Εψαχνα να βρω κάτι στο κλίµα των ηµερών. Που και να είναι εορταστικό, και να είναι ενδιαφέρον, και να µην αποτελεί επανάληψη όσων έχω ήδη γράψει µέσα στα 30 και βάλε Πάσχα της δηµοσιογραφικής παρουσίας µου στο «Βήµα». Δεν έβρισκα. Αποφάσισα να προσπεράσω τη Μεγάλη Εβδοµάδα και να γράψω κάτι τελείως άσχετο µε το κλίµα των ηµερών. Τότε έπεσε στα χέρια µου το «Ως στρουθίον µονάζον επί δώµατος» του Γιάννη Τσαρούχη. Ξεφυλλίζοντάς το στάθηκα στην «Αναστάσιµη συνοµιλία», την αναδηµοσίευση µιας συνέντευξης που είχε δώσει ο Τσαρούχης στον Ματθαίο Μουντέ για το περιοδικό «Γυναίκα». «Νιώθετε την επικαιρότητα της Αναστάσεως σαν µήνυµα ανανέωσης και χαράς;» ρωτάει ο δηµοσιογράφος τον ζωγράφο. «Είµαι φυτοφάγος και για µένα η Ανάσταση δεν είναι το ψητό αρνί που µάλλον µε αποτροπιάζει και µου θυµίζει τον Αθανάσιο Διάκο» απαντά εκείνος επιστρατεύοντας το χιούµορ του. Και συνεχίζει: «Η Ανάσταση µέσα µου συνδέεται πολύ περισσότερο µε την αιώνια ζωή του ανθρώπου και την παντοτινά αγέραστη νεότητα της φύσεως. Πάντα ο νους µου πηγαίνει στον Αδωνι και στην Περσεφόνη που επανέρχεται και πάντοτε συνταυτίζεται µέσα µου η Δήµητρα µε την Παναγία. Πείτε µε νεοκλασικό, ροµαντικό, ειδωλολάτρη ή πανθεϊστή, έτσι σκέφτοµαι, αυθόρµητα».
Αναλογίστηκα για άλλη μία φορά πόσο τυχεροί είμαστε που είχαμε έναν Τσαρούχη. Οχι μόνο για την προσφορά του στην τέχνη, αλλά και επειδή στα κείμενά του, στα λόγια του, διέσωσε μια Ελλάδα που στέκεται πολύ πιο ψηλά από εκεί που, δυστυχώς, τη ρίξαμε. Συνέχισα να διαβάζω: «Για να μου ξαναμιλήσει η Ανάσταση του Χριστού και η Λαμπρή και να αρθώ στο ύψος των αναμνήσεών μου, χρειάζεται ψυχική αγνότης και συγκέντρωση. Ενας καλλιτέχνης άλλωστε πρέπει να καλλιεργεί πάντα αυτή την αγνότητα, όπως ένας αθλητής τη φόρμα του. Τις αξίες της Ρωμιοσύνης μέσα μου τις αφήνω ελεύθερες να ζήσουν ή να πεθάνουν. Τους δίνω τις καλύτερες συνθήκες επιβιώσεως, προσπαθώντας να είμαι αληθινός και ουσιαστικός. Απεχθάνομαι τη φαρισαϊκή συντήρηση των μορφών που δεν έχουν αντίκρισμα ουσίας. Εν τούτοις πάντοτε βάφω αβγά, όπου και αν βρίσκομαι, και γενικά ό,τι μπορώ να διατηρήσω, ό,τι έμαθα από τη μάνα μου και τον πατέρα μου το συντηρώ γιατί και μια κουταμάρα να είναι, όταν γίνεται επί πολλούς αιώνες, παίρνει αξία και δίνει δύναμη. (…) Προτιμώ τη συντηρητικότητα από τη χυδαιότητα του δήθεν ελεύθερου στοχαστή. Απεχθάνομαι τις περιττές ελευθερίες όσο μεγάλες και αν είναι». Είχα ανοιχτή την μπαλκονόπορτα, έξω έβρεχε. Η γειτονιά μου δεν είναι και η πιο όμορφη. Εκείνη την ημέρα, όμως, η ανοιξιάτικη βροχή μάδησε τις ανθισμένες νεραντζιές γεμίζοντας τα πεζοδρόμια με λευκά ευωδιαστά λουλουδάκια. Το άρωμά τους πλημμύρισε και το δωμάτιό μου. Κάτι οι νεραντζιές, κάτι τα λόγια του Τσαρούχη, ξαφνικά ήρθε πιο κοντά το Πάσχα!
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.