Είχε, νοµίζω, κάθε ελληνική οικογένεια µια θεία αυτού του είδους ή και περισσότερες: την αυστηρή, την ξινή, την αντιπαθητική, τη φαρµακόγλωσσα, που δεν χαριζόταν σε κανέναν και που όλοι βαρούσαν προσοχή µπροστά της. Ηταν συνήθως µαυροντυµένη. Πενθούσε ισοβίως τον αποχωρήσαντα συµβίο «που έφυγε και µε άφησε να παλεύω µόνη», ο οποίος όταν ζούσε είχε υποφέρει στο πλευρό της. Αυτό το πένθος περιέφερε µαζί της όπου και αν πήγαινε και – µοιράζοντας επικριτικά σχόλια και απαγορεύσεις – προσπαθούσε να το επιβάλει σε όλους. Στις αδελφές της: «Μα είναι ρούχο αυτό για γυναίκα της ηλικίας σου; Βάλε κάτι πιο σοβαρό». Στους άνδρες τους: «Το ζώο η γυναίκα σου τρέχει όλη µέρα για να τα έχεις όλα έτοιµα και εσύ ξύνεσαι στα καφενεία!». Στα ανίψια της: «Χαραµοφάηδες και παράσιτα σαν τον µπαµπά σας θα γίνετε αν συνεχίσετε έτσι, το υπογράφω». Ηταν η θεία που πρώτη σχολίαζε αρνητικά το φαγητό που της σερβίριζαν («ανάλατο είναι»), που επέβαλλε την αυστηρή νηστεία («Σε αυτό το σπίτι τη Μεγάλη Παρασκευή λάδι δεν τρώµε! Δεν είµαστε Ιεχωβάδες!»), που απαγόρευε την ανεµελιά («Να πάτε να διαβάσετε και να αφήσετε τα παιχνίδια! Διαβάσατε; Να ξαναδιαβάσετε, καλό θα σας κάνει!»), που επέβαλλε τα δικά της γούστα («Καλέ, βγάλτε τα ποδόσφαιρα, αρχίζει το σίριαλ!»), και που φρόντιζε να δηµιουργεί σε όλους τύψεις κάθε φορά που καταλάβαινε πως πήγαιναν λίγο να χαρούν, να ευτυχήσουν. Περίµενα πως όπως χρόνο µε τον χρόνο η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια εκλείπει, έστω αλλάζει, έτσι καιαυτού του είδους οι παραδοσιακές θείες-δηλητήριο θα εξέλιπαν µαζί της. Πως οι νέες γενιές θα γλίτωναν από την ξινίλα και το φαρµάκι τους. Οµως τις βλέπω να πολλαπλασιάζονται στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και να λειτουργούν πάντα ως αυτόκλητοι δικαστές που κρίνουν ακατάπαυστα τους άλλους. Οι οποίοι µε το που βλέπουν τον διπλανό τους να σηκώνει κεφάλι από τη λάσπη της καθηµερινότητάς του, σπεύδουν µε τα φαρµακερά τους σχόλια να του κάνουν πατητή, να του στερήσουν και πάλι το οξυγόνο. Παρατήρησα πολλές τέτοιες συµπεριφορές µεταξύ άλλων και κατά την τραγική περίοδο των πρόσφατων πυρκαγιών, η οποία συνέπεσε µε τις διακοπές πολλών εξ ηµών. Οι φαρµακερές θείες του Διαδικτύου βγήκαν αµέσως απαιτώντας εθνικό πένθος µε αναρτήσεις όπως «Σταµατήστε επιτέλους να ανεβάζετε φωτογραφίες µε παραλίες και νησιά!», «Μπορείτε να σκάσετε όλοι εσείς που συνεχίζετε να χορεύετε στα µπιτσόµπαρα;», «Μόνο εγώ θεωρώ τεράστια γαϊδούρια εκείνους που συνεχίζουν να φωτογραφίζουν τις διακοπές τους σαν να µην τρέχει τίποτε;». Οµως, ας το ξεκαθαρίσουµε για να τελειώνουµε: Είµαστε ελεύθεροι να κλαίµε και να γελάµε όποτε θέλουµε και να µοιραζόµαστε τη λύπη ή τη χαρά µας µε όποιους θέλουµε. Δεν θα ζητήσουµε την άδεια από κανέναν για να διασκεδάσουµε, ούτε για να πενθήσουµε. Καθένας κρίνεται βεβαίως από την εικόνα που παρουσιάζει, αυτό όµως δεν σηµαίνει πως τον στήνουµε στον τοίχο και τον πυροβολούµε κάθε φορά που δεν µας αρέσει εκείνο που κάνει. Δύσκολο πράγµα, θα µου πείτε, να κάνουµε τη χαρά των άλλων και δική µας χαρά, όταν έχουµε µάθει να κινούµαστε στα σκοτεινά µονοπάτια του φθόνου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.