Για τον Ιούλιο Βερν η ιδέα ήταν γοητευτική. Διασχίζοντας στο Παρίσι τον Σηκουάνα από την Pont des Arts μαζί με τον φίλο του Ζαν Μασέ, παιδαγωγό, δημοσιογράφο και πολιτικό, παρατήρησαν τα πανταχού παρόντα στο ποτάμι, τότε όπως και τώρα, bateaux mouches.
Κάνοντας έναν συνειρμό, ο Μασέ αναρωτήθηκε πώς θα ήταν άραγε ένα νησί που να κινείται σαν όχημα. Ο Βερν, με τη σειρά του, αναλογίστηκε ότι το ερώτημα άνετα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα ενός μυθιστορήματος.
«Το νησί με τις έλικες» (L’île à hélice) εκδόθηκε το 1895 και η πλοκή του εκτυλίσσεται σε μία νήσο, όχι μυστηριώδη αλλά τεχνητή αυτή τη φορά, κατοικημένη αποκλειστικά από εκατομμυριούχους, η οποία ταξιδεύει στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Πικρή σάτιρα για τα θρησκευτικά, πολιτικά και πολιτισμικά χάσματα της Ευρώπης και της Αμερικής, ανήκει σε μια κατηγορία διασκεδαστικών έργων του Βερν τα οποία λειτουργούσαν παράλληλα ως δηκτικά σχόλια πάνω στην κοινωνία της Δύσης όπως η «Παράξενη διαθήκη» ή «Το κυνήγι του αερόλιθου».
Εκατόν τριάντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, όμως, φαίνεται ότι η κλιματική κρίση προορίζεται να το καταστήσει προφητικό. Αν η συνεργασία μεταξύ του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για τους Ανθρώπινους Οικισμούς (UN Habitat), του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Μπγιάρκε Ινγκελς και της τεχνολογικής εταιρείας Oceanix καρποφορήσει, το πλωτό νησί των 12.000 κατοίκων που ως το τέλος του έτους θα αρχίσει να κατασκευάζεται στην Μπουσάν της Νότιας Κορέας με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2028 ίσως αποδειχθεί κομβικό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης στην προσπάθεια μετριασμού των επιπτώσεων της πλανητικής υπερθέρμανσης για τις παράκτιες μητροπόλεις.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη κάτι παραπάνω από ορατές. Το 2020, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, 30,7 εκατομμύρια άτομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εξαιτίας καιρικών φαινομένων.
Πέρα από την ξηρασία, τις δασικές πυρκαγιές και την ακραία μετεωρολογική αστάθεια, οι επιστήμονες προειδοποιούν, πλέον σχεδόν σε καθημερινή βάση, για τη διαφαινόμενη καταστροφική άνοδο της στάθμης των θαλασσών κατά 1 ως 1,6 μέτρα ως το 2100, αν οι εκπομπές ρύπων παραμείνουν υψηλές.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλούνταν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ το 2022, περισσότερα από 410 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως θα κινδυνεύουν εξαιτίας της μέχρι τα τέλη του αιώνα.
Τα δεδομένα ποικίλλουν από μελέτη σε μελέτη, αλλά μεταξύ των πόλεων που αναμένεται να αντιμετωπίσουν τις σοβαρότερες δυσχέρειες συγκαταλέγονται η Καλκούτα, η Ντάκα, η Μπανγκόκ, το Λάγος, η Τζακάρτα – με άλλα λόγια, ορισμένα από τα πολυπληθέστερα και ταχύτερα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Γης.
Το μέγεθος του προβλήματος ως προς την αμεσότητα και το χρηματικό τίμημα θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει σαφές από την περίπτωση της (πολύ μικρότερης αριθμητικά σε πληθυσμό από τις παραπάνω) Βενετίας και των 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που κόστισε η πρόσφατη αντιπλημμυρική θωράκισή της με το σύστημα MOSE.
