Κόντρα στη µόδα που θέλει εφέτος στα αθηναϊκά θέατρα να ανεβαίνουν γλυκές κοµεντί και παλιές επιτυχίες της Φίνος Φιλµ, ο Θοδωρής Αθερίδης ανεβάζει στο Μικρό Παλλάς ένα παράξενο εργάκι που έχει ένα θέµα που σπάνια συναντάς: στο «Αrt», που είναι ο τίτλος του, µια παρέα φίλων κινδυνεύει να διαλυθεί µε αφορµή ένα έργο τέχνης – για την ακρίβεια, έναν κατάλευκο πίνακα. Αυτός που τον αγόρασε τον θεωρεί αριστούργηµα και βλέπει σε αυτόν χρώµατα και κρυφά νοήµατα. Ο διανοούµενος φίλος του τον θεωρεί µια µπούρδα – σας αποκάλυψα µόλις τα πρώτα πέντε λεπτά του έργου και δεν θα σας πω περισσότερα, γιατί αξίζει τον κόπο να το δείτε. Και για να προβληµατιστείτε για το αν τελικά στο καλλιτεχνικό δηµιούργηµα δίνουµε αξία εµείς ή ο δηµιουργός του.
Στην τέχνη συνήθως η υπογραφή µετράει καθοριστικά. Ο Βαν Γκογκ πέθανε πάµπτωχος, όµως ένα κάδρο µε την υπογραφή του σήµερα αξίζει εκατοµµύρια ευρώ. Ενας λόγος είναι ότι η οµορφιά του άντεξε στον χρόνο, ένας δεύτερος ότι ο δηµιουργός του ανακηρύχθηκε ένα είδος ιδιοφυΐας της ζωγραφικής µετά θάνατον. Η αναγνώριση της τέχνης του έγινε από κριτικούς και συναδέλφους του πολύ προτού το κοινό κατανοήσει τη µοναδικότητά του. Ο καλλιτέχνης είναι καλλιτέχνης είτε το κοινό τον καταλαβαίνει είτε όχι. Εχουν υπάρξει και καλλιτέχνες µε εχθρική σχέση µε το κοινό αλλά µε υπογραφή που µετράει. Για κάποιους ελάχιστους ισχύει και η ιστορία µε τον βασιλιά που κανείς δεν τολµούσε να πει ότι είναι γυµνός, µέχρι που βρέθηκε ένα παιδάκι να το φωνάξει. Τα παιδιά ευτυχώς είναι πιο καλόβολα µε τους καλλιτέχνες από ό,τι µε τους βασιλιάδες. Ωστόσο, µπορεί η υπογραφή να είναι το µόνο κριτήριο; Στη ζωγραφική ίσως – στις άλλες τέχνες όχι πάντα. Οι κριτικοί συχνά για να δείξουν ότι είναι κάτοχοι µιας ιδιαίτερης γνώσης γίνονται οι καλύτεροι και σκληρότεροι υποστηρικτές µιας αυθεντίας µε την ίδια ευκολία που είναι έτοιµοι να κατασπαράξουν κάποιον ο οποίος ακόµη δεν έχει υπογραφή που µετράει. Ετσι µπορεί µια απολύτως αποτυχηµένη ταινία να τη χαρακτηρίσουν όχι άθλια, αλλά «άνιση», ένα κάκιστο τραγούδι να πουν ότι «απλά δεν το κατάλαβε το κοινό», ένα µέτριο βιβλίο να είναι απλά η «όχι και καλύτερη στιγµή του συγγραφέα». Η υπογραφή δεν µετατρέπει απλώς κάτι µέτριο σε αριστούργηµα, αλλά µπορεί πραγµατικά να σώσει τον καλλιτέχνη από την ισοπέδωση. Κυρίως γιατί όποιος δεν βλέπει κάτι καλό στη νέα του δουλειά, δεν τολµάει να το πει. Αν µάλιστα τολµήσει να το πει, τότε τίθεται ένα τεράστιο ζήτηµα: το ποιος είναι αυτός που µιλάει.
Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι πως για να τολµήσει κάποιος να µιλήσει πρέπει να έχει κι αυτός µια υπογραφή. Δεν αρκεί να έχει αισθητική, δεν αρκεί να έχει γνώσεις, δεν αρκεί ούτε καν να µπορεί να τεκµηριώσει την άποψή του. Αν η υπογραφή του δεν µετράει, η θέση του είναι καταδικασµένη – είναι πιθανότερο να φτάσει να απολογείται αυτός για αυτή, παρά ο καλλιτέχνης, ο οποίος στο µεταξύ µπορεί να έχει χάσει και την έµπνευσή του.
