κατοχή από την εποχή του πολέμου του 2008. Και αν θεωρήσει κανείς ότι αυτή η ονοματολογική συνέχεια πιο πολύ υποβιβάζει παρά αναδεικνύει ένα από τα πιο διαβόητα αρκτικόλεξα του καιρού της σύγκρουσης των υπερδυνάμεων, δεν έχει παρά να αναλογιστεί την τιμή που του περιποιούν, από την άλλη πλευρά, τα πρόσφατα εγκαίνια ενός ιδιωτικού «Μουσείου Κατασκοπείας της KGB» στη Νέα Υόρκη.
«Ο εχθρός εκείνες τις ημέρες ήταν κάποιος που μπορούσαμε να δείξουμε με το δάχτυλο και να διαβάσουμε για αυτόν στις εφημερίδες» γράφει ο Τζον Λε Καρέ στον «Εντιμότατο μαθητή» (εκδ. Καστανιώτη) συνοψίζοντας τη μονομαχία μεταξύ δυτικών μυστικών υπηρεσιών και σοβιετικών υπηρεσιών πληροφοριών, μεταξύ του μυθιστορηματικού Τζορτζ Σμάιλι και του σκιώδους Κάρλα. Αυτός ο παρασκηνιακός πόλεμος όπου πιόνια εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, αιχμαλωτίζονταν και αποστατούσαν, αποσύρονταν και επανεισάγονταν στο παιχνίδι για να κερδίσουν ή να χάσουν ψίχουλα πληροφοριών σε μια ατέρμονη διελκυστίνδα υπήρξε σύγκρουση μακράς διάρκειας και χαμηλής έντασης. Επικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, όπως οι μυθιστορηματικές συρράξεις του Τζέιμς Μποντ με τους πράκτορες του υπαρκτού σοσιαλισμού στα πρώτα έργα του Ιαν Φλέμινγκ («Από τη Ρωσία με αγάπη», «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν», «Μουνρέικερ»), απείχαν από την πραγματικότητα παρασάγγας και σταδίους και οι αληθινές επιτυχίες της μίας ή της άλλης πλευράς παρέμεναν κρυφές για δεκαετίες. Γεγονός είναι ότι η KGB, από τη στιγμή που υποβιβάστηκε συμβολικά το 1954 από «υπουργείο» σε «απλή» επιτροπή στον απόηχο του θανάτου του Στάλιν τον Μάρτιο του 1953 και της εκτέλεσης του διαβόητου τσάρου των υπηρεσιών ασφαλείας Λαβρέντι Μπέρια τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, κατόρθωσε να κερδίσει τον σεβασμό των αντιπάλων της – όχι για τις αδίστακτες μεθόδους της στο εσωτερικό, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, αλλά για τις εκλεπτυσμένες τεχνικές της στην κατασκοπεία. Μέτρο της αξίας της δεν ήταν τόσο η στρατολόγηση των διάσημων ονομάτων (Κιμ Φίλμπι και η υπόλοιπη ομάδα των «Πέντε του Κέιμπριτζ» που αποκαλύφθηκαν το 1963 ή Ολντριτζ Εϊμς και Ρόμπερτ Χάνσεν, οι «τυφλοπόντικες» σε CIA και FBI έως το 1994 και το 2001 αντίστοιχα) όσο η προσέλκυση ανθρώπων που περνούσαν «κάτω από το ραντάρ»: της 87χρονης Μελίτα Νόργουντ από το Μπέξλεϊχιθ του Λονδίνου, της αρχαιότερης των σοβιετικών κατασκόπων στη Βρετανία, και του αστυνομικού Τζον Σίμοντς, επιφορτισμένου με το καθήκον να «σαγηνεύει» γυναίκες προκειμένου να αποσπά ψήγματα γνώσης. Οταν η δράση του μαθεύτηκε το 1999, μετά την έκδοση του βιβλίου «The Sword and the Shield» του Κρίστοφερ Αντριους, βασισμένου στο τεράστιο αρχείο που ο Βασίλι Μιτρόκιν, ταγματάρχης της KGB, έφερε μαζί του κατά την αποστασία του στη Βρετανία το 1992, ο Σίμοντς δήλωσε: «Θα συνιστούσα να μπείτε στην KGB για να δείτε τον κόσμο – και πρώτη θέση, μάλιστα. Εγώ πήγα παντού […], στα καλύτερα ξενοδοχεία, στις καλύτερες ακτές. Είχα πρόσβαση σε όμορφες γυναίκες, απεριόριστο φαγητό, σαμπάνια, χαβιάρι, πέρασα υπέροχα».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος