Ποια είναι η πρώτη παράσταση που θυμάστε ως παιδί;
«Μεγάλωσα στην Πάτρα και κυρίως βλέπαμε τα έργα που έρχονταν στην πόλη περιοδεία. Η παράσταση που θυμάμαι πιο έντονα – είμαι σίγουρη δηλαδή ότι είχα δει θέατρο και πριν από αυτή – είναι το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» με Καζάκο – Καρέζη. Την Καρέζη τη λάτρευα. Είμαι παιδί της Finos Film. Επειτα, στην εφηβεία, ήρθε η Μάγια Λυμπεροπούλου στην Πάτρα, έγινε το ΔΗΠΕΘΕ και κάπως άλλαξαν τα πράγματα. Ενεπλάκην περισσότερο».
Η ιατρική και το θέατρο πώς συνδυάστηκαν;
«Από παιδί έπαιζα μόνη μου διάφορα μιούζικαλ στο σαλόνι μας και 13 ετών δήλωσα ότι θα γίνω παιδοψυχίατρος. Πάντα συνυπήρχαν αυτά τα δύο μέσα μου, εγώ δεν αναρωτήθηκα ποτέ το πώς και το γιατί. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι λόγοι που πάντα κάποιος κάνει κάτι στη ζωή του. Νομίζω όμως ότι αυτές οι αποφάσεις μου συνδέονται με την περιέργεια που έχω για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την ανατομία τους και για την ανάγκη μου να προσπαθώ να διακρίνω το πλέγμα που μας φέρνει κοντά».
Μετά τις σπουδές σας στην Ελλάδα φύγατε στις ΗΠΑ. Τι θυμάστε από αυτά τα χρόνια;
«Ημουν 24 ετών. Εμεινα εκεί σχεδόν 11 χρόνια. Ηταν μια εποχή δημιουργική. Δεν είχα καμία υποχρέωση πέραν του εαυτού μου. Είχα έναν σύντροφο ζωής, που είναι πλέον και ο σύζυγός μου, και μεγαλώναμε μαζί. Εκανα πολλά πράγματα. Η Αμερική είναι μια χώρα που μπορεί να συνδυάζει το καλύτερο και το χειρότερο μαζί. Είναι μια χώρα που σε βοηθά να εκπληρώσεις τα όνειρά σου αν είσαι εργατικός. Και δεν υπάρχουν στεγανά. Εφευγα από τη δουλειά μου ως ειδικευόμενη γιατρός και πήγαινα και έκανα το μάστερ μου στη σκηνοθεσία. Σε κανέναν δεν φαινόταν περίεργο».
Οταν επιστρέψατε στην Ελλάδα ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε;
«Είδα μια παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού και έπειτα στήθηκα έξω από την πόρτα του και του ζήτησα να γίνω η βοηθός του. Εμεινα κοντά του δύο χρόνια».
Πριν από οκτώ χρόνια, με την παράσταση «Chatroom», ουσιαστικά συστήσατε το εφηβικό θέατρο στην Ελλάδα. Ηταν δύσκολο να παρουσιάσετε στη σκηνή ένα παιδί που σκεφτόταν την αυτοκτονία λόγω διαδικτυακού μπούλινγκ;
«Θυμάμαι τότε είχα δεχτεί αρκετά τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους και προβληματισμούς από τους εκπαιδευτικούς, αλλά έκτοτε έχουμε «γράψει» χιλιόμετρα. Γιατί όλοι καταλαβαίνουμε πλέον ότι αυτά δεν τα φέρνει το θέατρο στα παιδιά, αλλά η ζωή».
Πριν από ενάμιση χρόνο αναλάβατε το Μικρό Εθνικό και μάλιστα εφέτος αποκτάτε και τη δική σας στέγη.
«Ναι, στο ισόγειο του Ρεξ. Ηταν εξαρχής μία από τις προθέσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή Στάθη Λιβαθινού. Είναι σημαντικό να υπάρχει μια σκηνή στο κέντρο της πόλης αφιερωμένη στα παιδιά και στους εφήβους. Και αυτό έχει τίμημα, γιατί εφέτος το Μικρό Εθνικό σηκώνει τέσσερις παραγωγές αλλά και δεκάδες εργαστήρια που απευθύνονται σε παιδιά, εφήβους και εκπαιδευτικούς. Για παράδειγμα, η παράσταση «Η τραμπάλα», σε σκηνοθεσία Σοφίας Πάσχου, απευθύνεται σε θεατές από δύο μέχρι 99 ετών, όπως λέω εγώ».
Στην παράσταση «Το ταξίδι» που σκηνοθετείτε συνεργάζεστε με έναν διαπολιτισμικό θίασο από εφήβους γηγενείς και πρόσφυγες, καθώς και από επαγγελματίες ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Πώς είναι να δουλεύεις με αυτά τα παιδιά;
«Είναι μια παράσταση που στήθηκε μέσα από ένα εργαστήριο και το κείμενο υπογράφουν ο Βαγγέλης Κυριακού και η Αρτεμις Μάνου. Είναι όμως η επιτομή αυτού που ονομάζουμε επινοημένο θέατρο, με έναν θίασο ανθρώπων να συναποφασίζει. Δεν αντιμετωπίσαμε αυτά τα παιδιά σαν κάτι το διαφορετικό. Τα αντιμετωπίσαμε όμως με μια περιέργεια και μια «ανοιχτότητα». Για εμένα θέατρο σημαίνει δράση και μέσα από αυτά τα παιδιά με αυτή την ψυχική ανθεκτικότητα είδα έμπρακτα ότι καμιά φορά το μόνο που σου απομένει και οφείλεις να κάνεις είναι απλά να βάλεις το ένα πόδι μπροστά στο άλλο και να προχωρήσεις προς την επόμενη ώρα της ζωής σου. Γιατί η ζωή οφείλει να προχωρά. Στην κεντρική παράσταση του Μικρού Εθνικού με τίτλο «Ο πρίγκιπας κι ο φτωχός» η Τζούλια Διαμαντοπούλου που έκανε την απόδοση των στίχων στα ελληνικά γράφει: «Μικροί-μεγάλοι, αυτή τη χώρα μπορούμε να κάνουμε άλλη». Kαι αυτό είναι ένα σπουδαίο μήνυμα».
Σε ποιον βαθμό οι έφηβοι επηρεάζονται από την οικονομική κρίση;
«Νομίζω ότι το σοβαρότερο τραύμα της ελληνικής οικογένειας είναι ο νεαρός άνεργος γονιός που αισθάνεται ανεπαρκής απέναντι στο παιδί του. Είναι ένα τραύμα που βιώνει το παιδί και θα κουβαληθεί για δύο-τρεις γενιές ακόμη, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της χώρας».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας γονιός;
«Να πιστέψει ότι μπορεί να είναι τέλειος και να συντριβεί επειδή δεν μπορεί να είναι».
Εσείς, ως μαμά τριών αγοριών, κάνετε λάθη;
«Πολλά. Είμαι μια μαμά που τρέχει… και μέσα στο τρέξιμο μου ξεφεύγουν πολλά».