Mια εναλλακτική σχολή σκέψης, ωστόσο, θεωρεί ότι παρόμοια αμυντικού χαρακτήρα έργα συγκράτησης των θαλασσών συνιστούν λανθασμένη προσέγγιση. Οι υπέρμαχοί της αντλούν τη δική τους έμπνευση από φουτουριστικές ιδέες της δεκαετίας του ’60 που αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση του αστικού ιστού.
H Triton City του αμερικανού φιλοσόφου και αρχιτέκτονα Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φούλερ, για παράδειγμα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του υπουργείου Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, όπως και του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η Βαλτιμόρη προσφέρθηκε να φιλοξενήσει ένα πρότυπο στον Κόλπο Τσέζαπικ, όμως η πρόταση δεν υλοποιήθηκε.
Το ίδιο συνέβη με το σχέδιο του ονομαστού ιάπωνα αρχιτέκτονα Κένζο Τάνγκε για την πλήρη ανανέωση της όψης του Τόκιο μέσω της μετατροπής του κόλπου του σε πλωτή πόλη. Πρώιμες, ίσως, καινοτόμες οπωσδήποτε, παρόμοιες συλλήψεις παράγουν σήμερα ιδέες για πειραματισμούς ωθούμενους πια όχι από την αισθητική, αλλά από την ανάγκη.
Μπουσάν, Άμστερνταμ, Λάγος
Η πρωτοβουλία της Oceanix χρονολογείται από το 2018, τα πρώτα της σπέρματα όμως ανάγονται στο 2007-2008, όταν ο ταϊτινός ιδρυτής της, Μαρκ Κόλινς Τσεν, ήταν υπουργός Τουρισμού της Γαλλικής Πολυνησίας.
Κτήση που αποτελείται από 121 νησιά και ατόλες διάσπαρτα σε μια απόσταση 2.000 χιλιομέτρων στον Ειρηνικό Ωκεανό, η Πολυνησία απειλείται άμεσα από την κλιματική αλλαγή: η επιθεώρηση «Nature Conservation» υπολόγιζε το 2013 ότι μέσα στα επόμενα 60 χρόνια το ένα τρίτο των εδαφών της θα έχει βυθιστεί κάτω από τα νερά.
Γνωρίζοντας εκ των έσω το χρηματικό κόστος της ανέγερσης «τειχών» ή της επανεγκατάστασης πληθυσμών σε άλλες περιοχές, ο Τσεν διερωτήθηκε, όπως έλεγε τον Αύγουστο του 2021 στην Ελισαβέτα Μπράντον του Ιδρύματος Σμιθσόνιαν, αν η προέλαση ήταν καλύτερη λύση από την υποχώρηση.
Εχοντας έρθει σε συνεννόηση με το γραφείο του δανού starchitect Μπγιάρκε Ινγκελς, παρουσίασε την κοινή τους πρότασή σε ένα φόρουμ του UN Habitat στα Ηνωμένα Εθνη τον Απρίλιο του 2019.
Ο σχεδιασμός, σύμφωνα με άρθρο του Στίβεν Τρέφινγκερ στους «New York Times» τον περασμένο Μάιο, προβλέπει την πόντιση σε απόσταση περίπου ενός μιλίου από την ακτή της πόλης Μπουσάν, της δεύτερης μεγαλύτερης σε πληθυσμό στη Νότια Κορέα, πλατφορμών θεμελιωμένων στον βυθό, επάνω στις οποίες θα εδράζονται εξαγωνικά νησιά, το καθένα από τα οποία θα στεγάζει 300 άτομα.
Εξι νησιά θα αποτελούν ένα «χωριό», στο εσωτερικό του οποίου θα σχηματίζεται ένα προστατευμένο λιμάνι. Εξι «χωριά» θα συνιστούν μια πόλη – και ούτω καθεξής. Τα υποθαλάσσια θεμέλια δεν θα αποτελούνται από τσιμέντο, αλλά από τον λεγόμενο «βιοβράχο», υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τεχνητών κοραλλιογενών υφάλων.
Για τη διασφάλισή τους από τρικυμίες και τυφώνες ο Ινγκελς απευθύνθηκε στο ΜΙΤ και σε εταιρείες με ειδίκευση στη θαλάσσια μηχανική, ενώ για τα κτίρια επέλεξε υλικά όπως το ξύλο και το ατσάλι.
Η δομή θα είναι συνδεδεμένη με την ξηρά μέσω γέφυρας, θα έχει δυνατότητες αφαλάτωσης νερού, διαχείρισης των απορριμμάτων και παραγωγής ενέργειας – με την προοπτική μάλιστα η τελευταία να υπερκαλύπτει τις ανάγκες της και ένα ποσοστό της να «εξάγεται» στην ηπειρωτική χώρα.
Σε πρώτο στάδιο η Oceanix Busan θα έχει έκταση 62 στρεμμάτων, με δυνατότητες προέκτασης ώστε ο αρχικός πληθυσμός των 12.000 κατοίκων να μπορεί να φτάσει ως τις 150.000.
Παρόμοιες λύσεις δοκιμάζονται σε διάφορα σημεία του κόσμου. Πέντε χιλιάδες πλωτές κατοικίες που θα στεγάσουν 20.000 άτομα το 2027 βρίσκονται υπό κατασκευή στις Μαλδίβες υπό την επίβλεψη της εταιρείας Dutch Docklands και της κυβέρνησης της χώρας.
Η τεχνογνωσία που εδώ και περίπου 400 χρόνια προστατεύει την Ολλανδία, η οποία βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο της θάλασσας, είναι εμφανής στο Εϊμπουρχ του Αμστερνταμ: εκεί μια νέα συνοικία 45.000 κατοίκων χτίζεται πάνω στα νερά.
Πολύ πιο φιλόδοξο είναι το πρόγραμμα Eko Atlantic στο Λάγος, όπου μια ολόκληρη χερσόνησος 250.000 κατοίκων θα προβάλει από τον ωκεανό λειτουργώντας ταυτόχρονα ως ασπίδα έναντι της διάβρωσης που υπονομεύει το έδαφος της πρώην πρωτεύουσας της Νιγηρίας.
Η δυναμική των σχεδίων αυτών είναι τέτοια ώστε στο απόγειο της πανδημίας, τον Δεκέμβριο του 2020, η εταιρεία Ocean Builders αποπειράθηκε να εγκαθιδρύσει μια πλωτή τεχνολογική πόλη με βασικό νόμισμα το Bitcoin σε ένα κρουαζιερόπλοιο αγκυροβολημένο στον κόλπο του Παναμά.
Για ένα επιτυχημένο εγχείρημα, όμως, δεν αρκεί να συσσωρεύσεις δημοφιλείς έννοιες της στιγμής τη μία επάνω στην άλλη, έτσι μάλλον δεν είναι παράξενο που η όλη σύλληψη κατέρρευσε όταν δεν βρέθηκε ασφαλιστική εταιρεία που να αναλαμβάνει την κάλυψή της.
Η Ελισαβέτα Μπράντον πάντως επεσήμαινε στο άρθρο της στον ιστότοπο του Ιδρύματος Σμιθσόνιαν ότι η ανάμειξη νέων τεχνικών και παραδοσιακών πρακτικών μπορεί πράγματι να αποβεί αποδοτική στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής:
«Πάνω από 13.000 άνθρωποι ζουν σε σπίτια πάνω σε πασσάλους σε μια προβλήτα μήκους 37 χιλιομέτρων στο Καμπόνγκ Αϊέρ του Μπρουνέι, έναν πλωτό συνοικισμό ηλικίας 600 ετών. (…) Και στην περουβιανή όχθη της λίµνης Τιτικάκα ο γηγενείς Ούρος ζουν σε 62 πλωτά νησιά εδώ και 4.000 χρόνια – αν και σε πολύ µικρές αριθµητικά κοινότητες πια».
