Mία άγνωστη γυναίκα προβάλλει ανάμεσα σε δύο βελούδινες κουρτίνες με ένα κοστούμι που αφήνει γυμνά τα καλλίγραμμα πόδια της, και κοιτάζει τον φακό με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα. Είναι ανώνυμη, μια ηθοποιός που συμμετείχε στον «θίασο Κυριακού» του Βόλου και βρέθηκε να ποζάρει στον φακό στην ακμή της νιότης της, πριν από 87 χρόνια. Μια άλλη γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη, απαθανατίστηκε να κοιτάζει τον ίδιο φακό με ένα γλυκό βλέμμα ατενίζοντας με αισιοδοξία ένα μέλλον που πίστευε ότι, αν μη τι άλλο, δεν θα ήταν σύντομο. Σε αντίθεση με την ανώνυμη καλλιτέχνιδα συντοπίτισσά της, εκείνη έχει όνομα, τη λένε Σοφία Τοπάλη. Ο φωτογράφος που δημιούργησε το πορτρέτο της σαν να ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής επικυρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αστική ταυτότητά της, όπως ήταν η συνήθεια ήδη από τον 19ο αιώνα, αποτύπωσε και τον θάνατό της, δίχως βέβαια να σκηνοθετήσει τη λήψη του. Η Τοπάλη απαγχονίστηκε από τους Γερμανούς στα Κάτω Λεχώνια το 1944 μαζί με τη μητέρα της Λουκία και τη Φιλίτσα Καλαβρού. Η εικόνα των τριών γυναικών να κρέμονται στα κλαδιά του δέντρου στην πλατεία του χωριού είναι επίσης παρούσα στην έκθεση με τίτλο «Ο φωτογράφος Κώστας Ζημέρης (1886-1980). Αναδρομή στο έργο του» που παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών του δήμου της πόλης. Μια έκθεση-αποκάλυψη με περίπου 80 φωτογραφίες, στην πλειονότητά τους ανέκδοτες, από το έργο του βολιώτη φωτογράφου, ο οποίος αποτύπωσε κάθε πλευρά και έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης, με όλες τις αντιθέσεις της, στα εύκολα και στα πολύ δύσκολα. Αποστολή στην οποία επιδόθηκε για τουλάχιστον σαράντα χρόνια (1920-1960) καταγράφοντας έτσι το πρώτο μισό του δραματικού ελληνικού 20ού αιώνα σε μια πόλη ακμάζουσα, ένα ζωτικό βιομηχανικό κέντρο το οποίο έχει σε συντριπτικό ποσοστό αφανιστεί, όπως και οι ανώνυμοι άνθρωποι στις φωτογραφίες. Πόσο εντυπωσιακά τα tableaux vivants των θεατρικών σχολικών ομάδων με τα μεταμφιεσμένα για τις ανάγκες των παραστάσεων παιδιά, πόσο συγκλονιστικές οι φωτογραφίες από την γκρεμισμένη πόλη που έχασε την αρχιτεκτονική της παράδοση μετά τους σεισμούς του ’55 και δεν την απέκτησε ξανά ποτέ παρά τη δημιουργία υποδομών και έργων. Πόσο αποτρόπαια ανατριχιαστικός ο φασιστικός χαιρετισμός ενός μικρού παιδιού στις παιδικές κατασκηνώσεις ΠΙΚΠΑ στην Πορταριά Πηλίου το 1940 – ο Ζημέρης κατέγραψε εκτενώς τη δράση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) του Ιωάννη Μεταξά στον Βόλο αλλά ήταν εκεί όταν έγινε και η συμπαράσταση της πόλης στα Δεκεμβριανά. Είναι αδύνατον να ξεχάσει κανείς εικόνες όπως το συσσίτιο στο Ασυλο Παιδιού το 1935 με το αυστηρό περιβάλλον «να ανακαλεί τον μεσοπολεμικό Γουόκερ Εβανς όπου η ασκητική λιτότητα τονίζει την αντίστοιχη κοινωνική», όπως θα πει χαρακτηριστικά ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης αλλά και στη συγκεκριμένη έκθεση.
«Ο Ζημέρης κατέγραφε τα γεγονότα κατόπιν ανάθεσης ή αυτόκλητα, χωρίς να παίρνει πολιτική θέση, ως αδέκαστος χρονογράφος που νιώθει τη βαρύτητα της στιγμής, σαν παρατηρητής ουδέτερος αλλά όχι αμέτοχος. Είχε δε, ένα ιδιαίτερο εύρος στις θεματικές του, από τα τοπία, στην αρχιτεκτονική, τα ατομικά και ομαδικά πορτρέτα, τη βιομηχανική φωτογραφία, τις διαφημίσεις, το πολιτικό ρεπορτάζ, τις καρτ ποστάλ, ή τα αρχαιολογικά τεκμήρια. Ανεξαρτήτως θέματος, ο Ζημέρης μοιάζει κατά βάση ένας studio φωτογράφος που προσαρμοζόταν ευέλικτα στις απαιτήσεις ενός διευρυμένου πλαισίου αναθέσεων, βλέποντας τον κόσμο σαν ένα ανοιχτό στούντιο» θα συμπληρώσει. Οχι μόνο ως προς τη θεματική του αλλά ως και προς το ύφος της φωτογράφισης. Ο Ζημέρης μπαινόβγαινε με άνεση στην κλασική όσο και στη μοντέρνα φωτογραφία σε επίπεδο τεχνικό, αισθητικό όσο και εννοιακό, ενώ υπήρξε από τους πρώτους πικτοριαλιστές ζωγράφους, ο οποίος προσέγγιζε τη φωτογραφία ως τέχνη συναφή με τη ζωγραφική.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος