Η Aννα Νετρέμπκο ανέβασε στον εξαιρετικά δραστήριο λογαριασμό της στο Instagram μια φωτογραφία όπου ποζάρει αγκαλιά με τον μαέστρο Μάρκο Αρμιλιάτο, δίνοντας και το στίγμα της τοποθεσίας όπου τραβήχτηκε το ενσταντανέ: «Μονακό, Marco, sarà perché ti amo» γράφει από κάτω (δηλαδή «Μάρκο, θα είναι επειδή σε αγαπώ»), με υπόκρουση την ομώνυμη επιτυχία των Ricchi e Poveri.

Η ομότεχνή της Νίνο Μαχάιτζε ανέβασε στον δικό της λογαριασμό μια φωτογραφία όπου ποζάρει αγκαλιά με τη Νετρέμπκο σημειώνοντας «με αγάπη από το Μονακό» και χρησιμοποιώντας ως μουσική υπόκρουση μερικά μέτρα από την «Μποέμ» του Πουτσίνι. Μήνυμα ελήφθη: Η ρωσίδα σούπερ σταρ, η γεωργιανή πριμαντόνα και ο ιταλός μαέστρος συναντήθηκαν στην Οπερα του Μόντε Κάρλο για την αναβίωση του βεριστικού αριστουργήματος.

Το καστ συμπλήρωνε ο πρώην σύζυγος της Νετρέμπκο, τενόρος Γιουσίφ Εϊβάζοφ. Οι παραστάσεις – όπου η Νετρέμπκο τραγούδησε τη Μιμή και η Μαχάιτζε τη Μουζέτα – είχαν προγραμματιστεί από τις 8 έως τις 13 Νοεμβρίου σε ένα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο. Ακολούθως, στις 15 Νοεμβρίου ήρθε η σειρά της «Τόσκα» του Πουτσίνι, με πρωταγωνιστές τη Μαρία Χοσέ Σίρι και τον Ρομπέρτο Αλάνια.

Η πιο αναμενόμενη όμως βραδιά είναι η αποψινή, η 17η Νοεμβρίου που ο Γιόχαν Κάουφμαν θα εμφανιστεί στο γκαλά «Viva Puccini!», όπου θα τραγουδήσει άριες και τραγούδια του κορυφαίου συνθέτη με αφορμή τη συμπλήρωση, στις 29 Νοεμβρίου, των 100 χρόνων από τον θάνατό του.

Οι τιμές των εισιτηρίων ξεπέρασαν τα 200 ευρώ. Προπωλημένα είναι και τα εισιτήρια του «Hommage à Sinatra» που θα παρουσιάσει στις 2 Δεκεμβρίου ένας άλλος διάσημος καλλιτέχνης, ο τενόρος Βιτόριο Γκρίγκολο.

Η παρέλαση αστέρων θα συνεχιστεί και για τους επόμενους μήνες στην Oπερα του Μόντε Κάρλο. Στο αρχιτεκτονικό κόσμημα του Μονακό που είναι γνωστό και ως Salle Garnier (από το όνομα του δημιουργού του, αρχιτέκτονα Σαρλ Γκαρνιέ) και που μέσα στη μακρόχρονη ιστορία του εξελίχθηκε σε ένα από τα εμβληματικά πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης.

Για την ψυχαγωγία των εστεμμένων

«Η μουσική ζωή του πριγκιπάτου του Μονακό δεν ξεκινά με την κατασκευή της Οπερας του Μόντε Κάρλο» σημειώνει ο δημοσιογράφος και μουσικολόγος Φιλίπ Ταν: «Οπως όλοι οι ευρωπαίοι ηγεμόνες, και οι εκεί πρίγκιπες διατηρούσαν πάντα μία μουσική αυλή.

Ετσι, τον 17ο αιώνα, ο Αντώνιος Α’ του Μονακό (1661-1731), γνωστός για την αγάπη του για τις τέχνες και μεγάλος θαυμαστής της λαμπρότητας και της πολιτιστικής ζωής των Βερσαλλιών, κάλεσε στην αυλή του πολλούς γάλλους μουσικούς.

Φωτογραφία του 1900 δείχνει πώς ήταν η περιοχή του Καζίνο και της Όπερας πριν απ΄π τη σημερινή διαμόρφωσή τους. photo credit @montecarlosbm

Τότε ακούγονταν τα γαλλικά έργα, κυρίως εκείνα του Λιλί, τα οποία είχαν, ως φαίνεται, σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει το ιταλικό ρεπερτόριο. Οι διάδοχοι του Αντώνιου Α’ δεν διατήρησαν το ίδιο υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, και σταδιακά η μουσική ζωή του Μονακό άρχισε να φθίνει.

Η Γαλλική Επανάσταση επέφερε το τελικό χτύπημα, με τους γαλαζοαίματους να φυλακίζονται ή να θανατώνονται, τις μουσικές τους να σιωπούν, το παλάτι να μετατρέπεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο και σε πτωχοκομείο, κ.λπ.».

Κάρολος Γ΄: Ο ηγεμόνας που έβλεπε μακριά

Οι Γκριμάλντι ανέβηκαν ξανά στον θρόνο με τον Ονώριο Δ’ του Μονακό το 1814, χρειάστηκε όμως να περάσουν πολλά χρόνια για να ξεκινήσει η ανάπτυξη της πολιτιστικής ζωής της περιοχής. Ο άνθρωπος ο οποίος στην πραγματικότητα δρομολόγησε τις εξελίξεις ήταν ο Κάρολος Γ’, που όταν το 1856 ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Μονακό, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πόρους αποφάσισε να κατασκευάσει ένα καζίνο στην περιοχή η οποία στη συνέχεια θα ονομαζόταν, προς τιμήν του, Μόντε Κάρλο (το όρος του Καρόλου).

Τα εγκαίνιά του έγιναν τον Ιούλιο του 1865. Για την ψυχαγωγία όλων εκείνων που έσπευδαν στο πριγκιπάτο για να δοκιμάσουν την τύχη τους (και να γεμίσουν χρήμα τα πριγκιπικά θησαυροφυλάκια) δημιουργήθηκε μια ορχήστρα, η οποία με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να μεγαλώνει και να δίνει συναυλίες με απαιτητικά έργα. Το 1866 εγκαινιάστηκε και το θέατρο του καζίνου. Η σκηνή του ήταν μικρή, παράγοντας που δεν επέτρεπε τη διοργάνωση μεγάλων θεαμάτων.

H έναρξη των παραστάσεων έγινε με τη μονόπρακτη οπερέτα του Ζακ Οφενμπαχ «Le 66» στις 10 Δεκεμβρίου 1867. Το ρεπερτόριο περιορίστηκε αρχικά σε ελαφρά έργα, αλλά από το 1873 άρχισαν να παίζονται και ορισμένες όπερες. Το ενδιαφέρον του κοινού ήταν μεγά-
λο. Η ανάγκη για ένα νέο, μεγαλύτερο θέατρο ήταν επιτακτική.

Το αριστούργημα των οκτώ μηνών

Αυτό το θέατρο ξεκίνησε να χτίζει, το 1879, ο διάσημος γάλλος αρχιτέκτονας Σαρλ Γκαρνιέ, ο άνθρωπος που έχει επίσης σχεδιάσει την Οπερα του Παρισιού. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε σε μόλις οκτώ μήνες!

Παρά το βιαστικό της υποθέσεως, το αποτέλεσμα ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα σε στυλ Beaux-Arts. Η Οπερα του Μόντε Κάρλο βρίσκεται στο ίδιο κτίριο με το διάσημο ακόμα και σήμερα Καζίνο του Μόντε Κάρλο, με τους δύο χώρους να διαχωρίζονται μόνο από το φουαγέ. Το λαμπρό εσωτερικό της είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες, γλυπτά και κρυστάλλινους πολυελαίους που εντυπωσιάζουν. Η ακουστική της θεωρείται εξαιρετική.

Οι μεγάλες παραστάσεις

Τα εγκαίνια του θεάτρου έγιναν στις 25 Ιανουαρίου 1879 με γκαλά στο οποίο συμμετείχε απαγγέλλοντας μερικούς στίχους η Σάρα Μπερνάρ. Επειτα από μερικές ημέρες, στις 8 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε η κωμική όπερα του Ρομπέρ Πλανκέτ «Ο ιππότης Γκαστόν», με πρωταγωνίστρια τη Σελεστίν Γκαλί-Μαρί, τη φημισμένη τραγουδίστρια που ήταν και η πρώτη ερμηνεύτρια της «Κάρμεν» του Μπιζέ. Το 1881 είναι έτος-σταθμός για τη Salle Garnier: Η μεγαλύτερη ντίβα της εποχής και μία από τις σπουδαιότερες υψιφώνους στην ιστορία της όπερας, η Αντελίνα Πάτι, κατέφθασε στο πριγκιπάτο για να εμφανιστεί σε όλες τις παραγωγές της σεζόν.

