Ξεφυλλίζοντας ένα παλαιό τεύχος των «Αθηναϊκών Νέων» (είναι απόλαυση να σκαλίζεις τα αρχεία των εφημερίδων και να διαβάζεις τα τι και τα πώς των μακρινών εποχών) ανακάλυψα μια κριτική θεάτρου που υπέγραφε η Μαρίκα Κοτοπούλη. Η σπουδαία κατά τις μαρτυρίες ηθοποιός αναφερόταν σε παράσταση του «Αγαμέμνονα» στην οποία πρωταγωνιστούσε μια άλλη φημισμένη ηθοποιός, η Κατίνα Παξινού. Το κείμενο είναι γραμμένο το 1932, οπότε η 45χρονη τότε Κοτοπούλη ήταν καταξιωμένη πρωταγωνίστρια του θεάτρου και η 32χρονη Παξινού ανερχόμενη – ο πρώτος θεατρικός ρόλος της σε πρόζα ήταν, διαβάζω, το 1929. Αντιγράφω ένα απόσπασμα: «Η εκτέλεσις κακή ως σύνολο και κακή αν πάρουμε τον καθένα χώρια. Καμία ενότης εκτελέσεως και ερμηνείας. (…) Η Κλυταιμνήστρα που υποχρεώθηκε στην αρχή να τραγουδήσει φόρτε, παρουσιάστηκε μετά το έγκλημα εντελώς αθώα, διακοσμητική και ήρεμη σαν τη Φούλα που θέλει να κρύψει το έγκλημά της (…) Ισως η κ. Παξινού να είναι καλύτερη έτσι, χωρίς την απαγγελία των στραγαλοποιημένων «ρο» της, εφ’ όσον ο τρόπος με τον οποίο την εδίδαξαν να παίζει στο έργο αυτό δεν έχει ομοιογένεια και ενώ στην αρχή απαγγέλλει σαν πανηγυριώτικη ροκάνα για να καταλήξει στο τέλος σε τόνο αδιαφορίας και σε παίξιμο…στυλιζέ». Φαρμακερή αυστηρότητα. Ποιος χώρος, όμως, δεν έχει τους ανταγωνισμούς του, για να μην τους έχει το θέατρο; Πάντως, στόχος της Κοτοπούλη ήταν κυρίως ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο δάσκαλος και θεωρητικός του θεάτρου Φώτος Πολίτης. Ο οποίος, όπως σημειώνει η ηθοποιός-κριτικός, «επί είκοσι χρόνια εκτύπησε με τις κριτικές του, από υψηλοτάτης περιωπής και αλύπητα, κάθε θεατρική προσπάθεια και εκδήλωση στον τόπο μας. Να λοιπόν, είπα κι εγώ, να η ευκαιρία να ιδούμε εφαρμοσμένα όσα μας έγραφε, όσα μας εδίδασκε και μας υπεδείκνυε με τόση επιμονή, αυθεντία και αυτοπεποίθηση». Τι είδε τελικά, προς μεγάλη της ικανοποίηση; «Ενα θέαμα παρλάν σονόρ, κινηματογράφος και θέατρο καμωμένα από άνθρωπο που τα αγνοεί και τα δύο και δεν τα αγαπά. Δεν του αρνούμαι το δικαίωμα να τα κρίνει. Αλλά του συνιστώ να αποφεύγη να τα φτιάχνη». Στη γωνία τον περίμενε. Ποιος ξέρει πόσες φορές ο κατακρεουργημένος Πολίτης είχε κατακρεουργήσει της δικές της ερμηνείες…Προφανώς η Κοτοπούλη με εκείνο το κείμενο πήρε το αίμα της πίσω. Και περιποιήθηκε και τη νεαρή αντίζηλο (μια μεγάλη απειλή για την ως τότε αδιαμφισβήτητη βασίλισσα της σκηνής;) «που απαγγέλλει σαν πανηγυριώτικη ροκάνα». Προσπαθώ να φανταστώ τις εκφράσεις και του Πολίτη και της Παξινού όταν διάβαζαν την κριτική. Και το ηδονικό ύφος της Κοτοπούλη την ώρα που σέρβιρε το δηλητήριό της. Αναρωτιέμαι, ταυτοχρόνως, πού πήγαν τα ιερά τέρατα; Οι θηριώδεις προσωπικότητες που και στις σπουδαίες στιγμές τους αλλά και στις πιο αδύναμες – όταν για λίγο άφηναν να αποκαλυφθεί πως στην πραγματικότητα ήταν και εκείνοι άνθρωποι σαν εμάς που πιθανώς ζήλευαν, φοβούνταν, έχαναν την αυτοσυγκράτησή τους κ.λπ. – έδιναν παραστάσεις (πάνω και κάτω από τη σκηνή, με δραματικότητα αλλά και με χιούμορ) που ακόμα και σήμερα δεν μπορείς να μην τις χειροκροτήσεις; Λείπουν η πληθωρική παρουσία τους και το μεγαλείο τους από όλους τους χώρους. Απαντα γύρω μας μοιάζουν τόσο…«στυλιζέ», που γράφει και η Κοτοπούλη, τόσο προβλέψιμα, μικρά και αδιάφορα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.