Στα Χαυτεία με τον Γιάννη Γκανά

Στη νέα ατομική έκθεσή του ο γνωστός εικαστικός αναφέρεται σε μια αγαπημένη γεωγραφία της Αθήνας, αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη σχέση του με την πόλη και τους χώρους της.

Μια πινακίδα του εμπορικού κέντρου Atrium στη Χαριλάου Τρικούπη με τα γράμματα νέον να έχουν λιώσει και να κρέμονται από τα καλώδιά τους θυμίζει μια εποχή που πλέον πολλοί έχουμε ξεχάσει. Είναι μια σιωπηλή μαρτυρία του χρόνου ο οποίος είναι αμείλικτος: η πρόσοψη του κτιρίου είχε καταστραφεί από φωτιά στη διάρκεια επεισοδίων.

Αυτό κάνει η δουλειά του Γιάννη Γκανά, η οποία είναι μια προσωπική αναμέτρηση με τη μνήμη και την αστική γεωγραφία: μας καλεί κι εμάς να αναστοχαστούμε επάνω στη δική μας σχέση με την πόλη και τις αλλαγές της. Με μια κλινική αλλά ταυτόχρονα χειροτεχνική προσέγγιση, που εμπεριέχει έντονο συναίσθημα πίσω από την ψυχρή επιφάνεια, επιχειρεί να αποτυπώσει την ένταση των εμπειριών του με τον χώρο, δημιουργώντας έναν βαθύ διάλογο με το παρελθόν και το παρόν της Αθήνας. Ανέκαθεν το έκανε, όπως όταν, για παράδειγμα, προκειμένου να προπονηθεί για τον πρώτο του μαραθώνιο είχε «οικειοποιηθεί» το Καλλιμάρμαρο ως το δικό του «τοπίο μέσα στην πόλη».

Ή όπως όταν αποτύπωνε τους δρόμους που έχει διανύσει, εστιάζοντας στις μεταβαλλόμενες αλλά τελικά παρόμοιες προσόψεις των κτιρίων τις οποίες παρομοίαζε με το δέρμα ενός φιδιού σε μια διαδικασία αέναης αλλαγής και ανανέωσης που όμως διατηρεί κάτι σταθερό στην ουσία της. Οπως τότε έτσι και τώρα τα έργα που παρουσιάζει στη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Eleftheria Tseliou Gallery ενσωματώνουν ιστορίες και συναισθήματα και ενώνονται υπό τον γενικό τίτλο «Χαυτεία». Εχουν δηλαδή ως σημείο αναφοράς την περιοχή πέριξ της Ομόνοιας.

Η μυθική Αθήνα του Γκανά

«Αυτό που μου αρέσει πολύ στα Χαυτεία είναι ότι πρόκειται για μια πολύ παλιά και πολύ αναγνωρίσιμη περιοχή της Αθήνας, ένα σημείο συνάντησης δίχως ξεκάθαρο γεωγραφικό όριο. Ξεκίνησε με το καφενείο του Χαύτα, όμως άλλοι σου λένε φτάνει μέχρι το Ρεξ, άλλοι μέχρι την Κλαυθμώνος, άλλοι ότι πάει προς την Αιόλου. Δεν εστιάζω στην παρακμή ή στις βίαιες αλλαγές που υφίστανται τα Χαυτεία μαζί με το υπόλοιπο κέντρο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι εκεί βρίσκω ή ξέρω πως υπάρχουν (ακόμη και αν δεν ισχύει) πράγματα από την Αθήνα στην οποία μεγάλωσα, είναι ένας τόπος μυθικός, με ασαφή χρονικά και γεωγραφικά όρια, που επιτρέπει να υπάρχει μια εκδοχή μου της Αθήνας και της ζωής των ανθρώπων της.

Είναι οι επιγραφές, τα μαγαζιά, τα μεταλλικά κουφώματα, τα τζάμια που είναι βαμμένα από μέσα και το συναισθηματικό φορτίο των ανθρώπων που τα έφτιαξαν και που τα ζουν» θα εξηγήσει. Μια υλική γεωγραφία για τον Γκανά, ο οποίος δεν έζησε ποτέ στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά κυκλοφορούσε συχνά σε αυτήν από όταν ήταν παιδί, είτε με τον πατέρα του, τον γνωστό ποιητή Μιχάλη Γκανά (1944-2024), είτε με τη μητέρα του, την επίσης γνωστή εκδότρια Πόπη Γκανά. Αλλωστε οι γνώστες του έργου του πατρός Γκανά θα έχουν ήδη αντιληφθεί ότι υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στον τίτλο της έκθεσης και το ποίημά του «Χαυτεία» από τη συλλογή «Μαύρα Λιθάρια».

«Είναι μια αναφορά σε ποιήματά του σαν κι αυτό ή σαν το «Στο Σου Μι Τζου», που είχαν κάνει τραγούδι με τον Νίκο Ξυδάκη. Κάπως το είχα στο μυαλό μου ότι εκεί πάνε οι μεγάλοι, στα Χαυτεία, στο Σου Μι Τζου, υπήρχαν τέτοιες κωδικοποιημένες πληροφορίες στο κεφάλι μου μεγαλώνοντας. Αυτό που με ενδιέφερε στο ποίημα «Χαυτεία» είναι ότι ο πατέρας μου περιγράφει την αγάπη του για την Αθήνα, ένα συναίσθημα που διαμορφώθηκε βαθμιαία, γιατί όταν είχε πρωτοέρθει από την Ηπειρο δεν του άρεσε καθόλου».

Φόρος τιμής στους αθάνατους

Αυτή η συναισθηματική διάσταση δεν ήταν επιτηδευμένη και σε καμία περίπτωση δεν έχει μελοδραματικό χαρακτήρα. Ο Γιάννης Γκανάς δούλευε τα έργα τον τελευταίο έναν με ενάμιση χρόνο και ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή πριν από περίπου έναν μήνα. Ούτε υπάρχει κάποια ρητή αναφορά στον θάνατό του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άλλων προσώπων
– του Κύριλλου Σαρρή, του νεότατου ποιητή Δημήτρη Ελευθεράκη, ενός εξαδέλφου και του παππού του –, η ημερομηνία αποχώρησης των οποίων έχει τυπωθεί σε ετικέτες με ένα μηχάνημα DYMO, καθ’ ότι προ εκτυπωτών «στην Αθήνα που μεγάλωσα η συντριπτική πλειονότητα των ονομάτων στα κουδούνια ήταν γραμμένα με αυτόν τον τρόπο», όπως θα πει. Κάθε μία από αυτές κρέμεται από μικρές πετονιές σε έναν πίνακα όπου έχει ζωγραφίσει μια αγαύη (αθάνατος), συγκεκριμένα το άνθος της. Ενα φυτό που τον «συντρόφευε» σε ένα σημείο στου Φιλοπάππου, στη διάρκεια της καραντίνας, ένα δικό του δωμάτιο στη φύση, μια δική του «εκκλησία».

Υπάρχει ωστόσο ένα έργο, μια πύλη, ένα σκοτεινό αλλά όχι ζοφερό πέρασμα, στεφανωμένο με τα βάγια που στολίζουν τις εκκλησίες το Πάσχα. «Δεν είμαι θρήσκος, αλλά έχω πίστη στην πίστη και στα τελετουργικά, γιατί πιστεύω ότι έχουν βάρος και ουσία. Ηταν άλλη μια εικόνα που παρατηρούσα και σημείωνα». Διότι ο Γκανάς λειτουργεί με εικόνες που έχει καταγεγραμμένες στο μυαλό του ή με τη φωτογραφική του μηχανή, νοερές και υλικές σημειώσεις που συγκεντρώνει σαν αρχείο μέχρι να έρθει η ώρα να βρει τον τρόπο να εκφράσει όσα θέλει να πει για τη σύνδεσή του μαζί τους ή με άλλες σκέψεις και προβληματισμούς του.

Παντρεύοντας δύο κόσμους

Το ενδιαφέρον και πρωτότυπο στην περίπτωσή του είναι ότι αυτές οι «σημειώσεις», οι οποίες συχνά μετατρέπονται σε έργα, δεν συνδέονται απαραίτητα με μια κοινή τεχνοτροπία, δεν φέρουν μια σταθερή ή αδιαπραγμάτευτη υπογραφή. Αντίθετα, χαρακτηρίζονται από ευελιξία και μεταβλητότητα, κάτι που επιτρέπει στον Γκανά να ενσωματώνει ποικίλες μορφές και ιδιώματα στα έργα του. «Ολοι οι καλλιτέχνες καταλήγουν να έχουν κάποιο στυλ αναπόφευκτα, παρ’ όλα αυτά, εμένα η πρόθεσή μου είναι να έρχομαι αντιμέτωπος με την ένταση της κάθε εικόνας που «σημειώνω» και συναισθητικά να οδηγούμαι στα υλικά τα οποία θα αποδώσουν την αίσθηση που θέλω να αποπνέουν. Οταν ξεκινάω να ζωγραφίσω δεν σκέπτομαι κάποια συγκεκριμένη τεχνική ή ένα στυλ. Δανείζομαι ή επινοώ τεχνικές και υλικά από διάφορους χώρους και πρακτικές που μου επιτρέπουν να μεταδώσω πώς μου παρουσιάστηκε και εμένα η κάθε εικόνα. Κάθε έργο έχει τη δική του τεχνική, τα δικά του υλικά, και αυτά, με τη σειρά τους, τις δικές τους αντοχές και ειδικό φορτίο, πράγματα με τα οποία μού είναι σημαντικό να πειραματίζομαι».

Υπάρχει λοιπόν η δυσδιάστατη ζωγραφική προσέγγιση, όπως στην περίπτωση του πίνακα με τον Αθάνατο, υπάρχει και η ζωγραφική που έχει γλυπτικό βάθος, καθώς την αποτυπώνει επάνω σε δύο επιφάνειες. Ενα υπόστρωμα – μέταλλο, αλουμίνιο – και τη διάφανη επιφάνεια – γυαλί, πλέξιγκλας – που στηρίζεται από την κορνίζα του έργου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Γκανάς έχει γαλουχηθεί καλλιτεχνικά από έναν γλύπτη και έναν ζωγράφο, τον Γιώργο Λάππα και τον Γιώργο Χατζημιχάλη. «Ηθελα από πάντα να κάνω ζωγραφική, όταν όμως μπήκα στην ΑΣΚΤ αναζήτησα τον καλύτερο καλλιτέχνη της σχολής εκείνη την εποχή, ο οποίος για εμένα ήταν ο Λάππας» θα εξηγήσει. Παράλληλα, από το δεύτερο έτος της σχολής ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός στο εργαστήριο του Γιώργου Χατζημιχάλη μέχρι και την ολοκλήρωση της αναδρομικής του στο ΕΜΣΤ (2001). Ετσι, κατάφερε να αντλήσει τα καλύτερα στοιχεία και από τους δύο κόσμους, δίχως να χρειαστεί να «προδώσει» τον έναν για τον άλλον.

INFO

«Χαυτεία»: Eleftheria Tseliou Gallery (Ηρακλείτου 3, Κολωνάκι), έως τις 11 Ιανουαρίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.