Η Πάτι τραγούδησε τη μία μετά την άλλη τις όπερες «Τραβιάτα», «Ριγκολέτο», «Κουρέας της Σεβίλλης», «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» και «Ντον Πασκουάλε» και αποθεώθηκε. Η Oπερα του Μόντε Κάρλο μπήκε στον χάρτη των σημαντικών ευρωπαϊκών θεάτρων.

Η Μαρί Καρολίν Μιολάν-Καρβάλιο, η πρώτη υψίφωνος που ερμήνευσε τη Μαργαρίτα στον «Φάουστ» και τη «Μιρέιγ» του Γκουνό, ήρθε ακολούθως για να τραγουδήσει τα δύο έργα και τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, το 1880.

Εξωτερική άποψη του εντυπωσιακού κτιρίου που στεγάζει την Όπερα του Μόντε Κάρλο και το εξίσου διάσημο καζίνο του πριγκιπάτου. Photo hemis.fr via AFP-Visualhellas

Το 1883 ξεκίνησε εμφανίσεις η διάσημη ολλανδή υψίφωνος Φιντές Ντέβρις, το 1886 επέστρεψε η  Σελεστίν Γκαλί-Μαρί για την «Κάρμεν» της και για τη «Μινιόν» του Τομά, ενώ το 1890 πρωτοεμφανίστηκε εκεί μία ακόμη μεγάλη σταρ της εποχής, η υψίφωνος Νέλι Μέλμπα. Και ο Χουλιάν Γκαγιάρε, που τότε εθεωρείτο ο καλύτερος τενόρος της γενιάς του, τραγούδησε ξανά και ξανά στο Μονακό.

Συμπρωταγωνιστής του σε μία παραγωγή της όπερας του Ντονιτσέτι «La Favorita» ήταν ο βαρύτονος Βίκτορ Μορέλ, που θα μείνει στην Ιστορία ως ο πρώτος Ιάγος από τον «Οθέλλο» και ο πρώτος «Φάλσταφ» του Βέρντι. Αλλά και ο πρώτος «Οθέλλος» του Βέρντι, ο τενόρος Φραντσέσκο Ταμάνιο, εμφανίστηκε εκεί το 1894.

Το 1902 η Μέλμπα και ο Ενρίκο Καρούζο θριάμβευσαν στην «Μποέμ» και στον «Ριγκολέτο». Στις 10 Φεβρουαρίου 1910 δόθηκε η πρεμιέρα του «Δον Κιχώτη» του Μασνέ με τον μυθικό βαθύφωνο Φιόντορ Σαλιάπιν στον μόνιμο ρόλο.

Η «Amica» του Μασκάνι και ο «Chérubin» του Μασνέ το 1905, «Το χελιδόνι» του Πουτσίνι το 1917 και «Το παιδί και τα μάγια» του Ραβέλ το 1925 είναι τέσσερις ακόμη όπερες που έδωσαν τις παγκόσμιες πρεμιέρες τους στο Μονακό.

Η Μέρι Γκάρντεν, ο Τίτο Σκίπα, η Τζεραλντίν Φαράρ, ο Μπενιαμίνο Τζίλι, η Λίλι Πονς αλλά και η Ρενάτα Τεμπάλντι, η Ροζάνα Καρτέρι, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο είναι μερικοί μόνο από τους σταρ που εμφανίστηκαν στο Μονακό.

Η αίθουσα της όπερας έχει κατά διαστήματα φιλοξενήσει και μεγαλειώδη γκαλά, μεταξύ άλλων τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της ίδρυσης του Μόντε Κάρλο το 1966. Στους εξωτερικού χώρους του κτιρίου έγινε η δεξίωση για τον γάμο του Αλβέρτου Β’ και της πριγκίπισσας Σαρλίν το 2011, με τα βεγγαλικά να γεμίζουν με τα ζωηρά χρώματά τους τον νυχτερινό ουρανό του πριγκιπάτου.

Από τον Ιανουάριο του 2023 την καλλιτεχνική διεύθυνση της Οπερας του Μόντε Κάρλο έχει αναλάβει η διάσημη ιταλίδα μεσόφωνος Τσετσίλια Μπάρτολι, η πρώτη γυναίκα σε αυτή τη θέση.