Κλιματικοί παράδεισοι για λίγους
Η ιδέα δεν πείθει τους πάντες. «Η απάντηση που συνήθως παίρνω όταν εκθέτω το ζήτημα είναι «Α, θέλεις να φτιάξεις το Waterworld«» έλεγε τον Δεκέμβριο του 2020 στο περιοδικό «Scientific American» ο Γκρεγκ Ντελόν, αρχιτέκτονας και ιδρυτής του Deep Blue Institute, οργανισμού αφιερωμένου στην κατασκευή βιώσιμων θαλάσσιων κοινοτήτων. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι το μέλλον του πλανήτη μπορεί όντως να μοιάζει με μεταποκαλυψιακή ταινία (πλην του Κέβιν Κόστνερ), ο σκεπτικισμός δεν είναι αδικαιολόγητος.
Η Αμάντα Κόλσον Χάρλεϊ απαριθμούσε στο Bloomberg τα μειονεκτήματα των πλωτών πόλεων ήδη από το 2019: η απόστασή τους από την ηπειρωτική χώρα τις αφήνει έρμαια πιθανών ενεργειακών βλαβών· αν δεν ρυθμιστεί η νομική υπόστασή τους με υπαγωγή στο κράτος στις ακτές του οποίου θα οικοδομηθούν, μπορεί να εξελιχθούν στο αντίστοιχο των εξωχώριων εταιρειών – σε «κλιματικούς παραδείσους» για το 1% του πλανήτη· σε σύγκριση με τα 4 έως 5 εκατομμύρια άτομα που ίσως χρειαστεί να εγκαταλείψουν αστικά συγκροτήματα όπως αυτό της Τζακάρτα εξαιτίας της ανόδου της στάθμης των υδάτων, οι δεκάδες χιλιάδες ένοικοι των σχεδίων τύπου Oceanix είναι προφανώς ανεπαρκείς.
Γράφοντας στο «The Conversation» την ίδια περίοδο, ο λέκτορας της Σχολής Αρχιτεκτονικής, Ντιζάιν και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ Μπράιντον Γουάνγκ σχολίαζε ότι η εμπορική εκμετάλλευση παρόμοιων μορφών αρχιτεκτονικής παραμένει το ζητούμενο, υποστηρίζοντας πως αντί της ανακούφισης των κλιματικών προσφύγων το πιθανότερο μέλλον των πλωτών πόλεων είναι να εξελιχθούν σε τεχνολογικούς κόμβους ή τουριστικούς προορισμούς – προσβάσιμες στους λίγους, επομένως, παρά στους πολλούς.
Η κλιμάκωση της κλιματικής κρίσης θα έχει ως αποτέλεσμα 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι να ζουν το 2050 σε χώρες με ανεπαρκή υποδομή για την αντιμετώπιση της ανόδου της στάθμης των υδάτων, σύμφωνα με στοιχεία της δεξαμενής σκέψης Institute for Economics & Peace.
Ιδωμένη στο πλαίσιο αυτό, η Oceanix Busan δεν μπορεί να αποτελέσει πανάκεια: για να στεγαστεί ένας πληθυσμός τέτοιου μεγέθους θα χρειάζονταν 9.000 αντίγραφά της, γράφει η Ελισαβέτα Μπράντον.
Ιδωμένη όμως από μια άλλη οπτική γωνία, η πρόταση των πλωτών πόλεων διευρύνει με ρεαλιστικούς πλέον όρους τον διάλογο γύρω από την επινόηση πρακτικών για την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων επιπτώσεων της πλανητικής υπερθέρμανσης. Αυτό ήταν και το σκεπτικό του νομπελίστα οικονομολόγου Τζόζεφ Στίγκλιτζ όταν είχε επαινέσει την πρωτοβουλία της Oceanix κατά την παρουσίασή της στον ΟΗΕ το 2019: «Αξίζει να το δοκιμάσουμε» έλεγε στο «National Geographic». «Ο μόνος τρόπος να ανακαλύψεις αν κάτι είναι εφικτό, είναι να προσπαθήσεις να το εφαρμόσεις».