«Είχα βαρεθεί να σκοτώνω ψάρια. Ηξερα την άμμο και τα βράχια του βυθού σαν τον κήπο μου. Μόνο καρχαρίες ή μπαρακούντα ή κάτι εξίσου μοχθηρό ήταν πια στόχοι για το ψαροντούφεκό μου. Ετσι, πήρα την απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα να αρχίσω να σκοτώνω ανθρώπους – στο χαρτί, τουλάχιστον».
Τον Φεβρουάριο του 1952, σε ηλικία 44 ετών, o Ιαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ θεώρησε πως ήταν καιρός να δοκιμάσει την τύχη του στη λογοτεχνία. Δεν τον άφηνε να κοιμηθεί το τρόπαιο του αδελφού του Πίτερ Φλέμινγκ, επιτυχημένου ανταποκριτή των «Times», δοκιμιογράφου και ταξιδιωτικού συγγραφέα. «Γράψε ένα μπεστ σέλερ» τον προκαλούσε. «Δεν είναι και τόσο εύκολο» απαντούσε εκείνος. «Σε πάω στοίχημα 100 λίρες ότι εγώ θα μπορούσα να το κάνω». Το στοίχημα έγινε αποδεκτό. Δεν γνωρίζουμε αν πληρώθηκε όταν το πρώτο μυθιστόρημα με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ και τίτλο «Casino Royale» εξαντλήθηκε, το 1953, ή όταν ο «Χρυσοδάκτυλος» ανέβηκε στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων, το 1959, η Γκίλι Φλέμινγκ όμως, ανιψιά του Ιαν, βεβαιώνει ότι καταβλήθηκε.
Tο ανταγωνιστικό πνεύμα όπως και η ακόρεστη σεξουαλικότητα, η πλεγματική σχέση με τη μητέρα του, οι εμπειρίες και οι περιστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία του κορυφαίου λογοτεχνικού κατασκόπου αποτελούν τον πυρήνα της βιογραφίας του Νίκολας Σέξπιρ με τίτλο «Ian Fleming: The Complete Man» (εκδ. Harvill Secker) που κυκλοφόρησε στις αρχές Οκτωβρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι βασικές γραμμές της ζωής του Ιαν Φλέμινγκ είναι γνωστές και κοινές σε όλες τις σχετικές αφηγήσεις: ο Tory βουλευτής πατέρας, στενός φίλος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, που σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο· το Ιτον· οι σπουδές που εγκατέλειψε· η θητεία στο πρακτορείο Reuters· η Ναυτική Υπηρεσία Πληροφοριών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο· οι «Sunday Times» και η διεύθυνση εξωτερικών ειδήσεων· το κτήμα «Goldeneye» και η Τζαμάικα· ο αιφνίδιος θάνατος στα 56. Ολα τα παραπάνω εκτίθενται στα εκτεταμένα αποσπάσματα που δημοσιεύθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου στους «Times».
Μια βιογραφία του Ιαν Φλέμινγκ, όμως, δεν επιτελεί τον ρόλο της αν δεν εμμένει στις λεπτομέρειες – σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες: στις κατασκοπικές του περιπέτειες, στις γυναικοκατακτητικές του επιδόσεις και στον Τζέιμς Μποντ. Συμβάλλοντας και στα τρία πεδία, ο Νίκολας Σέξπιρ δικαιώνεται.
Από το πεδίο στο χαρτί
Η θεωρία που ήθελε τον Φλέμινγκ απλό γραφιά στα χρόνια του πολέμου έχει πλέον εκπέσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν μάχιμος ανά πάσα στιγμή. Η αποστολή του στην εμπόλεμη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940 για συνομιλίες της τελευταίας στιγμής με τις σαστισμένες γαλλικές αρχές, που ήταν έτοιμες να συνθηκολογήσουν με τους ναζί μετά την κεραυνοβόλο γερμανική εισβολή, είναι τεκμηριωμένη.
Λιγότερο γνωστό είναι ότι επέστρεψε τον Ιούλιο του 1944 για να πειθαρχήσει την ομάδα των κομάντος την οποία στο μεταξύ είχε συγκροτήσει και καθοδηγούσε από τα μετόπισθεν για την ανάκτηση επιστημονικών και βιομηχανικών μυστικών από τον εχθρό. Για τον αμερικανό στρατηγό Τζορτζ Σμιθ Πάτον, έναν από τους ήρωες της Απόβασης στη Νορμανδία, η 30ή Μονάδα Εφόδου ήταν «ένα μάτσο ένοπλων άγγλων γκάνγκστερ». Η επίσκεψη του Φλέμινγκ φαίνεται ότι είχε να κάνει όχι μόνο με τις γκανγκστερικές μεθόδους τους αλλά και με τη διαφωνία του να τίθενται άσκοπα οι ζωές τους σε κίνδυνο.
Η προώθησή τους από το συμμαχικό αρχηγείο στην πρώτη γραμμή είχε κοστίσει 8 νεκρούς, 21 τραυματίες και είχε ρίξει το ηθικό, με αποτέλεσμα τις εσωτερικές τριβές: «Ενας Σκωτσέζος έκλεβε στα χαρτιά και κάποιος τον μαχαίρωσε στο χέρι». Οι σκληροτράχηλοι αυτοί πολεμιστές δεν εντυπωσιάστηκαν από τον αριστοκράτη διοικητή τους: «Ο εξωφρενικός Φλέμινγκ που ήξερε τα πάντα για τα πάντα» έλεγε ένας, «ο καταραμένος Φλέμινγκ» που έβρισκε «μη πόσιμο» ένα «απελευθερωμένο» κονιάκ, έγραφε ένας άλλος. Πάντως, αν μη τι άλλο, η παρέμβαση του «ξερόλα» επανέφερε τη μονάδα στην ορθή της χρήση και στην οδό των επιτυχιών: στις 5 Μαΐου 1945 η ομάδα κατέλαβε το εργοστάσιο Βάλτερ στο Κίελο της Βόρειας Γερμανίας, τόπο κατασκευής ενός νέου, ταχύτατου υποβρυχίου, ανακαλύπτοντας μια συλλογή μικροφίλμ με πληροφορίες για μυστικά όπλα – ανάμεσά τους και για το Messerschmitt Me 163, το πρώτο πυραυλοκίνητο αεριωθούμενο.
Ωστόσο, ο Σέξπιρ γνωρίζει πως η βιογραφία του δεν θα διαβαστεί κυρίως για τα πολεμικά αλλά για τα ερωτικά ανδραγαθήματα του υποκειμένου του. Το στόρι ξεκινάει το 1930, όταν ο τότε 22χρονος Ιαν γνώρισε τη 19χρονη Ελβετίδα Μονίκ Πανσό ντε Μποτένς. «Λεπτή, με μαύρα μαλλιά, γαλάζια μάτια και οξεία αίσθηση του χιούμορ, γυναίκα με κουλτούρα», θα τον σαγηνεύσει και θα τον σημαδέψει. Ο αρραβώνας τους κράτησε τρία χρόνια, αλλά ήδη από τα μέσα του 1931 δεχόταν τα διαρκή πυρά της μητέρας του Εβελιν Σεν-Κρουά Φλέμινγκ.
Επειτα από την οριακή επίδοση του Φλέμινγκ στις εισαγωγικές εξετάσεις του Foreign Office που τον έθετε ουσιαστικά εκτός διπλωματίας, εκείνη θεώρησε τη Μονίκ αρνητική επιρροή και τον έφερε μπροστά σε ένα εκβιαστικό δίλημμα: το κορίτσι ή το επίδομα. Οντας εξαρτημένος οικονομικά, ο Ιαν υπέκυψε και ο αρραβώνας λύθηκε τον Οκτώβριο του 1933. Ο Φλέμινγκ δεν μιλούσε ποτέ για τις συντρόφους του, αν πιστέψει κανείς όμως τους λαλίστατους φίλους του, το τραύμα υπήρξε βαθύ. Από τη μια πλευρά άνοιξε ένα αγεφύρωτο χάσμα με την Εβελιν, την οποία θα αποκαλούσε πλέον «η αγία και παραδόξως απεχθής μητέρα μου».
Από την άλλη επηρέασε καθοριστικά τις σχέσεις του με το γυναικείο φύλο, μετατρέποντάς τες σε σχέσεις εξουσίας. Είτε αναζητούσε υποσυνείδητα ένα αντίγραφο της μητέρας του είτε συνειδητά εκδίκηση για τον πόνο του χωρισμού, ο Ιαν εξελίχθηκε σε σειριακό γυναικά. Τα θύματα ήταν κυρίως παντρεμένες, ντεμπιτάντ, χορεύτριες, παρθένες σε ταξί, γόνοι της αριστοκρατίας, όπως η κόρη μιας μαρκησίας γνωστή και ως «το καλπάζον κρεβάτι».
Οι φάσεις ήταν τρεις: «το κυνήγι, η κατάκτηση, η εγκατάλειψη». Στην πρώτη η επίθεση γοητείας συνοδευόταν από γράμματα εκδηλωτικά ως προς το πάθος και υπαινικτικά ως προς τη μορφή που θα έπαιρνε: «Θέλω μόνο να σε κάνω ευτυχισμένη, αλλά και να σε πονέσω γιατί το αξίζεις και να σε εξημερώσω σαν ένα μικρό άγριο ζώο». Η δεύτερη επισφραγιζόταν από καταιγιστικό σεξ. Η τρίτη οριζόταν από την απότομη και πλήρη απώλεια του ενδιαφέροντος γιατί παράλληλα εξελισσόταν ήδη ξανά η πρώτη με κάποια άλλη. Τα ονόματα επωνύμων και ανωνύμων είναι ποταμός: «Ηταν εξαιρετικά δύσκολο για αυτόν να αγαπά οποιαδήποτε με σταθερότητα» σημειώνει ο συνάδελφός του στη Ναυτική Υπηρεσία Πληροφοριών Τεντ Μέρετ.
Τρεις περιπτώσεις ξεχωρίζουν για την (τηρουμένων των αναλογιών) σταθερότητά τους. Η Μίριελ Ράιτ στα μέσα της δεκαετίας του ’30, επαναστάτρια κόρη αριστοκρατών από το Ντάρμπισιρ, μοντέλο, ικανή παίκτρια του πόλο, μπιτ πριν από τον καιρό των μπίτνικ, παρέμεινε για χρόνια πιστή στον Φλέμινγκ παρά τον σκαιό τρόπο με τον οποίο της φερόταν. Η Μοντ Ράσελ στα μέσα της δεκαετίας του ’40, 17 χρόνια μεγαλύτερή του, γυναίκα καλλιεργημένη, μοντέλο των σπουδαίων ζωγράφων Ανρί Ματίς, Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ και Γουίλιαμ Νίκολσον, πάτρονας των τεχνών, σύζυγος του τραπεζίτη Γκίλμπερτ Ράσελ, υπήρξε στενή φίλη και μετά τη σχέση τους.
Ο Ιαν είχε σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο του γάμου και με τις δύο. Η Μίριελ σκοτώθηκε, όμως, σε έναν βομβαρδισμό την άνοιξη του 1944, η Μοντ αντιτάχθηκε στην ιδέα λόγω της ηλικιακής τους διαφοράς. Υπερίσχυσε η Αν Τσάρτερις, σύζυγος του βαρόνου του Τύπου και ιδιοκτήτη της «Daily Mail», λόρδου Ρόδερμιρ, την οποία αυτός απέπεμψε το 1951 εξαιτίας της παράλληλης σχέσης της με τον Φλέμινγκ ο οποίος την παντρεύτηκε το 1952. Στην Τσάρτερις βρήκε έναν μόνιμο συνεργό στο έγκλημα. Οχι απλώς, σύμφωνα με την ίδια, απολάμβανε το σεξ «μόνο αν είναι σχεδόν βιασμός», ήταν και ισάξιά του στην απάτη: όταν αυτός, έπειτα από μερικά χρόνια αποχής, επέστρεψε στις γνωστές του συνήθειες, εκείνη έγινε ερωμένη του ηγέτη των Εργατικών Χιου Γκέιτσκελ. Παρά το ότι οι δικές της απόψεις περί πολιτικής ήταν «ελαφρώς δεξιότερα εκείνων του Αττίλα του Ούννου», ο στέρεος δεσμός τους διατηρήθηκε ως τον θάνατό του, το 1964. Διπλωματικά, ο Φλέμινγκ διακήρυττε ότι «μου αρέσουν όλοι οι εραστές της γυναίκας μου και, επιπλέον, και οι σύζυγοί της».
Βαπτίζοντας τον Μποντ
Πώς ταιριάζει σε όλα αυτά ο Τζέιμς Μποντ; Αφενός, ήταν παιδί του πολέμου. Αυτό που κάνουν καλύτερα από όλους οι συγγραφείς είναι να αναμειγνύουν – εμπειρίες, ιδιότητες, ιδιοσυγκρασίες. Μπορεί ο Ιαν Φλέμινγκ κατά καιρούς να έλεγε σε διάφορους, όπως ο επικεφαλής της Condé Nast Αϊβα Πάτσεβιτς ή ο ζωγράφος Λούσιαν Φρόιντ, πως υπήρξαν πρότυπα για τη διαμόρφωση του Μποντ ως προς την όψη ή τις συνήθειες, ο χαρακτήρας όμως με βεβαιότητα προέκυψε από τα πρόσωπα που ο συγγραφέας συναναστράφηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο διοικητής του, ναύαρχος Γκόντφρεϊ, οι συνάδελφοι του «Δωματίου 39» της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού, οι πράκτορες του πεδίου και ο εαυτός του υπήρξαν τα συστατικά του 007. Αν χρειάζεται επιβεβαίωση για αυτό, ο Σέξπιρ προκρίνει τη λεπτομέρεια της ονοματοδοσίας του.
