Υπήρξε ένας από τους πιο ακαταμάχητους κινηματογραφικούς αστέρες όλων των εποχών, ένα σύμβολο ήρεμης αρρενωπότητας, ένας άνδρας που όλοι ήθελαν να του μοιάσουν. Παρ’ όλο όμως που το πρόσωπό του ήταν άμεσα αναγνωρίσιμο και επέτρεπε στους θαυμαστές του – όπως όλοι οι αυθεντικοί σταρ του σινεμά – να τον ταυτίζουν με τους ρόλους του ή να προβάλλουν πάνω του τις δικές τους επιθυμίες και φαντασιώσεις, ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλυπτε ποιος πραγματικά ήταν. Ο λόγος για τον Πολ Νιούμαν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2008 σε ηλικία 83 ετών. Ο γαλανομάτης ηθοποιός είχε αρχίσει το 1986 να προετοιμάζει τα απομνημονεύματά του αφηγούμενος τη ζωή του και εκμυστηρευόμενος τις πιο μύχιες σκέψεις του στον στενό του φίλο, Στιούαρτ Στερν, συγγραφέα αλλά και σεναριογράφο γνωστών ταινιών όπως ο «Επαναστάτης χωρίς αιτία».
Επί χρόνια συναντιόνταν για να συζητήσουν, ενώ παράλληλα ο Στερν έπαιρνε συνεντεύξεις από συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του Νιούμαν: από τις δύο συζύγους του και τα παιδιά του μέχρι τον Ηλία Καζάν και τον Τομ Κρουζ. Κάποια στιγμή, ωστόσο, το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε. Ο Νιούμαν μάλιστα κατέστρεψε το 1991 τις κασέτες με τις ηχογραφημένες συνομιλίες. Ο Στερν πέθανε το 2015 και το υλικό θεωρείτο γενικώς χαμένο. Πρόσφατα όμως βρέθηκαν 17.000 σελίδες με τις απομαγνητοφωνήσεις των συζητήσεων. Δύο από τις κόρες του Νιούμαν, η Μελίσα και η Κλερ, αποφάσισαν να μετατρέψουν τις αποτυπωμένες στο χαρτί κουβέντες στην αποκαλυπτική (αυτο)βιογραφία με τίτλο «The Extraordinary Life of an Ordinary Man: A Memoir» (εκδ. Knopf) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στα αγγλικά. Το αποτέλεσμα μάλιστα ξαφνιάζει με την ειλικρίνεια των εξομολογήσεων που περιέχει.
Η μητέρα, οι σύζυγοι, οι ερωμένες
Ο Νιούμαν μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη οικογένεια στο Σέικερ Χάιτς του Οχάιο. Οι γονείς του δεν παντρεύτηκαν από έρωτα αλλά όταν η μητέρα του έμεινε έγκυος στον πρώτο τους γιο. Σύντομα ακολούθησε και ο Πoλ χωρίς να βελτιωθούν ποτέ οι σχέσεις του ζευγαριού. Ο πατέρας του ήταν λειτουργικός αλκοολικός, απόμακρος και ψυχρός, ενώ η μητέρα του είχε απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Στο βιβλίο φαίνεται να της ασκεί την πιο σκληρή κριτική, θεωρώντας τη σύμβολο καταπιεσμένων συναισθημάτων και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Παρ’ όλο που του έδειχνε αδυναμία, ούτε καν η επιτυχία του μπόρεσε να οδηγήσει σε μια άνευ όρων αποδοχή. Την περίοδο που η καριέρα του ήταν στα ύψη, εκείνη του έστελνε αποκόμματα από αρνητικές κριτικές. Οταν δε κάποια στιγμή πρόσβαλε άσχημα τη δεύτερη σύζυγό του και γυναίκα της ζωής του, Τζόαν Γούντγουορντ, εκείνος σταμάτησε να της μιλάει για 15 χρόνια.
Ντροπαλός και λιπόσαρκος ως έφηβος, απέκτησε λίγη σιγουριά όταν υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από πολύ μικρός είχε επιδείξει κλίση στο θέατρο, και αυτό αποφάσισε να σπουδάσει όταν τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία. Το 1949 παντρεύτηκε την Τζάκι Γουίτ, συμφοιτήτριά του στη Δραματική Σχολή, και απέκτησαν μαζί τρία παιδιά. Κάτι μέσα του ωστόσο παρέμεινε σε καταστολή μέχρι τη στιγμή που γνώρισε την Τζόαν Γούντγουορντ το 1953 στο Μπρόντγουεϊ, στο ανέβασμα του έργου του Γουίλιαμ Ιντζ «Πικ-Νικ». Στο βιβλίο γράφει: «Η Τζόαν ξύπνησε το σεξουαλικό πλάσμα που έκρυβα μέσα μου. Με δίδαξε, με ενθάρρυνε, ευχαριστιόταν τους πειραματισμούς. Με καθοδηγούσε ο πόθος». Ο ερωτικός δεσμός τους δεν έμεινε φυσικά κρυφός. Για πέντε χρόνια υπήρχε παράλληλα με τον επίσημο γάμο του και παρ’ όλο που ζήτησε τελικά διαζύγιο από τη Γουίτ για να παντρευτεί τη Γούντγουορντ, ποτέ δεν έπαψε να νιώθει τύψεις επειδή πλήγωσε τα παιδιά του χωρίς ποτέ να τους εξηγήσει με ειλικρίνεια τι συνέβη.
Η Γούντγουορντ, η οποία σήμερα είναι 92 ετών και έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή από τότε που διαγνώστηκε με τη νόσο Αλτσχάιμερ, υπήρξε φιλόδοξη και διακεκριμένη ηθοποιός, το 1958 κέρδισε μάλιστα βραβείο Οσκαρ, όμως αφοσιώθηκε ως επί το πλείστον στην ανατροφή των τριών κοριτσιών που απέκτησε με τον Νιούμαν, της Ελινορ, της Μελίσα και της Κλερ, κάτι που της άφησε μια πικρία. Αν και συχνά προβάλλονται ως πρότυπο ιδανικού ζευγαριού, καβγάδιζαν συχνά και υπονοείται στο βιβλίο ότι ο Νιούμαν την απατούσε. Μόνο μία σχέση του, αυτή με μια δημοσιογράφο ονόματι Νάνσι Μπέικον, είχε γίνει γνωστή, διότι κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο.
Θαυμασμός για τον Μπράντο, πάθος για τα αυτοκίνητα
Ο Νιούμαν είχε εξηγήσει στον Στερν γιατί κρατούσε πάντα σχετικά χαμηλό προφίλ: «Ενας από τους λόγους για τους οποίους πάντα έβρισκα τον Μάρλον Μπράντο πολύ ενδιαφέροντα ήταν γιατί εισήγαγε στον κόσμο των ηθοποιών μια συμπεριφορά που δεν υποτασσόταν στην ιεραρχία των χολιγουντιανών στούντιο: στα αφεντικά, στις σκανδαλοθηρικές στήλες, στους ανθρώπους των δημοσίων σχέσεων. Ηταν ο πρώτος που απέρριψε όλα όσα θεωρούνταν έως τότε απαραίτητα: τις συνεντεύξεις, τις κολακείες, τους υποτιθέμενα «καλούς τρόπους». Ο Μάρλον έδειξε ξεκάθαρα ότι αυτοί οι νόμοι δεν έχουν εφαρμογή στον ίδιο, ότι είναι ανόητοι και σαχλοί. Και κατέληξε να ηγείται μιας χορείας συναδέλφων του που συμμερίζονταν τις απόψεις του. Ξέρω πως κάποιοι με αντιπαθούν σφόδρα επειδή δεν υπογράφω αυτόγραφα και δεν φωτογραφίζομαι μαζί τους – χωρίς μάλιστα να προσποιούμαι ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος πέραν του ότι δεν θέλω. Αλλά θα έπρεπε αλήθεια να κατασκευάσω μια δικαιολογία και να την επαναλαμβάνω κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με αυτή τη βλακώδη παράκληση; Δεν είναι λογικό να τελειώνει η υπομονή κάποιου μετά από 4-5 φορές επανάληψης αυτής της φάρσας; Η ζωή μου θα γινόταν πολύ πιο εύκολη αν κάθε φορά που κάποιος με σταματούσε στον δρόμο και μου έλεγε «αχ, άσε με να σε βγάλω μια φωτογραφία» έλεγα ok. Ομως τότε θα εμφανίζονταν άλλοι δώδεκα άνθρωποι και τότε θα έρχονταν μερικοί ακόμη και θα έπρεπε να περάσω την ώρα μου υπογράφοντας αυτόγραφα και ρωτώντας τους ευγενικά τι κάνει η μαμά και ο μπαμπάς τους. Αν μπορούσα να το κάνω αυτό χωρίς να με νοιάζει θα ήταν όλα τέλεια. Ενδεχομένως να ένιωθα και πιο καλά μετά. Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν μπορώ. Μακάρι επίσης να μπορούσα να κάνω καλό σκι ή να παίζω τένις με επιδεξιότητα. Πολλά πράγματα εύχομαι να μπορούσα να κάνω αλλά δεν μπορώ. Και αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι κακός άνθρωπος».
