Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ένας βάρβαρος βασιλιάς έφτασε με τον στρατό του στο ελληνικό Ρήγιο (τη σημερινή πόλη Reggio Calabria), στη μύτη της ιταλικής «μπότας». Μπροστά του απλωνόταν η Σικελία, από την οποία τον χώριζε μια στενή λωρίδα θάλασσας. Τόπος πλούσιος και ονειρικός, έγινε ο επόμενος στόχος του βασιλιά, ο οποίος αποφάσισε πάση θυσία να την κατακτήσει.
Ενώ όμως στεκόταν στην παραλία, στα Στενά της Μεσσήνης, και οργάνωνε την επίθεσή του, μια γυναίκα εκπάγλου ομορφιάς πρόβαλε μπροστά του και μαγνήτισε το βλέμμα του. Ηταν η μάγισσα Φάτα Μοργκάνα που είχε το παλάτι της στη Σικελία (άλλος μύθος τη θέλει ετεροθαλή αδελφή του βασιλιά Αρθούρου που κατοικούσε σε παλάτι στον βυθό της θάλασσας). Και που από εκεί προκαλούσε το ομώνυμο οπτικό φαινόμενο το οποίο παρατηρείται ακόμα και σήμερα στην περιοχή, τους αντικατοπτρισμούς που δημιουργούν εξωπραγματικές εικόνες – και που στην πραγματικότητα οφείλονται στη θερμοκρασιακή αναστροφή των ατμοσφαιρικών στρωμάτων.
Αυτή η φορά η Φάτα Μοργκάνα δεν είχε εμφανιστεί για να μεταμορφώσει το τοπίο με τις μαγγανείες της αλλά για να παγιδεύσει τον επίδοξο κατακτητή. Χρησιμοποιώντας, όπως συνήθιζε, τις δυνάμεις της, τον μετέτρεψε σε άβουλο υποχείριο που την ακολούθησε πάνω στο άλογό του όσο εκείνη βυθιζόταν στη θάλασσα, ώσπου να εξαφανιστεί για πάντα στα βάθη της.
Η Σικελία είχε σωθεί. Και ακόμα και σήμερα, νησί των πλούσιων παραδόσεων και των μύθων, υποδέχεται τον τουρίστα για να τον μαγέψει, όχι με την ψυχρή, θανατηφόρα γοητεία της Φάτα Μοργκάνα αλλά με τη ζεστή, μεσογειακή ομορφιά της. Και με τον πανάρχαιο πολιτισμό της, έναν πολιτισμό με έντονη τη σφραγίδα των Ελλήνων που έφτασαν ως εκεί για να χτίσουν λαμπρές πόλεις-λιμάνια και για να τιμήσουν τους θεούς τους ορθώνονταςναούς μεγαλοπρεπείς που στέκουν μέχρι σήμερα.
Η Μεσσήνη των Χαλκιδαίων
Τη Σικελία των Αρχαίων Ελλήνων αναζητούμε και εμείς στο σημερινό ταξίδι μας, ξεκινώντας από το Ρήγιο και από τη Σκύλλα της Καλαβρίας. Από τα στενά που χωρίζουν το νησί από την υπόλοιπη Ιταλία και όπου σύμφωνα με έναν ακόμα μύθο κατοικούσαν τα δύο φοβερά τέρατα, η εξακέφαλη Σκύλλα και η Χάρυβδη (βλ. και ομηρικά έπη), οι οποίες κατασπάραζαν τους περαστικούς.
Πολλούς αιώνες από την εποχή των μυθολογικών πλασμάτων, εμείς μπορούμε να περάσουμε χωρίς φόβο απέναντι με το πλοίο, στη Μεσίνα, την αρχαία Μεσσήνη, που ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. από Χαλκιδαίους. Μία ώρα οδήγησης προς τα νότια από έναν παραθαλάσσιο δρόμο και φτάνουμε στην Ταορμίνα, που στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν Ταυρομένιον. Εκεί, στην ευρύτερη περιοχή, πάλι οι Χαλκιδαίοι είχαν ιδρύσει το 735 π.Χ. μία ακόμα αποικία τους, τη Νάξο της Σικελίας.
Οι κάτοικοι της Νάξου στα χρόνια που ήρθαν ίδρυσαν με τη σειρά τους το Ταυρομένιον. Το αρχαίο θέατρο που άφησαν πίσω τους είναι σημαντικό αξιοθέατο. Το επισκεπτόμαστε. Κάτω από τα πόδια μας αιώνες ιστορίας. Και πάνω από το κεφάλι μας η Αίτνα, το μεγαλύτερο ενεργό ηφαίστειο της Ευρώπης, επιβάλλει την κυριαρχία της θυμίζοντάς μας σε κάθε βήμα μας πόσο μικροί είμαστε μπροστά στο μεγαλείο (και στη μανία) της φύσης.
Από την Κατάνια στις Συρακούσες
Το ταξίδι συνεχίζεται πάντα προς Νότο και έπειτα από μία ώρα είμαστε στην Κατάνια (Κατάνη), τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Σικελίας μετά το Παλέρμο, που και εκείνη ιδρύθηκε από χαλκιδαίους εποίκους τον 8ο αιώνα π.Χ. Το γοητευτικό ιστορικό κέντρο της είναι Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μία ακόμα ώρα με το αυτοκίνητο και βρισκόμαστε στις Συρακούσες, τη γενέτειρα του Αρχιμήδη.
Το αρχαίο θέατρο των Συρακουσών που χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σωζόμενα ελληνικά θέατρα. Το νησάκι της Ορτυγίας, εκεί όπου βρίσκεται το ιστορικό κέντρο των Συρακουσών, υπήρξε και κέντρο της αρχαίας πόλης. Στην Ορτυγία πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους οι Κορίνθιοι που κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. ίδρυσαν τις Συρακούσες.
Με κατεύθυνση τον Ακράγαντα
Η πιο γρήγορη διαδρομή προς το Αγκριτζέντο είναι εκείνη που περνάει πάλι από την Κατάνια. Διαρκεί δυόμισι ώρες. Υπάρχει και μια αρκετά πιο δύσκολη (οι δρόμοι της Σικελίας είναι ιδιαίτερα προβληματικοί), που έχει όμως ενδιαφέρον, γιατί μας «ξεναγεί» και στην ενδοχώρα του νησιού. Ξεκινά από τις Συρακούσες, περνάει από τη Ραγκούζα, μια πόλη που έχει επίσης κηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα, και καταλήγει στον προορισμό μας περνώντας από χωριά και μικρές πόλεις. Στο Αγκριτζέντο φτάνουμε έπειτα από συνολική οδήγηση τεσσάρων ωρών (παρά κάτι).
Και εδώ το ιστορικό κέντρο έχει κηρυχθεί μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ωστόσο ο Ακράγας της αρχαιότητας, μία από τις πιο φημισμένες αποικίες των Ελλήνων, μας ενδιαφέρει κυρίως για την περίφημη Κοιλάδα των Ναών. Εκεί, μεταξύ άλλων, θα επισκεφθούμε το Ιερό της Λακινίας Ηρας, τον ναό του Ηρακλή, τον ναό του Διοσκούρων, τον ναό της Ομόνοιας (ο οποίος απεικονίζεται στο σήμα της UNESCO), τον ναό του Ολυμπίου Διός, τον τάφο του Θήρωνα και πολλές ακόμα αρχαιότητες, σπαρμένες σε περιοχή έκτασης σχεδόν 9,5 τ.χλμ.
Ο Σικελικός Εσπερινός
Η εκδρομή συνεχίζεται με προορισμό τον Σελινούντα που απέχει μιάμιση ώρα. Και εδώ ο αρχαιολογικός χώρος είναι απέραντος. Περιλαμβάνει την Ακρόπολη και οκτώ ναούς, με εκείνους που είναι (πιθανώς) αφιερωμένοι στην Ηρα, στον Απόλλωνα (ή τον Ηρακλή) και στην Αθηνά (ή στον Διόνυσο) να ξεχωρίζουν. Τους επισκεπτόμαστε και συνεχίζουμε κάνοντας στάσεις στον ναό της Σεγέστα (ή της Εγεστας) και στην καστροπολιτεία της Ερυκας (Erice) που πήρε το όνομά της (κατά μία εκδοχή) από τον Ερυκα, γιο του αργοναύτη Βούτη που βασίλεψε εκεί. Στην πόλη εισέβαλαν οι Σικελοί το 1282 (στην επανάσταση που ξεκίνησε από το Παλέρμο κατά τη διάρκεια του Εσπερινού της Δευτέρας του Πάσχα και πέρασε στην ιστορία ως Σικελικός Εσπερινός) και κατέσφαξαν τους Γάλλους που είχαν καταλάβει τη Σικελία.
Στο Παλέρμο, τη μεγαλύτερη πόλη του νησιού, τον Πάνορμο των αρχαίων Ελλήνων, αφιερώσαμε προ μερικών εβδομάδων ένα ξεχωριστό κομμάτι. Από εκεί θα φθάσουμε στην Ιμέρα, την ελληνική αποικία που πέρασε στην ιστορία για τη σύγκρουση Ελλήνων και Καρχηδονίων που έγινε εκεί το 480 π.Χ. (Μάχη της Ιμέρας), την ίδια ακριβώς ημέρα με τη Ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Θα συνεχίσουμε προς τη γραφική και πολυφωτογραφημένη Τσεφαλού, το Κεφαλοίδιον των αρχαίων προγόνων μας, και θα καταλήξουμε στη Μεσίνα από όπου ξεκινήσαμε, χορτάτοι από εντυπώσεις και όμορφες εικόνες. Ετοιμοι να πάρουμε το πλοίο για απέναντι. Εχοντας γνωρίσει μια άλλη Ελλάδα, πολύ μακρινή (όχι τόσο γεωγραφικά όσο χρονικά), αλλά βαθιά συγκινητική και διαχρονικά γοητευτική.