Είναι επιβλητικό, είναι αρχοντικό, είναι βυθισμένο σε μια μακάρια ησυχία και γαλήνη. Το κτίριο της Tate Britain ενδείκνυται για μια πιο χαλαρή επαφή με τα σπουδαία έργα που βρίσκονται εντός του, καθ’ ότι δεν το προτιμούν οι ορδές των τουριστών και των φιλότεχνων όσο το χιπ αδελφάκι του, την Tate Modern.
Είναι πιο εύκολο να προσέξεις και τους άλλους ανθρώπους που την επισκέπτονται, ιδίως όταν είναι και λίγο πιο εκκεντρικά ντυμένοι, και να διαπιστώσεις φέρ’ ειπείν ότι δίπλα σου περπατάει και παρατηρεί τα έργα μια διάσημη προσωπικότητα – τουλάχιστον στον κόσμο της τέχνης.
Oπως ο Γκρέισον Πέρι ή Claire, όπως είναι το όνομα του alter ego του, νικητής του βραβείου Turner το 2003, ο οποίος βρισκόταν πρόσφατα στις αίθουσες του μουσείου όπου φιλοξενούνται τα έργα των εφετινών υποψηφίων στο πλαίσιο της καθιερωμένης ετήσιας έκθεσης. «Ηρθα να δω πού έχουν καταντήσει το βραβείο Turner» είπε με έκδηλη κατήφεια και περιφρόνηση όταν τον πλησίασα για να εκφράσω τον θαυμασμό για το έργο του, για τα κεραμικά και τις ταπισερί με τα φορτισμένα εικονογραφικά θέματα.
Είχε μόλις βγει από την αίθουσα όπου φιλοξενούνταν η δουλειά του Πίο Αμπάντ, του εικαστικού από τις Φιλιππίνες ο οποίος εστιάζει σε θέματα που άπτονται της αποικιοκρατικής ιστορίας και των συνεπακόλουθων πολιτισμικών απωλειών, ενώ θέτει ερωτήματα και για τον ρόλο των μουσείων στη διατήρηση αυτών των αφηγήσεων αντλώντας υλικό από τα αρχεία του Μουσείου Ashmolean της Οξφόρδης.
Η διάδρασή μας δεν συνεχίστηκε, οπότε δεν γνωρίζω αν άλλαξε γνώμη στην πορεία. Αν δηλαδή τον κέρδισε η δουλειά της Τζάσλιν Κουρ, η οποία είχε επικρατήσει στις προτιμήσεις του βρετανικού Τύπου και όχι μόνο επειδή το κόκκινο Ford Escort που είχε μεταφέρει μέσα στην αίθουσα του μουσείου και είχε καλύψει με ένα γιγάντιο σεμεδάκι συνιστά ένα φωτογενές, «πιασάρικο» φωτογραφικό υλικό. Αλλωστε η συμμετοχή της αναπτύσσεται μέσα από ένα μωσαϊκό αναφορών στην παιδική της ηλικία στη Γλασκώβη, όπου μεγάλωνε ως παιδί ινδικής καταγωγής: φωτογραφίες, καθημερινά αντικείμενα και ηχητικά τοπία με τη φωνή της, μουσική των Σούφι.
H 38χρονη Kουρ όντως επικράτησε τελικά, η ανεξάρτητη κριτική επιτροπή που απαρτίζεται από διευθυντές γκαλερί, κριτικούς, επιμελητές και συγγραφείς υπό την προεδρία του διευθυντή της Tate Britain, Αλεξ Φάρκασον, αποφάνθηκε την περασμένη Τρίτη ότι είναι εκείνη που θα λάβει λοιπόν το χρηματικό έπαθλο των 25.000 στερλινών που προορίζεται για τον νικητή/τη νικήτρια του θεσμού (οι υπόλοιποι τρεις εικαστικοί που ήταν υποψήφιοι για τη διάκριση λαμβάνουν από 10.000 στερλίνες έκαστος/η), διότι «συνδύασε το προσωπικό, το πολιτικό και το πνευματικό στη δουλειά της, δημιουργώντας μια οπτική και ακουστική εμπειρία που προκαλεί χαρά και προωθεί την αλληλεγγύη».
Αραγε ο Πέρι, για να επανέλθουμε και σε αυτόν, εντυπωσιάστηκε από την έκταση και τη δαιδαλώδη δομή της δουλειάς της Ντελέιν Λε Μπας, που έχει όλα τα συστατικά ενός παραμυθιού, ονειρικές εικονογραφήσεις, φως, σκοτάδι και πολλά σύμβολα που τελικά αφηγούνται μια ιστορία απολύτως προσωπική; Η Λε Μπας είναι βρετανίδα Ρομά και τα πληθωρικά, άναρχα έργα της προσεγγίζουν οικουμενικά θέματα – την απώλεια, τη θνησιμότητα, την αναγέννηση – μέσα από ένα παγανιστικό, περιθωριακό και περιθωριοποιημένο πρίσμα.
Αραγε βαρέθηκε ή ικανοποιήθηκε ο Γκρέισον Πέρι που η τελευταία υποψήφια, η Κλοντέτ Τζόνσον, ασχολείται με ένα «παραδοσιακό» εικαστικό μέσο όπως και ο ίδιος, εν προκειμένω τη ζωγραφική; «Kαιρός ήταν να βραβευθεί ένας τραβεστί αγγειοπλάστης. Νομίζω ότι ο κόσμος της τέχνης στη Βρετανία είχε περισσότερο πρόβλημα με το δεύτερο παρά με το πρώτο» είχε δηλώσει όταν είχε βραβευθεί πριν από περίπου 20 χρόνια.
H βρετανίδα καλλιτέχνιδα δημιουργεί προσωπογραφίες μαύρων ανδρών και γυναικών με παστέλ, γκουάς και ακουαρέλες και αναδεικνύει την ομορφιά, την αξιοπρέπεια και την πολυπλοκότητά τους, ενώ αναμετράται με την περιθωριοποίηση των μαύρων ανθρώπων στην ιστορία τέχνης της Δύσης. Αποικιοκρατικά ζητήματα, πολιτισμική κληρονομιά, απο-περιθωριοποίηση και ορατότητα. Πού έχει «καταντήσει» τελικά ο θεσμός του βραβείου Turner; Είναι ένα ερώτημα που τριβελίζει τα τελευταία χρόνια τους βρετανούς δημοσιογράφους και κριτικούς τέχνης. Ακόμα και το γεγονός ότι η έκθεση φιλοξενείται στα ενδότερα του μουσείου, «λες και το ίδιο το κτίριο θέλει να την κρύψει», έχει σχολιαστεί – διακριτικά και εντός κόσμιων κειμένων.
Διότι πάνε τα «σκάνδαλα» και ο γέλωτας που προκαλούσε η βράβευση καλλιτεχνών όπως ο Μάρτιν Κριντ (2001) με έργα όπως το «The lights going on and off», ένα γυμνό δωμάτιο όπου τα φώτα απλώς άναβαν και έσβηναν κάθε πέντε δευτερόλεπτα και προκαλούσαν διαμαρτυρίες με πανό από ομάδες όπως οι Stuckists, καλλιτέχνες υπέρ της αναπαραστατικής ζωγραφικής και ενάντια στις «φάρσες» της εννοιολογικής τέχνης.
Πάει και η μόνιμη επωδός των 90s αλλά και αργότερα ότι για τα βραβεία προτιμούνταν έργα που θα προκαλούσαν όλη αυτή τη φασαρία ή που θα γίνονταν κατανοητά μόνο από ένα εξειδικευμένο κοινό δημιουργώντας απόσταση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια ο θεσμός που κατοχύρωσε το στάτους καλλιτεχνών όπως η Ρέιτσελ Γουάιτρεντ (νικήτρια 1993) ή ο Ντέμιαν Χιρστ (1995) και ανέδειξε σπουδαίους εικαστικούς όπως ο Στιβ Μακ Κουίν (1999), ο Ντάγκλας Γκόρντον (1996) ή ο Κιθ Τάισον (2002) δυσκολεύεται να βρει τα πατήματά του, να προκαλέσει ζωηρό διάλογο – κοινώς να ξιφουλκούν κριτικοί τέχνης και δημοσιογράφοι για το τι είναι σύγχρονη τέχνη – και να προσελκύσει χορηγούς. Και ας κάνει φιλότιμες απόπειρες να επικοινωνήσει με ένα διευρυμένο κοινό, γιατί, για παράδειγμα, έχει γίνει μια προσπάθεια για τη γεωγραφική αποκέντρωση του θεσμού με την έννοια ότι οι εκθέσεις με τα έργα των επικρατέστερων δεν φιλοξενούνται μόνο στο Λονδίνο αλλά και σε άλλες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου (η έκθεση με τα έργα των υποψηφίων επέστρεψε στην Tate Britain ύστερα από έξι χρόνια).