Είναι επίσης εντυπωσιακό το ότι μοιάζει να μην αγάπησε ποτέ ιδιαιτέρως τη δουλειά του. «Ποτέ δεν απόλαυσα την ηθοποιία, ποτέ δεν μου άρεσε να βγαίνω εκεί έξω και να παίζω. Ποτέ δεν θεώρησα ότι οι ερμηνείες μου ήταν πραγματικά επιτυχημένες. Ηταν απλώς κάτι που έκανα, κάτι όχι πιο σημαντικό από το να πάρει κάποιος που δουλεύει σκληρά άριστα στις Πολιτικές Επιστήμες». Ο Νιούμαν λέει στον Στερν ότι ο πρώτος ρόλος στον οποίο αισθάνθηκε συναισθηματικά άνετος ήταν αυτός του Φρανκ Γκάλβιν, του αλκοολικού δικηγόρου στην ταινία του Σίντλεϊ Λουμέτ «Η Ετυμηγορία» (1982), που γυρίστηκε στην ύστερη φάση της καριέρας του: «Ποτέ δεν χρειάστηκε να πιέσω τον εαυτό μου σε αυτό το φιλμ. Δεν χρειάστηκε να εξαντλήσω τα αποθέματά μου. Ολα ήταν εύκολα. Δεν έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος για τίποτα, ούτε να βρίσκω μια γωνιά για να συγκεντρωθώ, όλα προέκυπταν πηγαία. Ηταν υπέροχη εμπειρία». Τα λέει φυσικά όλα αυτά ο άνθρωπος που ήταν υποψήφιος 10 φορές για βραβείο Οσκαρ και το κέρδισε τελικά το 1987 για το «Χρώμα του χρήματος», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Τομ Κρουζ. Μια χρονιά νωρίτερα είχε βραβευθεί με τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας του, ενώ το 1994 του αποδόθηκε από την Ακαδημία η διάκριση Jean Hersholt Humanitarian Award για τη φιλανθρωπική του προσφορά.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Ο Νικητής» το 1969, για την οποία είχε πληρωθεί το ποσό-ρεκόρ για εκείνη την εποχή του 1,1 εκατ. δολαρίων, έγινε οδηγός αγώνων αυτοκινήτου και μάλιστα πολύ καλός. Εχει μπει στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες ως ο γηραιότερος άνθρωπος που έχει νικήσει σε επαγγελματικό αγώνα – την κούρσα Rolex 24 στην πίστα της Ντεϊτόνα στη Φλόριντα. Ηταν εβδομήντα ετών. Ο ίδιος απέδιδε πάντα τη συγκεκριμένη επιτυχία του στην επιμονή: «Το μόνο πράγμα που ένιωσα στη ζωή μου ότι μπορούσα να κάνω με χάρη ήταν το να οδηγώ αγωνιστικό αυτοκίνητο. Και αυτό ακόμη μού πήρε δέκα χρόνια για να το κάνω αρκετά καλά». Εν τω μεταξύ, ακόμη και στο επιχειρείν είχε καταφέρει να διακριθεί, δίνοντας τα έσοδα από το επιτυχημένο brand Newman’s Own για φιλανθρωπικούς σκοπούς – ήταν γεννημένος για να αριστεύει σε όλα τα πεδία.
Και με τα δύο πόδια γειωμένα στο Σέικερ Χάιτς
Δεν είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς την έλλειψη ουσιαστικής αυτοεκτίμησης στο οικογενειακό του ιστορικό, όμως η εικόνα που παρουσιάζει ο Νιούμαν για τον εαυτό του, αυτή του ταπεινού τυχεράκια, έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την εικόνα που είχαν οι άλλοι, ακόμη και οι πιο κοντινοί του, για εκείνον. Ο αδελφός του, Αρθουρ Νιούμαν, είχε πει, ας πούμε, στον Στερν ότι «ο Πολ είχε ανέκαθεν θέληση και δυναμισμό, ενέργεια και ευρηματικότητα. Ηταν αγαπητός, είχε υπέροχη προσωπικότητα και όλοι τον συμπαθούσαν αυτομάτως. Επιπρόσθετα, ήταν έξυπνος και με αντίληψη και έβρισκε τα απαραίτητα συστατικά για να τα καταφέρει σε ό,τι κι αν του κέντριζε το ενδιαφέρον». Αν κάτι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτό είναι πως τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Κάποιος που εμφανίζεται να διαθέτει απίθανη σιγουριά μπορεί να βασανίζεται παράλληλα από ελλείψεις και αίσθημα κατωτερότητας.
