Τον περασμένο Φεβρουάριο η 43χρονη Ακσάτα Μούρτι, σύζυγος του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σούνακ, επιστρέφοντας από μια σύντομη έξοδο για την παραλαβή των δύο κοριτσιών του ζεύγους από το σχολείο, βρέθηκε σε ένα από τα γνωστά λονδρέζικα μποτιλιαρίσματα. Προκειμένου να κερδίσει χρόνο, αντί να περιμένει, πρoτίμησε να περπατήσει τα τελευταία μέτρα προς τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Ως αποτέλεσμα, την εντόπισε ο φωτογραφικός φακός και την επόμενη ημέρα το απαράμιλλο ειρωνικό ύφος του βρετανικού Τύπου εστίασε στις αξίας 570 στερλινών σουέντ παντόφλες της. Θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από την κόρη του ινδού μεγιστάνα Ναραγιάνα Μούρτι (ιδιοκτήτη του κολοσσού της πληροφορικής Infosys) και κάτοχο, από κοινού με τον Σούνακ, περιουσίας ύψους περίπου 730 εκατ. στερλινών; Οχι, βέβαια. Αλλωστε, τα υποδήματα μάρκας JW Anderson ήταν προορισμένα να γίνονται αντιληπτά μόνο από τους γνώστες – και αυτό ήταν το ζήτημα. Πρόκειται για μια περίπτωση «stealth wealth», πλούτου που ξεφεύγει από τα ραντάρ όπως τα μαχητικά αεροσκάφη, κρυμμένος με εύσχημο τρόπο πίσω από τα υλικά και το παρουσιαστικό. Ο όρος αναφερόταν έως πρόσφατα σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με τη μόδα, πλέον όμως, όπως παρατηρούσε στις αρχές Ιουνίου ο Τζον Ολριτζ στο «Sunday Times Magazine», αφορά την πιστοποιημένη τάση του υπερπρονομιούχου 0,1% του πλανήτη να επενδύει σε αθέατες ή/και απλησίαστες από τον υπόλοιπο κόσμο δραστηριότητες.
Gadgets, private clubs και villotels
Στο απλούστερο επίπεδο, οι επιλογές αυτού του είδους ξεκινούν από τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Την επόμενη φορά που θα δείτε μια φωτογραφία ή ένα βίντεο του Ιλον Μασκ, του Τζεφ Μπέζος ή του Jay-Z, κοιτάξτε προσεκτικά το χέρι τους: η Κέιντι Λανγκ του «Time» στοιχηματίζει ότι το iPhone ή το smartphone τους δεν θα έχει θήκη. Για τους ταπεινούς χρήστες το κόστος της απώλειας παρόμοιων συσκευών είναι τέτοιο ώστε, σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς της συμβουλευτικής εταιρείας Verified Market Research, η αγορά των προστατευτικών κινητών τηλεφώνων θα ανέλθει από τα 21,6 δισ. δολάρια το 2020 στα 35,8 δισ. δολάρια το 2028. Το μήνυμα επομένως είναι σαφές, γράφει η Λανγκ: «Kαμία θήκη, κανένα πρόβλημα, μπορώ να το αντικαταστήσω». Μια εναλλακτική ερμηνεία προτείνει στο «Time» η Θωμαή Σερντάρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης: περιστοιχιζόμενοι από οδηγούς, θυρωρούς και σωματοφύλακες, προφανώς ο Μασκ, ο Μπέζος και οι ομόλογοί τους δεν συστεγάζουν το κινητό τους σε τσέπες με κλειδιά αυτοκινήτων ή σπιτιών, πιστωτικές κάρτες ή ταυτότητες ρισκάροντας αμυχές στην επιφάνειά του, άρα η συσκευή δεν χρήζει προστασίας. «Αν βρίσκεσαι σε αυτό το επίπεδο πλούτου», επισημαίνει η Σερντάρη, «δεν χρειάζεται να κρατάς τίποτε άλλο παρά μόνο το τηλέφωνό σου και ό,τι αυτό υπαινίσσεται».
Ο «υπαινιγμός» αποτελεί κομβική έννοια, γιατί μας απομακρύνει από την επιδεικτική κατανάλωση, έννοια που ο αμερικανός κοινωνιολόγος Θορστάιν Βέμπλεν είχε προτείνει στο τέλος της λεγόμενης «επίχρυσης εποχής», το 1899, ως ειδοποιό στοιχείο της «αργόσχολης τάξης». Οχι ότι τα δεδομένα εκείνης της περιόδου της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης και της αλόγιστης σπατάλης έχουν πάψει έκτοτε να ισχύουν για τα ανώτερα οικονομικά στρώματα. Κατά τον Τζον Ολριτζ οι δαπάνες σε αγαθά και υπηρεσίες πολυτελείας παρουσίασαν άνοδο κατά 22% το 2022 και αναμένεται περαιτέρω αύξηση κατά 8% εφέτος. Ωστόσο, η συγκυρία της διαδοχής οικονομικών, υγειονομικών, ενεργειακών κρίσεων τον 21ου αιώνα θέτει κάποια προσκόμματα – ειδικά όταν σκεφθεί κανείς τον μόνιμο βραχνά των κοινωνικών μέσων. Ο μέσος μεγιστάνας δεν βρίσκεται τόσο στο έλεος των paparazzi, αρκεί όμως ένα τυχαίο συναπάντημα, ένας οποιοσδήποτε απλός πολίτης και η κάμερα ενός φτηνού κινητού για να γίνει viral μια εικόνα υπερβολής που ο ίδιος θα προτιμούσε να μη δημοσιοποιηθεί ποτέ. Εδώ βρίσκεται για το «Sunday Times Magazine» το κλειδί μιας ολόκληρης σειράς επενδύσεων προορισμένων εξαρχής να παραμείνουν κρυφές.
