Παρατηρούσε τα βιβλία στη βιβλιοθήκη µου. «Θα µου δώσεις ένα να διαβάσω;» ρώτησε, «κάποιο που να σου άρεσε και που να το θεωρείς σηµαντικό;». Ποτέ άλλοτε ένα παιδί στην ηλικία της (είναι 21 χρόνων) δεν µου είχε ζητήσει βιβλίο, εννοείται πως δεν µπορούσα να αρνηθώ. Ηµουν εξάλλου ανέκαθεν από εκείνους που άνετα δάνειζαν τα βιβλία τους χωρίς τον φόβο πως θα χαθούν ή θα φθαρούν.

Εν προκειµένω, ήταν δύσκολο να αποφασίσω τι ήταν καλύτερο να της δώσω από µια συλλογή µε πολλά µπεστ σέλερ που οι αναγνώστες της γενιάς µου είχαν «ξεκοκαλίσει», αλλά που για τη δική της γενιά ήταν εντελώς άγνωστα. Τράβηξα από το ράφι τα «Εκατό χρόνια µοναξιά» και τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας» του Μάρκες, που όταν ήµουν στη εφηβεία µε είχαν εντυπωσιάσει.

«Δεν υπάρχει περίπτωση», µε κοίταξε σχεδόν σοκαρισµένη, «είναι τεράστιο». Λογικό. Μαθηµένη στις ταχύτητες της νέας εποχής, επιδέξια στο να σκρολάρει αστραπιαία και να αλλάζει σελίδα στο Διαδίκτυο ανά δευτερόλεπτο χωρίς καλά-καλά να έχει διαβάσει τι γράφει, πάθαινε πανικό µπροστά σε ένα µεγάλο µυθιστόρηµα που της ζητούσε να συγκεντρωθεί, να του αφοσιωθεί. Δεν έχει ούτε τον τρόπο, ούτε την υποµονή να το διαβάσει. Ούτε εγώ θα την είχα αν είχα γεννηθεί µε ένα tablet και µε ένα έξυπνο κινητό στο χέρι, περνώντας µε ταχύτητες φωτός από Facebook σε Instagram, από εκεί σε TikTok ή σε ό,τι άλλο υπόσχεται εύκολη ψυχαγωγία.

Θυµάµαι την ευλάβεια µε την οποία είχα πρωτοδιαβάσει τα «Εκατό χρόνια µοναξιά». Eχοντας φωτοτυπήσει τη σελίδα µε το γενεαλογικό δέντρο των δεκάδων πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών του µυθιστορήµατος για να την έχω πάντα µπροστά µου, να µην µπερδεύοµαι µε τα πολλά ονόµατα, και να µπορώ να παρακολουθώ πιο εύκολα την υπόθεση. Hθελαν υποµονή και σύστηµα βιβλία όπως αυτό. Και επιµονή ώσπου να καταλάβεις «τι θέλει να πει ο ποιητής» και να µπεις στον κόσµο του. Eπειτα κυλούσαν σαν νεράκι.

Αυτή την επιµονή/υποµονή σήµερα δεν την έχουν τα νέα παιδιά. Υποθέτω θα βρουν, θα έχουν ήδη τον δικό τους τρόπο για να προσεγγίζουν τη γλώσσα, τον γραπτό λόγο. Μπορεί πάλι να µην τα ενδιαφέρει καθόλου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κακό, σίγουρα δεν είναι καλό, καθώς χάνουν, νοµίζω, πολλά. Επέµεινα, λοιπόν: «Δοκίµασε τα «Εκατό χρόνια µοναξιά», είναι και σηµαντικό και ωραίο βιβλίο. Αποκλείεται να µη σου αρέσει».

«Μόνο που σκέπτοµαι πως θα κουβαλήσω τόσο βάρος µε την τσάντα µου αγχώνοµαι» µου είπε. «Γιατί δεν µου το διηγείσαι εσύ µε λίγα λόγια;». Τελικά της έδωσα το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» που έχει µόνο 130 σελίδες. Οταν έφυγε άνοιξα τα «Εκατό χρόνια µοναξιά» και βρήκα µέσα τους λίγη άµµο. Με ξαναείδα έφηβο να τα διαβάζω σε µια παραλία. Στην πρώτη λευκή σελίδα τους είχα γράψει «Τήνος 1980».

Το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» µού επιστράφηκε έπειτα από έναν µήνα. «Σου άρεσε;». «Οχι ιδιαίτερα, δεν το τελείωσα. Γίνεται κάτι στο τέλος;». «Εχει γυριστεί και για τον κινηµατογράφο» της είπα. «Και γιατί δεν µου το λες να κερδίσουµε χρόνο;» γέλασε. Γέλασα κι εγώ µαζί της.