Ηταν μια φορά κι έναν καιρό ένας σούπερ ήρωας. Ερχόταν από έναν μακρινό πλανήτη, φορούσε το κόκκινο εσώρουχό του πάνω από την μπλε στολή, καλυπτόταν από μια κόκκινη κάπα για να μην κρυώνει εκεί στα σύννεφα που πετούσε και διακήρυττε πως αγωνιζόταν για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Για να μην τον αναγνωρίζουν οι εχθροί του φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά και μεταμορφωνόταν σε δημοσιογράφο μιας μεγάλης μητροπολιτικής εφημερίδας, της οποίας η αρχιρεπόρτερ υποπτευόταν τη μυστική του ταυτότητα και επιχειρούσε μονίμως να την αποκαλύψει ανεπιτυχώς. Εχοντας σώσει τα πάντα – από γάτες μέχρι σύμπαντα – σε 40 χρόνια παρουσίας στο χαρτί, το 1978 είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το πέρασμά του στον κινηματογράφο. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο: παρά την αδιασάλευτη δημοτικότητά του ως έμβλημα της αμερικανικής κουλτούρας, οι πωλήσεις έβαιναν πτωτικές και οι συνάδελφοί του μαχητές του κακού δεν τολμούσαν την ηρωική έξοδο στη μεγάλη οθόνη. Καθυστερήσεις και διαφωνίες μεταξύ σκηνοθέτη και παραγωγών καθυστέρησαν την τελική διανομή έως την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα. Αλλά όταν τελικά βγήκε στις αίθουσες, στις 15 Δεκεμβρίου 1978, ο «Superman» έγινε διαμιάς η ακριβότερη ταινία όλων των εποχών και το αρχετυπικό φιλμ για τη σημερινή χολιγουντιανή βιομηχανία του κόμικ.
Εν έτει 2018 εκείνος ο Superman είναι κατεξοχήν η ταινία του Κρίστοφερ Ριβ – ενός 26χρονου νεοϋορκέζου πολλά υποσχόμενου θεατρικού ηθοποιού ο οποίος πέτυχε να ισορροπήσει στον ρόλο του τόσο καλά μεταξύ σοβαρότητας και αυτοειρωνείας ώστε οι μεταγενέστεροι υπεράνθρωποι να ωχριούν έως σήμερα μπροστά του. Παρ’ όλα αυτά, στην εποχή του το φιλμ έγινε αρχικά γνωστό για τα 55 εκατ. δολάρια του κόστους του και για τη συμμετοχή των Μάρλον Μπράντο και Τζιν Χάκμαν, δύο γιγάντων της δεκαετίας τού ’70. Αφετηρία και των δύο παραπάνω ήταν το ρίσκο της επένδυσης. Εως τότε το πεδίο των υπερηρώων ήταν το κόμικ, στην καλύτερη περίπτωση η τηλεόραση. Εξ ου και άλλα μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Batman και ο Spider-Man, είχαν τολμήσει μόνο μεσοβέζικες λύσεις: η μεν νυχτερίδα είχε γυρίσει το 1966 μια ταινία με όλο το καστ της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς του ABC, η δε αράχνη μια τηλεταινία-προπομπό του μετέπειτα δικού της σίριαλ στο CBS το 1977. Για να διασφαλίσει την προσοχή του κοινού η Warner Bros, ιδιοκτήτρια εταιρεία της DC Comics, πόνταρε στις γενναίες δαπάνες και στο όνομα του Μπράντο. Οι πρώτες τής έφεραν τον Μάριο Πούζο του «Νονού» ως σεναριογράφο, τον θρυλικό Τζον Γουίλιαμς ως συνθέτη και μια ομάδα εξέλιξης ειδικών εφέ που έκανε τόσο πρωτοποριακή δουλειά ώστε η ταινία να κερδίσει το Οσκαρ στην κατηγορία αυτή. Ο δεύτερος συγκέντρωσε πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας, όχι για την ερμηνεία του ως Τζορ-Ελ, πατέρα του Superman από τον πλανήτη Κρύπτον, αλλά για τα 3,7 εκατομμύρια δολάρια που έλαβε ως αμοιβή για μόλις δύο εβδομάδες εργασίας – και τα άλλα 50 που ζήτησε με αγωγή προς την εταιρεία δύο ημέρες μετά την έξοδο της ταινίας στους κινηματογράφους επειδή δεν του είχαν πληρωθεί τα ποσοστά εισπράξεων τα οποία το συμβόλαιό του προέβλεπε. Με 300 εκατ. δολάρια στο box office της χρονιάς εκείνης οι επιλογές της Warner Bros τελικά δικαιώθηκαν.
Η συνταγή που χρησιμοποιήθηκε στον «Superman» έδειξε και τον δρόμο για την επερχόμενη αλλαγή του κινηματογραφικού παραδείγματος. Αν εξαιρέσει κανείς σποραδικές ταινίες καταστροφής που τίναξαν την μπάνκα στον αέρα, όπως οι «Αεροδρόμιο», «Η περιπέτεια του «Ποσειδώνα»» και «Ο πύργος της κολάσεως», οι μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’70 ήταν ολοκληρωμένα έργα μεγάλων σκηνοθετών που συνδύαζαν εκλεπτυσμένη αφήγηση, ποιότητα και κορυφαίες ερμηνείες: «Νονός» (245 εκατ. δολάρια), «Αποκάλυψη τώρα» (150 εκατ. δολάρια), «Η φωλιά του κούκου» (109 εκατ. δολάρια). Ο «Superman», μαζί με τον κορυφαίο εισπρακτικά «Πόλεμο των άστρων» (775 εκατ. δολάρια) και τα «Σαγόνια του καρχαρία» (470 εκατ. δολάρια), έδειχναν όπως έγραφε ο Αντριου Κόλμαν στο διαδικτυακό περιοδικό Tripwire τον περασμένο Ιούνιο, μια τάση απομάκρυνσης από την «ανεξάρτητη εποχή του «Ξέγνοιαστου καβαλάρη» που είχε προσφέρει τόσα στο αμερικανικό σινεμά. Ο καιρός των χαμηλόφωνων, ασυμβίβαστων δραματικών ταινιών που περιέγραφαν μια χαμένη χώρα περιπλανώμενων έφτανε στο τέλος του. […] Το 1978 εισήγαγε την επιστροφή του feelgood, του φόρου τιμής στη νοσταλγία, μεγεθυσμένου όμως με βαριά χαρτιά στο καστ, θηριώδεις για την εποχή προϋπολογισμούς, προχωρημένα οπτικά εφέ και «οραματιστές» σκηνοθέτες». Δεν είναι τυχαίο ότι οι παραγωγοί του «Superman» είχαν προσεγγίσει πρώτα ακριβώς τους Τζορτζ Λούκας και Στίβεν Σπίλμπεργκ, τους ανθρώπους δηλαδή πίσω από την κάμερα στα «Star Wars» και «Jaws», οι οποίοι προσπέρασαν ευγενικά το αίτημα, όπως και ηθοποιοί του βεληνεκούς των Πολ Νιούμαν και Τζέιμς Κάαν, οι οποίοι θεωρούσαν την ενασχόληση με έναν παλπ ήρωα κατώτερη του διαμετρήματός τους.
Η επίδραση του «Superman» στο είδος του υπερηρωικού φιλμ είναι ισχυρή, αλλά παραδόξως ξεχασμένη. Από τη μία γιατί οι επόμενες τρεις συνέχειές του έως το 1987 (με εξαίρεση το άρτιο «Superman II» του 1980) υπήρξαν χειρότερες ως παραγωγές, από την άλλη γιατί στην πορεία ξεπεράστηκε από τους μασκοφόρους που βάδισαν στα βήματά του. Τόσο ο Σαμ Ράιμι όσο και ο Κρίστοφερ Νόλαν, σκηνοθέτες των τριών «Spider-Man» (2002-2007) και της τριλογίας του «Σκοτεινού ιππότη» (2005-2012), πήραν τους χάρτινους πρωταγωνιστές τους στα σοβαρά, όπως ακριβώς επέμενε να κάνει ο Ρίτσαρντ Ντόνερ το 1978, σε αντίθεση με την πιο light εκδοχή του «The Shadow» του Ράσελ Μαλκάχι το 1994 ή του «Hulk» του Ανγκ Λι το 2003. Ο Κρίστοφερ Νόλαν, μάλιστα, σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτησή του με τον Ρίτσαρντ Ντόνερ που συμπεριλήφθηκε το 2016 στη συνολική έκδοση της τριλογίας του Batman στο dvd «The Dark Knight Trilogy: Ultimate Collector’s Edition», το έθετε ευθέως στην αρχή της κουβέντας: «Είπα στον εαυτό μου: «Θέλω να κάνω για τον Batman αυτό που έκανε ο Ντικ Ντόνερ για τον Superman»». Και ο Μαρκ Ο’ Κόνελ επεσήμανε στον «Guardian» στις 14 Δεκεμβρίου ότι «ο λόγος που έχουμε σήμερα τις ταινίες του Batman είναι ότι η εισπρακτική επιτυχία του Ντόνερ ενθάρρυνε τη Warner Bros να γυρίσει τον Batman [του Τιμ Μπάρτον] το 1989. […] Ο λόγος που έχουμε τις μονολιθικές ταινίες της Marvel είναι ο Superman». Σαράντα χρόνια μετά, μπορούμε πράγματι να απολαμβάνουμε χωρίς προκαταλήψεις στην οθόνη μας τον Μαύρο Πάνθηρα και τους Εκδικητές ή να δεχόμαστε τον κάθε Μπράντον Ρουθ και Χένρι Κάβιλ ως φορείς της κόκκινης κάπας επειδή το 1978 ο άτυχος στη ζωή Κρίστοφερ Ριβ μάς έπεισε με την ερμηνεία του ότι ο «ατσαλένιος άνθρωπος» μπορεί να σταθεί με αξιώσεις και έξω από τον κόσμο της τετραχρωμίας.