Το νέο εστιατόριο Bacchanalia στο Λονδίνο, για παράδειγμα, ένας χώρος με ελληνορωμαϊκή αισθητική, γλυπτά του Ντάμιεν Χιρστ, μενού του Αθηναγόρα Κωστάκου και ιδιοκτήτη τον Ρίτσαρντ Κέρινγκ του Annabel’s, διαθέτει, σύμφωνα με τον Ολριτζ, «την πιο αποκλειστική ιδιωτική λέσχη του κόσμου»: για να γίνει κανείς μέλος στο «Apollo’s Muse» και να απολαύσει ακόμα περισσότερη πολυτέλεια, αυθεντικές αρχαιότητες, κουαρτέτα εγχόρδων και αναβαθμισμένη στο έπακρο σαμπάνια δεν φτάνει μια απλή εφάπαξ κατάθεση 117.000 ευρώ και η ετήσια συνδρομή άλλων 20.000, απαιτείται προηγουμένως πρόσκληση. Από αυτή την άποψη είναι λιγότερο προσβάσιμο και από το Aman Hotel του Βλαντισλάβ Ντορονίν στη Νέα Υόρκη, το οποίο μπορεί να παραχωρεί το φθηνότερο δωμάτιό του αντί 4.000 ευρώ τη βραδιά (πρωινό δεν συμπεριλαμβάνεται), αν όμως κάποιος θελήσει αίφνης να απολαύσει έναν καφέ στο εσωτερικό του χωρίς να είναι πελάτης του ξενοδοχείου θα πρέπει να αποχωριστεί 200.000 δολάρια προκειμένου να γίνει μέλος του Aman Club (και ο καφές θα του χρεωθεί έξτρα). «Για κάποιους ίσως αυτά τα χρήματα ακούγονται πολλά, πληρώνεις όμως για να βρίσκεσαι ανάμεσα σε συγκεκριμένους ανθρώπους» λέει ακομπλεξάριστα ο ίδιος ο Ντορονίν στο «Sunday Times Magazine» επικαιροποιώντας για τον 21ο αιώνα την αρχαία παροιμία «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον έσθ’ ο πλους». Θέση κατά μία έννοια ορθή, εφόσον ο συγκεκριμένος καθένας μπορεί με την ίδια άνεση, εφόσον προτιμά την ιδιωτικότητα από τον συγχρωτισμό, να ενοικιάσει τη Βίλα Αστορ στο Αμάλφι για 200.000 ευρώ την εβδομάδα και να τη μετατρέψει στο προσωπικό του «villotel» – τάση εξίσου δημοφιλή μεταξύ των σημερινών κροίσων, σύμφωνα με το περιοδικό.
Από την Αφρική στην Ανταρκτική
Ο τομέας των ταξιδιών είναι ωστόσο εκείνος που εκφράζει το «stealth wealth» σε όλο του το μεγαλείο. Η χρήση των ιδιωτικών τζετ στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τον Ολριτζ, αυξάνεται ραγδαία: το 2022 από τα αεροδρόμιά του απογειωνόταν κατά μέσο όρο ένα κάθε έξι λεπτά. Εταιρείες όπως η Flexjet, η οποία διατηρεί έναν στόλο 235 αεροπλάνων, προσφέρουν 100 ώρες πτήσης ετησίως αντί 1,5 εκατ. δολαρίων. Αλλοι ναυλώνουν τζετ για επαγγελματικούς λόγους, άλλοι για λόγους αναψυχής. Καταβάλλοντας τα 165.300 δολάρια το άτομο που ζητά η εταιρεία Roar Africa μπορεί κανείς να πεταχτεί για ένα σαφάρι στο Σερενγκέτι ή για παρατήρηση γοριλών στη Ρουάντα. Αν το θερμό περιβάλλον δεν τον συγκινεί, υπάρχει και το ψυχρό. Τα οικήματα της εταιρείας Pelorus στο Echo Camp της Ανταρκτικής θυμίζουν στην όψη χαπάκια, είναι διακοσμημένα με gadgets της διαστημικής εποχής και αυθεντικές φωτογραφίες από τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, στελεχώνονται από έμπειρους σεφ και ξεναγούς, συνδυάζονται με σκι, αναρρίχηση, τη δυνατότητα να πιει κανείς το ποτό του με πάγο ηλικίας 10.000 ετών και τιμώνται 1,25 εκατ. δολάρια την εβδομάδα για έναν αριθμό έως 12 άτομα. Συγγενής πρακτική είναι οι κρουαζιέρες στην Ανταρκτική με ειδικά κατασκευασμένα superyachts που διαθέτουν ενισχυμένο κύτος ανάλογο εκείνου των παγοθραυστικών. Αυτή τη στιγμή 88 τέτοια πλοία είναι υπό κατασκευή, ενώ έως το 2030 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η παράδοση 110 ακόμα. Και για έναν πολύ πιο καθημερινό τύπο μετακίνησης, ας προστεθεί εδώ το γεγονός της άνθησης της αγοράς εξατομικευμένων αυτοκινήτων πολυτελείας. Ο Τζον Ολριτζ παραθέτει το παράδειγμα μιας Rolls-Royce της οποίας το κόστος του εσωτερικού διπλασίασε την κανονική τιμή του αυτοκινήτου, καθώς ο αγοραστής ζήτησε o ουρανός και η καμπίνα να καλυφθούν με ραμμένη χειροποίητη διακόσμηση από λουλούδια και πεταλούδες.