Ενας φίλος του από το Ναυτικό δήλωνε επίσης: «Μπορούσα να καταλάβω ότι ερχόταν ο Πολ από χιλιόμετρα μακριά. Είχε αυτό που λέμε «αέρα». Είχε αυτoπεποίθηση ακόμη και στα 19 του». Κάποιος που τον γνώριζε στο Κολλέγιο τον περιέγραψε ως εξής: «Ηταν ίσως ο πιο γνωστός τύπος στο campus. Επινε πιο πολύ από τους υπόλοιπους, πηδούσε πιο συχνά. Ηταν σκληρός και απόμακρος. Αυτό άναβε τα κορίτσια. Τους άρεσε γιατί ήταν ο διάβολος». Ενας συμφοιτητής του στη Δραματική Σχολή του Yale είπε αναφερόμενος σε έναν πολυπόθητο τότε ρόλο: «Δόθηκε στον Πολ επειδή ήταν ο πιο μαγνητικός και ελκυστικός από όλους τους ανταγωνιστές του. Τον κέρδισε επειδή το θέλησε». Ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ρόι Χιλ που υπέγραψε μεγάλες επιτυχίες όπως «Το Κεντρί» (1973) και «Οι Δύο Ληστές» (1969) περιέγραψε: «Ποτέ δεν τον έβλεπες να ερμηνεύει, απλώς ήταν». Ο οικογενειακός ψυχοθεραπευτής έλεγε στον Στερν πως ο Νιούμαν ήταν «πολύ τρυφερός και στοργικός πατέρας, με μεγάλο σεβασμό και αγάπη για τα παιδιά του».
Φυσικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο έχει επηρεάσει τη μνήμη όλων των παραπάνω το γεγονός ότι αναφέρονταν σε έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς σταρ της γενιάς του. Η δόξα τα παραμορφώνει όλα. Ισως ωστόσο το πρόβλημα για τον ίδιο τον Νιούμαν να ήταν ότι ήταν ένας σχετικά ισορροπημένος και υγιής χαρακτήρας σε ένα περιβάλλον με ιδιοφυΐες που ξέφευγαν κατά πολύ από τον μέσο όρο. Αν συνέκρινε συνεχώς τον εαυτό του με εγωπαθείς πλην γοητευτικές προσωπικότητες μπορεί να ένιωθε λίγος. «Οσους θεωρούσα πραγματικά μποέμ, στους κύκλους των οποίων ήθελα διακαώς να ανήκω, όπως ο Τζον Μάλκοβιτς, η Τζεραλντίν Πέιτζ, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Τζακ Νίκολσον, ο Mάρλον Μπράντο, ο Τζον Χιούστον, δεν μου μοιάζουν, δεν έχω την κατακλυσμιαία επίδρασή τους. Δεν είμαι ένας αληθινά εκκεντρικός. Εχω τα δύο μου πόδια γειωμένα στο Σέικερ Χάιτς. Ολοι αυτοί είναι αυθεντικά ο εαυτός τους. Δεν προσπαθούν για κάτι που δεν είναι» λέει.
Ισως πάλι να έπρεπε να αντισταθμίσει τις συνέπειες των χαρισμάτων του ώστε να μην είναι ολοκληρωτικά δική του η ευθύνη για ορισμένες από τις πιο οδυνηρές από αυτές, όπως ήταν ο θάνατος του ανερμάτιστου γιου του Σκοτ (ο οποίος δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη σύγκριση με τον πατέρα του) από υπερβολική δόση ναρκωτικών στα 28 του έτη. Αυτό το τραύμα δεν κατάφερε να το ξεπεράσει ποτέ, όμως το ίδιο ενοχικός εμφανίζεται και όταν περιγράφει πόσο άσχημα ένιωσε που δεν μπόρεσε να παρηγορήσει παρά με κοινότοπα λόγια την Ελίζαμπεθ Τέιλορ όταν σκοτώθηκε αναπάντεχα ο τότε σύζυγός της, Μάικ Τοντ, την περίοδο που έκαναν γυρίσματα για τη «Λυσσασμένη γάτα» (1958), με αποτέλεσμα εκείνη να τον διώξει θυμωμένη από το σπίτι της βρίζοντάς τον.