Παλιά όποιον διατύπωνε τις αντιρρήσεις του για οτιδήποτε οι πολλοί θεωρούσαν «αριστούργηµα» τον θεωρούσαµε «αιρετικό». Με τον καιρό ο χαρακτηρισµός αυτός άρχισε να αρέσει πολύ και δεν ήταν και λίγοι αυτοί που έκαναν καριέρα ως αιρετικοί. Ποια ήταν η καριέρα τους; Να διαφοροποιούνται διαρκώς από τη θέση των πολλών – στο τέλος το έκαναν άνευ λόγου και αιτίας. Απλώς για να είναι και αυτοί συνεπείς µε την υπογραφή τους: όλα πάντα καταλήγουν στο ίδιο σηµείο!
Είναι κακό αυτό; Οχι απαραίτητα. Απλά στις µέρες µας έχουµε καταλήξει να έχουµε περισσότερες υπογραφές από όσες πραγµατικά αντέχουµε! Νοµίζω ότι έχουµε λιγότερους καλλιτέχνες από ό,τι παλαιότερα, αλλά και περισσότερες αυθεντίες που παράγουν έργα ακατανόητα. Εχουµε σίγουρα περισσότερους κριτικούς, αλλά έχουµε λιγότερους οπλισµένους µε την απαραίτητη πραγµατική ικανότητα να µας εξηγήσουν την ίδια την τέχνη, τις λεπτοµέρειες και τα κρυφά της νοήµατα. Εχουµε πλέον µια σταθερή παραγωγή αριστουργηµάτων που δεν κατανοούµε αλλά που ως τέτοια τα δεχόµαστε: κάποιοι τα χρυσοπληρώνουν κιόλας! Οχι απαραίτητα γιατί τους αρέσουν, αλλά γιατί κουβαλούν στην ούγια τους την απαραίτητη υπογραφή.
Αυτή η δικτατορία της υπογραφής υπάρχει πλέον παντού και όχι µόνο στην τέχνη: τη συναντάς στη µόδα, όπου ρετάλια κοστίζουν µισό µηνιάτικο, τη συναντάς στον µαγικό κόσµο των σεφ, όπου όλοι µιλούν για σάλτσες µε γαλλικά ονόµατα τη στιγµή που εσύ σκέφτεσαι ότι δεν µπορούν να φτιάξουν τα κεφτεδάκια της γιαγιάς σου, τη συναντάς στην πολιτική, όπου κάποιοι κάνουν καριέρα µηρυκάζοντας τα τσιτάτα του Ανδρέα Παπανδρέου. Τη συναντάς πιθανότατα ακόµη και στον εργασιακό σου χώρο, όπου είσαι υποχρεωµένος να ακούς του κόσµου τα παράλογα µόνο και µόνο γιατί αυτός που τα λέει είχε κάποτε φέρει σε πέρας ένα σοβαρό επαγγελµατικό πρότζεκτ – το ότι αυτό το κατάφερε πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν έχει σηµασία: του έδωσε το δικαίωµα της υπογραφής, και αυτό µετράει.
Στο σαρκαστικά υπέροχο «Αrt» τσακώνονται για ένα λευκό κάδρο µε υπογραφή δυο άνθρωποι που υπογραφή δεν έχουν. Ο ένας θέλει µε την αγορά του κάδρου να αποκτήσει υπογραφή – να γίνει αυτός που κατανοεί τη µοντέρνα τέχνη και την πολυπλοκότητά της, να γίνει σεβαστός από ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να δουν αυτό που κανείς δεν βλέπει –
ίσως γιατί δεν έχει το κουράγιο να πει ότι έχουµε να κάνουµε µε ένα τίποτα. Ο δεύτερος έχει όλες τις δικαιολογηµένες αντιρρήσεις που µπορεί να έχει κάποιος κοιτάζοντας ένα ανύπαρκτο έργο τέχνης, αλλά δεν µπορεί να απαντήσει στην ερώτηση «ποιος είσαι εσύ που το κρίνεις;». Και στην αποδοχή και στην απόρριψη αναζητείται το κύρος της υπογραφής – όσο κι αν δεν θέλουµε να το πιστεύουµε, στη ζωή είµαστε όµηροι όχι µόνο των δικών µας υπογραφών, αλλά καµιά φορά και των υπογραφών των άλλων.
Να προσέχετε τις υπογραφές. Οχι µόνο τις δικές σας, αλλά και των άλλων. Είναι επικίνδυνες…