Το αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα και το περιβάλλον
Η Λουσία φαν ντερ Ποστ έγραφε παλαιότερα στον «Guardian» ότι αυτή η εκδοχή της πολυτέλειας «δεν σημαίνει μικρότερη σπατάλη, σημαίνει πιο εκλεπτυσμένη χρήση του ύφους και της εξουσίας». Το μινιμαλιστικό στοιχείο, η συγκρατημένη επίδειξη, η υπαινικτική παρουσία του brand είναι εμφανής και στο εμβληματικό «Succession» του HBO, την πιο πρόσφατη μεταφορά γύρω από τη σημερινή όψη του ανυπέρβλητου πλούτου. Ολα τα παραπάνω, όπως έγραφε ο Πολ Τζον Κάνια τον περασμένο Μάιο στο «Esquire», δεν αποκτώνται αυτόματα ούτε εξαγοράζονται πρόχειρα, απαιτούν χρόνο, έρευνα και τη συνειδητοποιημένη βούληση για την εύρεση του ιδανικού αντικειμένου. Και προϋποθέτουν κάτι που παρατηρεί ο Ρόμπερτ Μπερκ της ομώνυμης βρετανικής συμβουλευτικής εταιρείας στο «Sunday Times Magazine» – «έναν χώρο ασφάλειας». Ο πλούτος του 21ου αιώνα επιχειρεί την περιχαράκωση των προνομίων του σε έναν καιρό αστάθειας. Αν η αποκλειστικότητα αναδεικνύεται σήμερα ως υπέρτερη αξία, δεν είναι μόνο με τη διάσταση του συμβόλου status, έτσι ήταν σε κάθε κοινωνία. Είναι επειδή τη δεδομένη στιγμή η αποκλειστικότητα εξασφαλίζει παράλληλα και τον φυσικό, όχι μόνο τον συμβολικό διαχωρισμό από τους «hoi polloi». Πρόκειται για μία από τις διαπιστώσεις που κάνουν τον φημισμένο γάλλο οικονομολόγο Τομά Πικετί στο πρόσφατο βιβλίο του «Μια σύντομη ιστορία της ισότητας» (εκδ. Πατάκη) να εφιστά την προσοχή στις αναδυόμενες εκφάνσεις ενός «νέου τιμοκρατικού συστήματος».
Αντιδράσεις γίνονται ήδη αντιληπτές όσον αφορά τις πιο ορατές από τις αόρατες πτυχές της «ήρεμης πολυτέλειας», αυτές που έχουν να κάνουν με την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας. Περιβαλλοντιστές ακτιβιστές καλούν για απαγόρευση των ιδιωτικών τζετ, που σε σχέση με τα αεροπλάνα της γραμμής απελευθερώνουν 5 έως 14 φορές μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, και των superyachts, ένα μόνο από τα οποία φτάνει για να παράγει 16.320 τόνους του ίδιου αερίου ετησίως. Τον περασμένο Απρίλιο οι εκστρατείες αυτές πέτυχαν την πρώτη τους νίκη, όταν το αεροδρόμιο Σίπχολ του Αμστερνταμ ανακοίνωσε ότι αρχής γενομένης από το 2026 θα απαγορεύσει πλέον την προσγείωση ή απογείωση ιδιωτικών τζετ. Ως προς το ζήτημα της πλανητικής υπερθέρμανσης, το βήμα είναι αναμφίβολα θετικό. Ως προς τον περιορισμό του «stealth wealth» είναι αμφίβολο αν θα έχει οποιαδήποτε επίδραση – όταν κλείνει μια δίοδος για τη ροή του χρήματος, ανοίγει μια άλλη. Γιατί, όπως το διατύπωνε επιγραμματικά και ο Μάικλ Ντάγκλας ως Γκόρντον Γκέκο στο «Wall Street» του 1987: «Μoney never sleeps, pal».