Κάπου πήρε το μάτι μου μία έρευνα (ή κάτι τέτοιο) που μας ενημέρωνε ότι ο ένας στους δύο Ελληνες εφέτος δεν θα κάνει διακοπές. Νομίζω υπήρχε στη διατύπωση ένα λάθος: το πιθανότερο είναι ότι ο ένας στους δύο Ελληνες δεν θα πάει διακοπές. Αλλο «πάω διακοπές» και άλλο «κάνω διακοπές». Το πράγμα είναι κομμάτι διαφορετικό. Θα το εξηγήσω.
«Πάω διακοπές» σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: σημαίνει αφήνω το σπίτι μου για έναν τουριστικό προορισμό που έχω επιλέξει. «Πάω διακοπές» σημαίνει έχω ψάξει το νησί, το χωριό, το βουνό κ.τ.λ. που θα επισκεφθώ, έχω εντοπίσει ένα ξενοδοχείο, έχω υπολογίσει τι χρήματα θα χαλάσω, έχω επιλέξει την παρέα μου κ.τ.λ. «Πάω διακοπές» σημαίνει έχω προγραμματίσει τι θα κάνω, έχω μπροστά μου συγκεκριμένες ημερομηνίες, έχω συλλέξει πληροφορίες για το μέρος που με περιμένει ή το γνωρίζω καλά γιατί το έχω επισκεφθεί και παλαιότερα και έχω περάσει καλά. «Κάνω διακοπές» είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Διακοπές κάνεις όταν απλώς σταματάς από τη δουλειά και όταν μπαίνεις σε «mood διακοπών», δηλαδή χωρίς υποχρεωτικά και απαραίτητα να βρεθείς σε ξενοδοχείο ή κάμπινγκ, όταν έχεις για κάποιες ημέρες προβληματισμούς απολύτως καλοκαιρινούς του είδους τι ώρα θα πάμε για μπάνιο, πού θα πιούμε κάνα ούζο, πού θα πάμε το βράδυ κ.τ.λ. Νομίζω πως οι Ελληνες ίσως σταματήσουν να πηγαίνουν διακοπές – αποκλείεται να σταματήσουν να κάνουν διακοπές. Μάλιστα, ίσως σταματώντας να πηγαίνουν διακοπές, μάθουν να κάνουν διακοπές. Το δεύτερο μου φαινόταν πάντα πιο χρήσιμο από το πρώτο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος