Από την εποχή που ο λόρδος Ελγιν κατέστρεψε τον Παρθενώνα κλέβοντας μέρος των Γλυπτών του που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο (και για την επιστροφή των οποίων επί σειρά ετών έχει γίνει τόσος θόρυβος), ο πειρασμός για την παράνομη απόκτηση αρχαιοτήτων (και όχι μόνο ελληνικών) αυξήθηκε κατά κόρον. Παράλληλα, τα ολοένα αυξανόμενα περιστατικά των λαθρανασκαφών και της αρχαιοκαπηλίας που έλαβαν χώρα ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα πρέπει να έπαιξαν ρόλο στην έμπνευση για τη δημιουργία κινηματογραφικών σεναρίων όπως και αρκετών ντοκιμαντέρ, ανάμεσα στα οποία και το εξαιρετικό «Κύκλωμα» του Ανδρέα Αποστολίδη, που μάλιστα είχε διεθνή απήχηση. Ξαφνικά είδαμε ταινίες φαντασίας στις οποίες οι αρχαιολόγοι είναι οι σταρ, με βασιλιά τους βέβαια τον πολύ Ιντιάνα Τζόουνς, έναν διαχρονικά δημοφιλή ήρωα ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να συνδυάζει την περιπέτεια με την επιστήμη στο πλαίσιο των απίστευτων σεναρίων που στηρίζουν τις μέχρι σήμερα κινηματογραφικές εξορμήσεις του (εφέτος περιμένουμε την πέμπτη κατά σειρά, με τίτλο «Indiana Jones and the Dial of Destiny»).
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο αριθμός των ταινιών μυθοπλασίας που ασχολούνται καθαρά με το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας δεν είναι ιδιαιτέρως μεγάλος, αν και μπορείς να βρεις φιλμ που για διάφορους λόγους άφησαν έντονο αποτύπωμα. Επί σειρά ετών η πιο διάσημη παραγωγή που πραγματεύεται το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας (αν και στην ουσία δεν ήταν παρά ένα μεγάλο love story) ήταν το «Παιδί και το δελφίνι» (Boy on a Dolphin) που γυρίστηκε το 1956 από τον Ζαν Νεγκουλέσκο στην Ελλάδα – κυρίως στην Υδρα, αλλά και σε άλλες εμβληματικές τοποθεσίες όπως η Ακρόπολη, τα Μετέωρα, η Ρόδος, η Δήλος, οι Δελφοί και η Αρχαία Κόρινθος. Η Σοφία Λόρεν υποδύεται τη Φαίδρα, μια Ελληνίδα που αλιεύει σφουγγάρια, η οποία από τη στιγμή που ανακαλύπτει στον βυθό το πολύτιμο αρχαίο άγαλμα ενός αγοριού πάνω σε ένα δελφίνι, θα βρεθεί ανάμεσα σε έναν ιδεαλιστή αμερικανό αρχαιολόγο (Αλαν Λαντ) που θέλει να το παραδώσει στις Αρχές για να μπει σε μουσείο και έναν αδίστακτο βρετανό συλλέκτη έργων τέχνης (Κλίφτον Γουέμπ) που το θέλει για τον εαυτό του με σκοπό το κέρδος. Ομως όλα αυτά δεν έχουν τελικά και τόση σημασία σε μια τουριστική κατά βάση ταινία που ενδιαφέρεται να προβάλει τα ηλιοκαμένα κάλλη της πρωταγωνίστριας τονίζοντας το ειδύλλιο ανάμεσα στην επιβλητική νησιώτισσα και στον αμερικανό αρχαιολόγο υπό τους ρομαντικούς ήχους του «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» που τους τραγουδά στο ταβερνάκι ο Τώνης Μαρούδας χαϊδεύοντας την κιθάρα του.
Το αγόρι στη Σύμη
Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση ταινίας στην οποία η αρχαιοκαπηλία παίζει ρόλο είναι το «Νησί του Πασχάλη», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το «Pascali’s Ιsland» που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην πανέμορφη Σύμη και στη Ρόδο. Ιστορικά, η υπόθεση της ταινίας που σκηνοθέτησε το 1987 ο Βρετανός Τζέιμς Ντίρντεν τοποθετείται στα 1908, στα πρόθυρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη Σύμη παρακολουθούμε τη δράση του Βασίλη Πασχάλη (Μπεν Κίνγκσλεϊ), ενός σιωπηλού, εσωστρεφούς ανθρώπου που λειτουργεί ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό της παρακμάζουσας πλέον Υψηλής Πύλης, τοποθετημένος σε ένα υπό οθωμανική κατοχή ελληνικό νησί από το οποίο στέλνει τις αναφορές του. Εξυπνος άνθρωπος, ο Πασχάλης είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι οι ημέρες ευδαιμονίας των Τούρκων πλησιάζουν στο τέλος τους. Και ενώ περιμένει διακαώς τη στιγμή που θα φύγει από το νησί, θα γνωριστεί με έναν μυστηριώδη βρετανό επισκέπτη, τον Μπόουλς (Τσαρλς Ντανς), ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αρχαιολόγος, παρότι κάθε κίνησή του δηλώνει ότι μάλλον ψεύδεται και ότι τα κίνητρά του μπορούν να θεωρηθούν ύποπτα.