Τι συμβαίνει ακριβώς; Οσον αφορά την απουσία σούσουρου που πολύ αποζητούσαν οι συντηρητικές tabloids, κυρίως να δημιουργήσουν ένα εξώφυλλο που θα έκανε αίσθηση, η εξήγηση είναι απλή. Οπως σημειώνει η Ζιλιέτ Ζακ στο άρθρο της με τίτλο «Is the Turner Prize Relevant Today?» στο περιοδικό «Frieze», o συγκεκριμένος Τύπος που αναδείκνυε τα «σκάνδαλα» είναι ο ίδιος που έχει δώσει ολοένα και λιγότερο χώρο στις τέχνες από το γύρισμα του νέου αιώνα και ύστερα. Επειτα και οι αποκαλούμενοι YBAs (Young British Artists) μεγάλωσαν και η κουλτούρα της «τέχνης του σοκ» κάπως ατόνησε.
Τα σαραντάχρονα ενός θεσμού που μεγαλώνει
Το βραβείο πρωτοκαθιερώθηκε το 1984 από τους Patrons of New Art όταν ήταν διευθυντής της Tate Gallery ο Σερ Αλαν Μπόουνες. Στόχος ήταν η ενίσχυση του ενδιαφέροντος για τη σύγχρονη τέχνη αλλά και η πρακτική υποστήριξη της Tate απέναντι σε νέους καλλιτέχνες, έργα των οποίων θα αγόραζε για τις συλλογές της. Ούτε η επιλογή του ονόματος που του δόθηκε είναι τυχαία, μια και ο Τζόζεφ Μάλορντ Γουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851), ο οποίος έζησε τον 19o αιώνα και επιδόθηκε στο αρχαιότερο εικαστικό μέσο, τη ζωγραφική, ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του καιρού του, καθ’ ότι ακολουθούσε μια καινοτόμο προσέγγιση στον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε το φως και το χρώμα.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, το έργο του ζωγράφου που σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς καλλιτέχνες είχε χαρακτηριστεί «προϊόν ενός άρρωστου ματιού και ενός απρόσεκτου χεριού». Λέγεται ότι και ο ίδιος ο Τέρνερ ήθελε να καθιερώσει ένα βραβείο που θα απευθυνόταν σε νέους καλλιτέχνες αλλά δεν το κατάφερε τελικά. Πάντως το βραβείο που φέρει το όνομά του θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά για τη σύγχρονη τέχνη στο Ηνωμένο Βασίλειο και απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν «Βρετανό» καλλιτέχνη.
Τα εισαγωγικά μπαίνουν γιατί μπορεί να περιλαμβάνει ανθρώπους που απλώς εργάζονται στη χώρα ή που είναι Βρετανοί αλλά δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, εστιάζει στις πρόσφατες εξελίξεις στο έργο τους, σε μια έκθεση όπου παρουσίασαν δουλειά τους τη χρονιά που προηγήθηκε της υποψηφιότητάς τους, και όχι στη διαχρονική τους πορεία (για παράδειγμα, η Κουρ βρέθηκε υποψήφια για την έκθεσή της με τίτλο «Alter Altar» στο Tramway της Γλασκώβης).
Επί 25 ολόκληρα χρόνια, από το 1991 έως το 2016, υπήρχε το ηλικιακό όριο των 50 ετών για τους συμμετέχοντες του «εικαστικού Booker», προκειμένου να αναδεικνύεται το «νέο αίμα» της βρετανικής εικαστικής σκηνής. Η άρση αυτού του περιορισμού χαιρετίστηκε ως κάτι θετικό, με τον γλύπτη Ανίς Καπούρ – ο οποίος κέρδισε το βραβείο στα 37 του χρόνια – να δηλώνει: «Eχουμε μια μακρά εμμονή στον κόσμο της τέχνης με τη νεότητα και νομίζω ότι είναι καλό να έχουμε υπόψη πως συχνά χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να αναγνωριστεί το έργο, για να γίνει κάποιος ένας αληθινός καλλιτέχνης».
Εκείνη τη χρονιά ήταν που βραβεύθηκε για πρώτη φορά μια μαύρη γυναίκα καλλιτέχνιδα, η 63χρονη τότε Λουμπάινα Χίμιντ (2017), καθώς είχε ήδη ξεκινήσει ο αγώνας συμπερίληψης των παραγνωρισμένων μειονοτήτων. Για παράδειγμα, οι γυναίκες άρχισαν να μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι των Turner από το 2010 και μετά, καθώς έως τότε, μέσα σε 24 χρόνια δηλαδή, είχαν βραβευθεί μόλις τρεις από αυτές (Ρέιτσελ Γουάιτρεντ, Τζίλιαν Γουέρινγκ, Tόμα Αμπτς).
Στην πορεία τα βραβεία άρχισαν να χάνουν το στίγμα των 90s, προσπαθώντας να προσανατολιστούν στο μεταλλασσόμενο και ολοένα πιο συμπεριληπτικό τοπίο στον κόσμο της τέχνης. Oι γυναίκες άρχισαν να έχουν την τιμητική τους με καταιγιστικό ρυθμό, προστέθηκαν ως υποψήφια άτομα με ολοένα πιο εξωτικό πολυπολιτισμικό υπόβαθρο, για να φτάσουμε εφέτος σε ένα ανσάμπλ – ένας Φιλιππινέζος, μία Βρετανίδα ινδικής καταγωγής, μία Ρομά και μία μαύρη καλλιτέχνιδα – που αντικατοπτρίζει πλήρως το πνεύμα των καιρών.
Το οποίο πνεύμα επιβάλλει να αναζητούνται οι ποσοστώσεις διαφορετικότητας σχεδόν με ψυχαναγκαστικό ρυθμό, ως ένας απαραίτητος μεν μηχανισμός προβολής τους, αλλά ορισμένες φορές εις βάρος της καλλιτεχνικής αξίας, ουσίας και πρωτοτυπίας (η σύνθεση των προαναφερθέντων τεσσάρων δεν ανήκει σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι δουλειές τους είναι όντως ετερόκλητα ενδιαφέρουσες και πολιτικά φορτισμένες. Οπως ήταν και ο λόγος της Κουρ στην απονομή του βραβείου Turner, η οποία με ένα μαντίλι με τα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας στον λαιμό αναφέρθηκε στην ανοιχτή επιστολή που έχουν υπογράψει 1.000 άτομα απαιτώντας από την Tate «να κόψει τους δεσμούς της με οργανισμούς συνένοχους στη γενοκτονία των Παλαιστινίων»).
Αυτοί είναι οι καιροί και η εκάστοτε επιτροπή του Turner, η οποία δεν είναι μια μεταφυσική οντότητα αλλά απαρτίζεται κάθε φορά από ανθρώπους που γνωρίζουν ή και καθορίζουν τις τάσεις στη σύγχρονη τέχνη, προσπαθεί να συντονιστεί μαζί τους και να τους εκφράσει (ή και να τους κατευθύνει). Για παράδειγμα, το 2020, εξαιτίας της πανδημίας, αντί για βραβείο αποφάσισε να προσφέρει επιχορηγήσεις ύψους 10.000 στερλινών σε 10 καλλιτέχνες αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που έφερε αυτή η υγειονομική ανωμαλία στις ζωές τους.
Το δε 2021 δόθηκε έμφαση σε συλλογικότητες και πέντε ομάδες προτάθηκαν για το βραβείο. Επικράτησαν οι Array Collective, μια ομάδα 11 καλλιτεχνών από το Μπέλφαστ που δημιουργούν συνεργατικά έργα για ζητήματα όπως η πρόσβαση στην άμβλωση, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, η ψυχική υγεία κ.ά. Ολα τα κουτάκια έχουν τσεκαριστεί, μένει η ανάδειξη έργων με αληθινή δύναμη και ζωντάνια.