Αν αρχίσει κανείς να αναζητεί δηλώσεις που η Σίντι Κρόφορντ έχει κατά καιρούς κάνει, θα δει ότι αυτή η γυναίκα, που ανήκει στην ελίτ του μόντελινγκ της δεκαετίας του 1990 (τότε βρέθηκε στο peak της καριέρας της, μαζί με τη Λίντα Εβαντζελίστα, την Κλόντια Σίφερ, την Κρίστι Τέρλινγκτον, την Ελενα Κρίστενσεν, την Τατιάνα Πάτιτζ και τη Ναόμι Κάμπελ, μεταξύ άλλων), υπήρξε τόσο ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και καλοπληρωμένα top models της γενιάς της όσο και ένα από τα πιο έξυπνα.
Ο αυτοσαρκασμός, το καυστικό χιούμορ και η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Σίντι Κρόφορντ δεν έπαψαν ποτέ να πηγαίνουν χέρι-χέρι με τη μοναδική ομορφιά της, η οποία, την ίδια ώρα, είχε πάντα και μια δόση αυστηρότητας. «Ακόμα και εγώ δεν μοιάζω με τη Σίντι Κρόφορντ όταν ξυπνώ κάθε πρωί» είχε δηλώσει αποδομώντας την αψεγάδιαστη εικόνα της το 1993, την εποχή που μεσουρανούσε στις διεθνείς πασαρέλες και τα editorials.
Γυμνός φεμινισμός
Λίγα μόλις χρόνια πριν από την παραπάνω δήλωση, η Κρόφορντ είχε προκαλέσει θύελλα με την περίφημη γυμνή φωτογράφισή της στο περιοδικό «Playboy», από την οποία πολλοί είχαν προσπαθήσει να την αποτρέψουν. Τότε η Κρόφορντ δεν δίστασε να δηλώσει το προφανές, που όμως λίγοι είχαν προσέξει: «Το όλο νόημα του να είναι μια γυναίκα φεμινίστρια συνοψίζεται στο να έχει το δικαίωμα να κάνει τις δικές της επιλογές».
Αυτή η θρυλική φωτογράφιση, πάντως, επέμενε να την ακολουθεί σε όλη της τη μετέπειτα πορεία. Στο ντοκιμαντέρ «The Super Models» που διατέθηκε στην ψηφιακή πλατφόρμα Apple TV+ από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η 57χρονη σήμερα Κρόφορντ κάνει εκτενή αναφορά στους λόγους για τους οποίους η φωτογράφιση εκείνη την εποχή εθεωρείτο απαγορευτική αλλά και στους λόγους που την ώθησαν στο να αποφασίσει να την κάνει.
Αναφέρει ότι ως «πρόσωπο της Revlon» που εκείνη την εποχή ήταν, είχε μεν την ελευθερία να επιλέγει πράγματα που ήθελε η ίδια να κάνει αλλά η συγκεκριμένη φωτογράφιση ήταν εναντίον της στρατηγικής που το πρακτορείο της την ήθελε να ακολουθεί. Προφανώς επειδή το τολμηρό περιεχόμενο του συγκεκριμένου περιοδικού δεν ήταν «κοινώς αποδεκτό» όπως άλλων τίτλων με εξίσου μεγάλη κυκλοφορία.
Ομως η Σίντι Κρόφορντ ένιωσε την πρόκληση αρκετά ελκυστική («απλώς μου κίνησε το ενδιαφέρον αυτή η ιδέα»), ενώ το γεγονός ότι ο διάσημος αμερικανός φωτογράφος Χερμπ Ριτς επρόκειτο να βρίσκεται πίσω από τον φακό υπήρξε ένας παραπάνω παράγοντας που βάρυνε στην απόφασή της. Και όχι μόνο δεν το μετάνιωσε ποτέ αλλά αργότερα θα δήλωνε ότι θα έπρεπε να είχε κάνει ακόμη περισσότερες γυμνές φωτογραφίσεις, υμνώντας το γυναικείο γυμνό σώμα σε κάθε ηλικία.
Παρ’ ολίγον χημικός μηχανικός
Αυτή η απόφασή της όμως δηλώνει και κάτι παραπάνω: μια ατίθαση, εκτός συμβάσεων πλευρά του χαρακτήρα της, πάντοτε όμως μέσα στο πλαίσιο της ευγένειας και του επαγγελματισμού. Η Σίνθια Αν Κρόφορντ γεννήθηκε στο Ντίκαλμπ του Ιλινόις τον Φεβρουάριο του 1966 και αξίζει να σημειωθεί ότι το 2010, το ντοκιμαντέρ «Who do you think you are?» αποκάλυψε μια μακρινή συγγένειά της με τον συγγραφέα Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, άρα και με τις εγγονές του, Μάριελ και Μαργκό Χέμινγκγουεϊ, που επίσης ήταν μοντέλο. Η Κρόφορντ υπήρξε άριστη μαθήτρια στο σχολείο, έχοντας μάλιστα κερδίσει υποτροφία για να σπουδάσει χημικός μηχανικός στο Northwestern University. H αγαλματένια σιλουέτα και το πανέμορφο πρόσωπό της με τη χαρακτηριστική ελιά πάνω από το άνω χείλος εξέδωσαν με ευκολία το εισιτήριό της για τον κόσμο του μόντελινγκ, τον οποίο κατέκτησε αμέσως, μαζί με το παρατσούκλι «Baby Gia», επειδή θύμισε το μοντέλο Τζία Καράντζι (1960-1986) που κατά τραγική ειρωνεία έφυγε από τη ζωή πολύ πρόωρα (από επιπλοκές του AIDS) την εποχή που η Κρόφορντ έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα.
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ, το MTV και το «εύρωστο σώμα»
Η showbiz μπήκε στη ζωή της στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1989, έναν χρόνο μετά τη γνωριμία της με τον κατά 17 χρόνια μεγαλύτερό της ηθοποιό Ρίτσαρντ Γκιρ, τον οποίο και παντρεύτηκε το 1991, η Κρόφορντ ανέλαβε τον ρόλο της πρώτης παρουσιάστριας του «House Of Style» στο MTV, μιας από τις εξαιρετικά επιδραστικές σε θέματα μόδας εκπομπές της τηλεόρασης. Οι εμφανίσεις της σε διάφορα μουσικά βίντεο έχουν επίσης προκαλέσει αίσθηση (στο «Freedom» του Τζορτζ Μάικλ, στο «Please Come Home For Christmas» του Τζον Μπον Τζόβι), ενώ η ίδια έχει «εμπνεύσει» κορυφαία μουσικά είδωλα όπως ο Prince, που της «αφιέρωσε» το τραγούδι «Cindy C».
Το 1992 υπήρξε διευθύντρια παραγωγής του ντοκιμαντέρ «Cindy Crawford: Shape Your Body Workout», στο οποίο πρωταγωνιστεί η ίδια υμνώντας με λόγια και πράξεις τη σημασία της άσκησης στο ανθρώπινο σώμα. Η υγεία και η σωστή φροντίδα του ανέκαθεν ήταν προτεραιότητα της Κρόφορντ, φιλοσοφία της οποίας ήταν επίσης ότι το κορμί μας είναι μια μηχανή και όπως όλες οι μηχανές πρέπει κανείς να του συμπεριφέρεται σωστά, ώστε να λειτουργεί καλά. «Αυτό που μου αρέσει στο σώμα μου», έχει πει, «είναι ότι είναι δυνατό. Μπορώ να μετακινήσω έπιπλα στο διαμέρισμά μου. Μπορώ να καβαλήσω το άλογό μου. Μπορώ να παίξω μπάσκετ». Μια τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στη ζωή της Σίντι Κρόφορντ υπήρξε ο θάνατος, από παιδική λευχαιμία, του μικρότερου αδελφού της, Τζέφρι. Η Κρόφορντ ήταν μόλις 10 ετών όταν συνέβη η οικογενειακή τραγωδία και όπως ήταν φυσικό δεν ξεπέρασε ποτέ τη δραματική απώλεια. Από τότε που έγινε μοντέλο με εκατομμύρια θαυμαστές δεν σταμάτησε να συγκεντρώνει χρήματα για την έρευνα και την καταπολέμηση της εν λόγω ασθένειας.
Το άλμα στη μεγάλη οθόνη και η παραμονή στο προσκήνιο
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Σίντι Κρόφορντ βρέθηκε σε περίοδο κρίσης. Το 1995 χώρισε με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, ενώ προσπάθησε η ίδια να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και στον κινηματογράφο, με αμφισβητούμενη, όμως, επιτυχία. Το πρώτο, το πιο φιλόδοξο και ουσιαστικά το τελευταίο μεγάλο βήμα της στη μεγάλη οθόνη ήταν η ταινία «Ριψοκίνδυνο παιχνίδι» (Fair Game, 1995) του Αντριου Σαιπς, μια περιπέτεια στην οποία υποδύεται τη σέξι δικηγόρο που αναλαμβάνει να προστατεύσει από την KGB ένας αστυνομικός, o οποίος και την ερωτεύεται (Γουίλιαμ Μπόλντουιν). Από την αρχή τα γυρίσματα αυτής της ταινίας υπήρξαν προβληματικά, με την Κρόφορντ να αναλαμβάνει έναν ρόλο που δεν είχαν δεχθεί η Μπρουκ Σιλντς και η Ντρου Μπάριμορ και για τον οποίο είχαν επίσης συζητηθεί η Τζουλιάν Μουρ και η Τζίνα Ντέιβις.
Το σενάριο χρειάστηκε να ξαναγραφτεί πολλές φορές, ενώ τον Ιούλιο του 1995 ο ηθοποιός Γουέντελ Γουέλμαν κατέθεσε μήνυση εναντίον της εταιρείας παραγωγής Silver Pictures, αναφέροντας ότι το σενάριο ήταν βασισμένο σε ένα δικό του, το οποίο είχε καταθέσει το 1984. Oλα αυτά τα προβλήματα μαζί με τις σκληρές κριτικές που η ταινία δέχθηκε, καθώς και το γεγονός ότι το κοινό δεν έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα στις αίθουσες, είχαν επιπτώσεις στην Κρόφορντ, που απογοητευμένη από την τραυματική εμπειρία αυτής της ταινίας αποφάσισε να βάλει πατήσει φρένο στην κινηματογραφική της πορεία.
Χωρίς να απομακρυνθεί εντελώς, η παρουσία της στη μεγάλη οθόνη ήταν σε δεύτερους ρόλους, όπως αυτός της υπεύθυνης της αίθουσας των VIP στην κινηματογραφική ταινία για το «Studio 54» που γυρίστηκε με τον ίδιο τίτλο το 1998. Την ίδια χρονιά η Κρόφορντ παντρεύτηκε τον αμερικανό επιχειρηματία Ράντι Γκέρμπερ (μεταξύ άλλων είναι συνιδρυτής της μάρκας τεκίλα Casamigos, μαζί με τον «κουμπάρο» του, Τζορτζ Κλούνεϊ) που και ο ίδιος είχε υπάρξει μοντέλο. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, την Κάια, διάσημο μοντέλο (ανακάλυψη του Καρλ Λάγκερφελντ), που διαπρέπει στις διεθνείς πασαρέλες και στα εξώφυλλα των μεγαλύτερων περιοδικών μόδας, και τον Πρίσλεϊ.
Αεικίνητη και διαχρονικά fit, η Κρόφορντ εξακολουθεί να χαρίζει τη λάμψη της σε φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες και νέα επαγγελματικά εγχειρήματα, ενώ εξακολουθεί να κάνει επιλεκτικές συνεργασίες με μεγάλα πολυτελή brands, όπως εφέτος η MCM, για τις ανάγκες της φθινοπωρινής καμπάνιας της οποίας πόζαρε για τον φακό του καταξιωμένου γερμανού φωτογράφου Γιούργκεν Τέλερ. Η παρθενική της συνεργασία με το ίδιο brand πραγματοποιήθηκε το 1996 με φωτογράφο τον Χερμπ Ριτς.