Σε κάθε περίπτωση, ο μυστηριώδης επισκέπτης χρειάζεται έναν μεταφραστή ως μεσάζοντα στις επικίνδυνες συναλλαγές του με τις τοπικές Αρχές, οπότε προσλαμβάνει τον Πασχάλη και κάποια στιγμή ο λόγος για την παρουσία του αρχαιολόγου στο νησί αποκαλύπτεται: είναι το αψεγάδιαστο άγαλμα ενός αγοριού, ένα ανεκτίμητης αξίας, άψογο αρχαιοελληνικό γλυπτό το οποίο ο Μπόουλς θέλει να βγάλει με τη βοήθεια του Πασχάλη από το νησί. Ομως σύντομα τα πράγματα περιπλέκονται και λαμβάνουν απροσδόκητη τροπή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο σκηνοθέτης, που μετέτρεψε ο ίδιος σε σενάριο το ομότιτλο μπεστ σέλερ του Μπάρι Ανσγουορθ, δομεί προσεκτικά την ιστορία του με βάση, κυρίως, την ψυχολογία και τις καλά μελετημένες κινήσεις των βασικών χαρακτήρων, στους οποίους προστίθεται και ένα τρίτο πρόσωπο, μια αυστριακή ζωγράφος που ζει στο νησί και με την οποία ο Πασχάλης είναι κρυφά ερωτευμένος (την υποδύεται η Ελεν Μίρεν).
Ο Απόλλωνας της Γάζας
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, η ταινία «Γάζα, αγάπη μου» («Gaza mon amour», 2020) χρησιμοποιεί το εύρημα της αρχαιοκαπηλίας προκειμένου να κάνει ένα ευρύτερο σχόλιο για την καθημερινότητα στη μικρή λωρίδα γης που λέγεται Γάζα, όπου η ιστορία τοποθετείται. Μάλιστα, το σενάριό της είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία που συνέβη στη Γάζα το 2013, όταν ένας ψαράς βρήκε ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα του Απόλλωνα στη θάλασσα. Το εντυπωσιακό γλυπτό από μπρούντζο κατασχέθηκε από τη Χαμάς λίγο μετά και έκτοτε η τύχη του αγνοείται, όπως και η αυθεντικότητά του (αποτέλεσε μάλιστα το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ «The Apollo of Gaza» το 2018). Με αυτή την αφορμή η ταινία ανοίγει τα φτερά της και αγκαλιάζει τη Γάζα των ημερών μας με έναν πολύ ανθρώπινο τρόπο: ο 60χρονος ψαράς Ισα (Σαλίμ Ντάου), κρυφά ερωτευμένος με τη Σιχάμ (Χιάμ Αμπάς), που δουλεύει στην αγορά με την κόρη της, ανακαλύπτει ένα αρχαίο άγαλμα του Απόλλωνα στα δίχτυα του και ζητεί από τη Σιχάμ να το κρύψει, πιστεύοντας ότι αυτό το άγαλμα θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα. «Ηταν αρκετά σοκαριστικό να συνειδητοποιείς ότι η κυβέρνησή μας δεν είχε ιδέα τι να κάνει με αυτό το άγαλμα, πέρα από το να το θάψει σε κάποιο κελάρι» σχολίαζαν στην εποχή της ταινίας «Γάζα, αγάπη μου» οι νεαροί σκηνοθέτες της, Αραμπ και Ταρζάν Νάσερ, αναφερόμενοι προφανώς στο συμβάν με το αγνοούμενο μπρούντζινο γλυπτό του Απόλλωνα. Δίδυμα αδέλφια, γεννημένα στη Γάζα της Παλαιστίνης το 1988, οι Νάσερ σπούδασαν στη σχολή καλών τεχνών του Πανεπιστημίου Al-Aqsa, όπου γεννήθηκε το πάθος τους για τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Το χιούμορ παίζει άμεσο ρόλο στο ύφος αυτής της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας τους, έστω και αν κάποιες φορές είναι σκοτεινό, ακόμα και πικρό. Η καρδιά της ταινίας, η οποία είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα Cinobo, δεν είναι τόσο το ίδιο το άγαλμα αλλά η σχέση του Ισα με τη Σιχάμ, τα πηγαινέλα τους, τα ραντεβού τους, η εξέλιξη της ιστορίας τους. Οι σκηνοθέτες τα αντιμετωπίζουν σχεδόν σαν χορογραφία, κάτι που εντείνει αυτό το αίσθημα γλυκύτητας και μελαγχολίας.