Το 1941 ο στρατευμένος Πίτερ Φλέμινγκ εκπαίδευε μελλοντικούς αντάρτες, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα. Το ατμόπλοιο «Καλάνθη» με το οποίο αποπειράθηκε να διαφύγει στην Κρήτη βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα κοντά στην Κίμωλο. Σώθηκε από ψαράδες, αλλά αποκλείστηκε στο νησί. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την αποστολή να τον μεταφέρει στην Κρήτη (και ο οποίος το 1944 με το ψευδώνυμο «Χατζής» θα συνόδευε τον Γεώργιο Παπανδρέου στη μυστική μετάβασή του από την Αθήνα στο Κάιρο προκειμένου να ηγηθεί εκεί της εξόριστης από την κατεχόμενη Ελλάδα κυβέρνησης εθνικής ενότητας) λεγόταν Μποντ. Ρόντνεϊ Μποντ. Ηταν το πρώτο όνομα που ήρθε στο μυαλό του Πίτερ όταν, χρόνια αργότερα, ο Ιαν του είπε ότι αναζητούσε όνομα για τον χαρακτήρα του.
Αφετέρου, ο Μποντ ήταν παιδί του ατελέσφορου έρωτα. Υιοθετώντας μια φροϊδική ανάλυση, ο Σέξπιρ συνδέει τελικά την προσωπικότητα του εμβληματικού χαρακτήρα με την ερωτική ζωή του συγγραφέα του. «Μετά τη Μονίκ», γράφει, «ο Φλέμινγκ εκδικείται το γυναικείο φύλο». Παρόμοια είναι και η στάση του πλωτάρχη Τζέιμς Μποντ, ο οποίος από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα αναλώνει λεγεώνες γυναικών, με τη συναισθηματική επένδυση να είναι αυστηρά μονοσήμαντη – από εκείνες προς εκείνον. Επικαλούμενος τη μαρτυρία του Ερνεστ Κούνεο, στενού φίλου του λογοτέχνη, ο οποίος πίστευε ότι ο Μποντ ενσαρκώνει την εκδίκηση του Ιαν για τον πόνο του χωρισμού από τη Μονίκ ντε Μποτένς, ο Νίκολας Σέξπιρ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είκοσι χρόνια μετά, το 1953, ο λογοτέχνης επένδυσε τον κατάσκοπο με τη δική του εργαλειοποίηση του γυναικείου φύλου.
Το επίκεντρο και το νόημα του «Ian Fleming: The Complete Man» είναι ότι στην επέτειο των εβδομήντα ετών από την εμφάνιση του Τζέιμς Μποντ το δημιούργημα χαίρει άκρας υγείας, σε βαθμό ώστε να διατηρεί ζωηρό και το ενδιαφέρον για τον δημιουργό του. Χωρίς αμφιβολία, το κοινό έλκεται από τον περιπετειώδη βίο του συγγραφέα, αλλά είναι το παιχνίδι των ομοιοτήτων με τον πράκτορα εκείνο που εξάπτει την περιέργεια. Οπως υπαινίσσεται και ο Νίκολας Σέξπιρ, το ζήτημα έγκειται στο τι ακριβώς δανείστηκε ο Φλέμινγκ από τις εμπειρίες του στην κατασκοπεία, μέχρι ποιου σημείου ο Μποντ είναι αντανάκλαση του εαυτού του, κατά πόσο η Βέσπερ Λιντ, η Κίσι Σουζούκι και τα άλλα αντικείμενα του πόθου αντιστοιχούν σε δικές του συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες.
Ωστόσο, μετρούν και οι διαφορές. Το 1963, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, τριάντα χρόνια μετά τον χωρισμό τους, ο Ιαν Φλέμινγκ έκανε κάτι που ο Τζέιμς Μποντ δεν θα έκανε ποτέ: επεδίωξε να συναντηθεί με τον μεγάλο του έρωτα, τη Μονίκ ντε Μποτένς – για να εισπράξει την άρνησή της. Επιστροφή στο παρελθόν, θηλυκή απόρριψη, αντιστροφή των δεδομένων, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για μελλοντικούς σεναριογράφους του 007.