Η απόσταση που χωρίζει το αεροδρόμιο του Μπιαρίτζ από το Σαν Σεμπαστιάν είναι αρκετά μεγάλη, χρειάζεσαι περισσότερο από μία ώρα αν πάρεις το λεωφορείο, ή μάξιμουμ 45′ αν επιλέξεις λιμουζίνα, σαν αυτή που με περίμενε στις αφίξεις. Ηταν Παρασκευή μεσημέρι, 18 Σεπτεμβρίου, ο ήλιος έλαμπε και συγχρόνως η υγρασία έκανε πάρτι. Αλλά το καταπράσινο τοπίο της Χώρας των Βάσκων, εκεί όπου συχνά έβλεπες αγελάδες να βόσκουν ανέμελα στα λιβάδια και ένιωθες την καθαρότητα του φυσικού περιβάλλοντος στο πετσί σου (ακόμα και με κλειστό το παράθυρο του αυτοκινήτου) σού προκαλούσε μια παράξενη μέθη. Σαν να βρισκόσουν σε κατάσταση νιρβάνας. Ηρεμία με το «καλημέρα».
Το ξενοδοχείο Αrrizul (μια ανάσα από τη νευραλγική λεωφόρο Miracruz) όπου έμεινα για δύο νύχτες προκειμένου να παρακολουθήσω για λίγο το φεστιβάλ κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν (το οποίο επισκεπτόμουν για πρώτη φορά) και να έχω αυτή τη σύντομη επαφή με τον Γούντι Αλεν με αφορμή την ταινία του «Το φεστιβάλ του Ρίφκιν», βρισκόταν στη δεξιά πλευρά μιας πόλης χωρισμένης στα δύο από τον ποταμό Ουρουμέα. Οι δύο πλευρές ενώνονται με μικρές γέφυρες – επομένως η πρώτη, στιγμιαία εντύπωση που μου έδωσε η πόλη ήταν κάτι σαν μια άλλη εκδοχή της Φλωρεντίας, χωρίς βέβαια τις πλαζ: τη Zurriola στη «δική μου» πλευρά, του ξενοδοχείου, και απέναντι, πίσω από το εμπορικό κέντρο της πόλης, τις απέραντες La Concha και Ondarreta.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.