Δίσκους µουσικής ξεκίνησα να αγοράζω όταν µπήκα στην εφηβεία (δίσκους ακούγαµε τότε). Η πρώτη µου δισκοθήκη περιλάµβανε τις «Μικρές Κυκλάδες» του Μίκη Θεοδωράκη (την εκτέλεση µε τη Σούλα Μπιρµπίλη), το «Χαµόγελο της Τζοκόντας» και τα «Ματωµένος γάµος / Παραµύθι χωρίς όνοµα» του Μάνου Χατζιδάκι, το «Φορτηγό», τον «Μπάλο» και το «Περιβόλι του τρελού» του Διονύση Σαββόπουλου, το «Grease» µε τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον Τζον (αυτό, όπως και κάθε ποπ άλµπουµ, το άκουγα κρυφά για να µη χαρακτηριστώ καρεκλάς), το «Waterloo» και το «Arrival» των ABBA (και αυτά τα ακροαζόµουν στη ζούλα), µια ανθολογία µε τραγούδια των Beatles, το (απαραίτητο) «The Wall» των Pink Floyd, ένα άλµπουµ της Ραφαέλα Καρά που περιλάµβανε το «A far l’amore comincia tu» (ήταν η απόλυτη επιτυχία της εποχής) και τις τρεις πρώτες όπερές µου: την «Τosca» και τη «Madama Butterfly» µε τη Μαρία Κάλλας και την «Τραβιάτα» µε τη Ρενάτα Σκότο. Οι συναντήσεις µε φίλους για να ακούσουµε µουσική (και για να χωριστούµε στα δύο, σε χατζιδακικούς και σε θεοδωρακικούς) ήταν κορυφαία απόλαυση. Ειδικά αν τη συνοδεύαµε µε ένα ταψί από σπιτική πίτσα και λουκανικοπιτάκια από το ζυµάρι της πίτσας που είχε περισσέψει. Eµαθα πολλά τότε, ακούγοντας καλή µουσική µεταξύ πίτσας και εκµέκ (το οποίο έκλεινε τη βραδιά) ή εκείνου του γλυκού µε κρέµα από άνθος αραβοσίτου στη βάση και ζελέ στο πάνω µέρος, που στολιζόταν µε ροζέτες από σαντιγί. Eπειτα από πολλά χρόνια θυµήθηκα ξανά εκείνες τις γεύσεις όταν βρήκα σε µια στοίβα µε παλιούς δίσκους, σε ένα παλαιοδισκοπωλείο, ξαπλωµένες δίπλα-δίπλα τη Ραφαέλα Καρά και τη Ρενάτα Σκότο ως «Τραβιάτα». «Καινούργια παραλαβή», µου είπε ο µαγαζάτορας, «µας έφεραν περισσότερα από 700 κοµµάτια». Σκέφτηκα πως οι δύο φθαρµένοι δίσκοι, τους οποίους πουλούσαν προς τρία ευρώ έκαστο, θα µπορούσαν να ανήκουν στη δική µου συλλογή που εδώ και χρόνια την είχα χαρίσει αλλού. Και πως τελικά δεν ήµουν ο µοναδικός σχιζοφρενής µε το βινύλιο, που µπορούσε να ακούει µέσα στην ίδια ηµέρα το «A far l’amore comincia tu» και το «Sempre libera». Συµπόνεσα τους σκονισµένους και κακοπαθηµένους δίσκους, τους πήρα στα χέρια µου και τους χάιδεψα. Κάποτε, κάποιος, µπορεί να έκανε αιµατηρές οικονοµίες (όπως έκανα κι εγώ) για να τους αποκτήσει. Eπειτα θα στόλιζε µε αυτούς τη βιβλιοθήκη του και θα τους καθάριζε µε τα ειδικά βουρτσάκια και υγρά (που τελικά αποδείχθηκε πως τους κατέστρεφαν). Πού κατέληξαν σήµερα; Στα πατώµατα. Να µην αξίζουν σχεδόν τίποτε. Αυτή είναι η µοίρα των περισσότερων πραγµάτων. Παλιώνουν, αλλάζουν χέρια, καταλήγουν στα σκουπίδια. Η νέα εποχή της τεχνολογίας που όποιο τραγούδι θέλεις το κατεβάζεις από το Διαδίκτυο και το αποθηκεύεις στο iCloud σου, µας γλιτώνει αν µη τι άλλο από τα «βαρίδια» της παλιάς ζωής µας. Από τις µικρές κηδείες που ζούµε όποτε αποφασίζουµε να ξεφορτωθούµε κάτι – εν προκειµένω έναν δίσκο – που κάποτε αγαπήσαµε αλλά που τώρα µάς είναι άχρηστο. Σκέφτηκα να αγοράσω, από λύπηση, τη Ραφαέλα και τη Ρενάτα, για να µη µείνουν εκεί και τις πατήσει κανένας περαστικός. Oµως, δεν έχω πια πικάπ. Τις προσπέρασα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.