Eίναι ένα κτίριο στιβαρό και στεγάζει τους θησαυρούς τέχνης της Σουηδίας στη μικρή χερσόνησο Μπλαζιεχόλμεν της κεντρικής Στοκχόλμης. Χρειαζόταν όμως μια εξίσου στιβαρή ανακαίνιση και γι’ αυτό παρέμενε κλειστό τα τελευταία πεντέμισι χρόνια προκειμένου να υποστεί το απαραίτητο λίφτινγκ. Πρόσφατα, όμως, το σουηδικό Εθνικό Μουσείο άνοιξε ξανά τις πύλες του στους επισκέπτες καθώς ο βασιλιάς Κάρολος ΙΣΤ’ Γουσταύος έκοψε μια σεμνή, μικρή κόκκινη κορδέλα στην είσοδό του στα μέσα Οκτωβρίου, ενώ ένας ευμεγέθης πορφυρός φιόγκος δέσποζε πάνω από τα κεφάλια των επισήμων αγκαλιάζοντας την πρόσοψη του κτιρίου.
Πλέον το Nationalmuseum είναι ένα οικοδόμημα αισθητά ανάλαφρο και με νέες προσθήκες, με στόχο να προσεγγίσει σημαντικά μεγαλύτερο όσο και νεανικότερο κοινό. Εξ ου και προβλέφθηκε η διαμόρφωση μιας γλυπτοθήκης στο νότιο τμήμα της αυλής του μουσείου, η οποία είναι λουσμένη στο φως χάρη στην καινούργια, πυραμιδοειδή, γυάλινη οροφή. Ή η δημιουργία ενός χώρου ονόματι «The Treasury», όπου στεγάζονται πλέον μικρά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα 600 μινιατούρες πορτρέτων επιφανών προσωπικοτήτων και μια συλλογή από κοσμήματα που αποκτήθηκε πρόσφατα. Τέλος, το μουσείο μπορεί να καυχιέται και για το νέο του café-εστιατόριο 300 θέσεων, ένα ιδανικό meeting point για τους φιλότεχνους της πόλης. Στην ουσία πρόκειται για ένα εναλλακτικό «living room» που προέκυψε από τη συνεργασία σουηδών ντιζάινερ (Μάτι Κλενέλ, TAF Studio, Καρίνα Σεθ Αντερσον και Στίνα Λέφγκρεν), οι οποίοι ταξίδεψαν μαζί στις σκανδιναβικές χώρες και αλίευσαν κι άλλους ομοτέχνους του (περίπου 30 τον αριθμό). Οι ίδιοι ήρθαν σε επαφή και με μικρές εταιρείες παραγωγής αντικειμένων, προκειμένου να δημιουργήσουν έναν χώρο που αντανακλά τις σχεδιαστικές επιδιώξεις του νέου αίματος των δημιουργικών ανθρώπων της περιοχής.
Εξάλλου, είναι η πρώτη φορά που γίνεται ολική ανακαίνιση στο Εθνικό Μουσείο απ’ όταν πρωτάνοιξε τις πόρτες του το 1866, οπότε έπρεπε αυτή να είναι εντυπωσιακή, έστω με τον σουηδικό διακριτικό τρόπο. Είμαστε σίγουροι ότι τηρήθηκε η περίφημη σουηδική «φειδώ» όσον αφορά και στην οικονομική διαχείριση και καθεμία από τις 1,2 δισ. σουηδικές κορόνες (περίπου 116 εκατ. ευρώ) που απαιτήθηκαν για την ανακαίνιση ξοδεύτηκαν με σοφία.
Την ευθύνη τής εκ βάθρων ανακαίνισης φέρει το αρχιτεκτονικό γραφείο Wingårdhs and Wikerstål Arkitekter και χάρη σε ορισμένες αποφασιστικές κινήσεις το κτίριο του 19ου αιώνα κατακτά πλέον δικαιωματικά και τον 21ο. Οι σουηδοί ιθύνοντες ήθελαν να σεβαστούν τον αρχικό σχεδιασμό του πρώσου αρχιτέκτονα Αουγκουστ Φρίντριχ Στίλερ (δημιουργός και του Neues Museum στο Βερολίνο), ο οποίος το δημιούργησε εμπνευσμένος από την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική του ιταλικού Βορρά. Μαζί λοιπόν με το νεοϋορκέζικο γραφείο Joel Sanders Architect που ανέλαβε τον σχεδιασμό των εκθεσιακών χώρων και με τη συνδρομή των σουηδών ντιζάινερ Χένρικ Βίντενχαϊμ και Αλμπερτ Φρανς-Λάνορντ φρόντισαν να ανοίξουν περισσότερα από 300 παράθυρα, πολλά από τα οποία παρέμεναν ερμητικά κλειστά από τη δεκαετία του ’30. Το κτίριο γέμισε φυσικό φως, προβλέφθηκε η εγκατάσταση νέου φωτιστικού συστήματος, ενώ παράλληλα οι τοίχοι βάφτηκαν σε έντονα χρώματα που κυμαίνονται από το καναρινί έως το βαθύ κόκκινο και από το τιρκουάζ έως το απαλό μοβ. Καθεμία από τις αποχρώσεις που χρησιμοποιήθηκαν είναι μια άμεση αναφορά στο αρχικό κτίριο του Στίλερ.
Το κτίριο του Εθνικού Μουσείου είχε οικοδομηθεί μεταξύ 1844 και 1866 και στις δεκαετίες που ακολούθησαν άλλαξε πολλές φορές μορφή και η εκάστοτε διεύθυνση πρόσθετε νέα επίπεδα μέσα σε αυτό. Ενδεικτική είναι μια μικρή επέκτασή του τη δεκαετία του ’60 προκειμένου να φιλοξενήσει τα workshops του μουσείου. Η τωρινή ανακαίνιση είχε πάντως στόχο να αφαιρεθούν όλα αυτά τα επιπρόσθετα στρώματα και να δημιουργηθεί ένα μοντέρνο περιβάλλον με σεβασμό στην αρχική αρχιτεκτονική αλλά με τρόπο ώστε να προβάλλεται καλύτερα η τέχνη. Πλέον το μουσείο έχει τη δυνατότητα να εκθέσει 5.000 έργα, ενώ πριν από την ανακαίνιση αυτός ο αριθμός έφτανε μετά βίας τα 1.700. Παρεμπιπτόντως, η συλλογή του μουσείου αριθμεί σχεδόν 700.000 εκθέματα. Πίνακες, γλυπτά και χαρακτικά απ’ όλη την Ευρώπη που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα έως τον 20ό και δείγματα εφαρμοσμένων τεχνών και ντιζάιν από τον Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα. Σε αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται έργα Ρέμπραντ και άλλων ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα, αλλά και ορισμένα πολύ σπουδαία έργα της τέχνης του 18ου και 19ου αιώνα, όπως πίνακες του Αντουάν Βατό και των Σουηδών Καρλ Λάρσον και Καρλ Φρέντρικ Χιλ.
Τα προς έκθεση αντικείμενα διανέμονται σε δύο επίπεδα μέσα στο μουσείο. Στο δεύτερο παρουσιάζονται η ζωγραφική και η γλυπτική. Στο πρώτο επίπεδο περιλαμβάνονται κυρίως χειροποίητα αντικείμενα made in Sweden, έπιπλα, αντικείμενα αργυροχρυσοχοΐας, κεραμικά, υφάσματα, βιβλία αλλά και πορσελάνες
– πολλές πορσελάνες, καθώς η συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει περί τις 35.000 της επωνυμίας Gustavsberg, οι οποίες παρήχθησαν στο ομώνυμο εργοστάσιο από τη δεκαετία του 1830 έως το 1994.
– πολλές πορσελάνες, καθώς η συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει περί τις 35.000 της επωνυμίας Gustavsberg, οι οποίες παρήχθησαν στο ομώνυμο εργοστάσιο από τη δεκαετία του 1830 έως το 1994.
Προκειμένου να δοθεί επισημότητα στα νέα «εγκαίνια» του μουσείου, το κοινό θα μπορεί να περιηγηθεί σε μια σειρά από περιοδικές εκθέσεις. Κατ’ αρχάς, σε μια επιλεκτική παρουσίαση 5.000 αντικειμένων και έργων τέχνης της συλλογής. Αλλά και σε μια έκθεση αφιερωμένη στο έργο του αμερικανού πορτρετίστα Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ (1856-1925) ή σε μια παράθεση των χειροποίητων πρωτότυπων αντικειμένων που δώρισε στο Μουσείο η σουηδική εταιρεία ντιζάιν A&E Design το 2015. Πρόκειται για μια εταιρεία που ιδρύθηκε το 1968 και έκτοτε έχει σχεδιάσει ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως αποδείχθηκαν, χρηστικά αντικείμενα – όπως μια βούρτσα για τα πιάτα η οποία έχει πουλήσει 67 εκατομμύρια κομμάτια, άλλη μια απόδειξη ότι ο έξυπνος και σώφρων σουηδικός σχεδιασμός αποφέρει συνήθως τα μέγιστα.