Βρέθηκα εκεί για πρώτη φορά μικρός, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνων, σε ένα από τα ταξίδια που κάναμε οικογενειακώς με τον ναυτικό πάτερα μου κάθε καλοκαίρι που έκλειναν τα σχολεία. Πέρασα περίπου έναν μήνα μέσα στα ναυπηγεία του Γκντανσκ, καθώς το γκαζάδικο στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας μου είχε δέσει για επισκευές.
Δεν μπορούσα να γνωρίζω τότε πως έπειτα από τρία χρόνια, σε εκείνη την αχανή, λιγδιασμένη από τα πετρέλαια και τα γράσα «πολιτεία» με τις τεράστιες δεξαμενές και τις σκουριασμένες λαμαρίνες, θα γραφόταν Ιστορία – αναφέρομαι βεβαίως στην απεργία που ανέδειξε το συνδικάτο «Αλληλεγγύη» (με επικεφαλής τον Λεχ Βαλέσα), που πυροδότησε την αντίσταση κατά του τυραννικού καθεστώτος του στρατηγού Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι και που οδήγησε στην ανατροπή του.
Θυμάμαι όμως πολύ καλά τη θλίψη που τύλιγε την πόλη. Οπως θυμάμαι και πόσο όμορφο ήταν το Γκντανσκ ακόμα και εκείνα τα σκοτεινά, μελαγχολικά και ποτισμένα από τον φόβο, λόγω της πολιτικής κατάστασης, χρόνια.
Η ανάμνηση της λαβωμένης, χλωμής ομορφιάς του, όπως την είχα γνωρίσει στις βόλτες που κάναμε με τους γονείς μου στο ιστορικό κέντρο τα απογεύματα που βγαίναμε από τα ναυπηγεία, ήταν πάντα πολύ δυνατή και με έκανε να θέλω να επιστρέψω. Το έκανα. Ταξίδεψα ξανά και ξανά πίσω στο Γκντανσκ (και θα το ξανακάνω με την πρώτη ευκαιρία) για να γίνω αυτόπτης μάρτυρας της εντυπωσιακής μεταμόρφωσής του, μετά την πτώση του κομμουνισμού, σε μια πόλη γεμάτη ζωή και κίνηση, τόσο όμορφη, αριστοκρατική και μεγαλοπρεπή που θαρρείς πως βγαίνει από παραμύθι. Το αγάπησα πολύ.
Ετσι, κάθε φορά που μου ζητούν να προτείνω κάποιον προορισμό για ολιγοήμερες διακοπές είναι από τις πρώτες πόλεις που έρχονται στο μυαλό μου: Για την κομψότητα και την αρχοντιά του. Για τις βόλτες στο μεγάλο κανάλι και στην παλιά πόλη, με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι. Για τις καταπράσινες γειτονιές με τα σπίτια-βίλες, τους κήπους τους που μοσχομυρίζουν βρεγμένο χώμα και ξύλο, τους ήσυχους δρόμους και τα φροντισμένα πάρκα. Για τα απογεύματα στις τεράστιες αμμουδερές παραλίες του Σόποτ και της Γκντίνια, τότε που παρασυρμένος από τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου κάνεις την αποκοτιά: βουτάς κι εσύ για λίγο τα πόδια σου στα κρυστάλλινα νερά της Βαλτικής για να απορήσεις με τις αντοχές των ντόπιων (που απολαμβάνουν πανευτυχείς το μπάνιο τους) στο κρύο. Για το καταπληκτικό φαγητό – η κουζίνα της Πολωνίας είναι κατά τη γνώμη μου η πιο γευστική από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Για τα ποτά και τα κοκτέιλ (αλκοολούχα ή μη) από μούρα και άλλα φρούτα του δάσους. Για την ευγένεια των ανθρώπων. Πράγματι, το Γκντανσκ, και όλη η Πολωνία, έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Για την ομορφιά, τη γαλήνη και τη χαρά που γενναιόδωρα μου έχουν χαρίσει κάθε φορά που έχω βρεθεί εκεί.
Το ιστορικό κέντρο
Ομορφιά που σε εκπλήσσει από την πρώτη στιγμή που βρίσκεσαι μπροστά στην Brama Wyżynna, ένα κτίριο-πύλη του 1588 που θεωρείται και μία από τις κύριες εισόδους στην παλιά πόλη του Γκντανσκ. Η οποία παλιά πόλη (σημαντικότατο λιμάνι από την εποχή του Μεσαίωνα), παρά τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναστηλώθηκε με τρόπο υποδειγματικό, για να αναδειχθεί σήμερα ως ιστορικό μνημείο αλλά και ως ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα ολόκληρης της χώρας.
Τα «ψηλόλιγνα» κτίρια της κεντρικής οδού Długa (καθένα με τη δική του ιδιαίτερη ιστορία και με τη δική του ιδιαίτερη διακόσμηση) δημιουργούν σκηνικό που σε ταξιδεύει στα χρόνια της μεγάλης ακμής της Χανσεατικής Ενωσης. Η Χρυσή Πύλη, το Δημαρχείο του 15ου αιώνα, το εμβληματικό Σιντριβάνι του Ποσειδώνα, το «Χρυσό σπίτι» του 1609, η γοτθική Εκκλησία της Παναγίας με τον πύργο από όπου μπορείς να δεις από ψηλά ολόκληρη την πόλη (αφού ανέβεις τα 400 σκαλοπάτια του) και η Πράσινη Πύλη είναι μερικά από τα δεκάδες αξιοθέατα που βλέπουμε περπατώντας στο ιστορικό κέντρο.
Οι αποθήκες των εμπόρων στο μεγάλο κανάλι του ποταμού Μοτουάβα (παραπόταμου στο δέλτα του Βιστούλα) και ο τεράστιος μεσαιωνικός γερανός είναι ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο σημείο. Το Εθνικό Ναυτικό Μουσείο, το Μουσείο των Πολωνικών Ταχυδρομείων, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Αλληλεγγύη, το Εθνικό Μουσείο του Γκντανσκ, το υπερσύγχρονο Μουσείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που εγκαινιάστηκε το 2016 και το Μουσείο Κεχριμπαριού γνωρίζουν στους επισκέπτες τις σημαντικότερες σελίδες της μακραίωνης και της νεότερης ιστορίας της πόλης.
Κοσμήματα από κεχριμπάρι (και όχι μόνο) βλέπουμε και στις προθήκες των μικρών μαγαζιών που βρίσκονται στη γραφικότατη οδό Mariacka. Ετσι, σαν το κεχριμπάρι που εδώ και αιώνες εξορύσσεται στην περιοχή και σαν τις χρυσές προσόψεις των σπιτιών των πλούσιων εμπόρων, λάμπει ολόκληρο το ιστορικό κέντρο του Γκντανσκ. Αλλά και η υπόλοιπη πόλη, στις αριστοκρατικές γειτονιές με τις βίλες, ακόμα και εκεί όπου οι πολυκατοικίες του κομμουνιστικού καθεστώτος θυμίζουν δραματικές σελίδες από την ιστορία της Πολωνίας, είναι ιδανική για ευχάριστους περιπάτους. Για χορταστικές βόλτες στην Ιστορία, αλλά, τώρα πια, και σε έναν κόσμο με εντυπωσιακή ανάπτυξη και πρόοδο.
Στα πέριξ
Εύκολα, με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, για όποιον δεν θέλει να νοικιάσει αυτοκίνητο, φτάνουμε και στις διπλανές πόλεις-θέρετρα Σόποτ και Γκντίνια. Ομορφες παραλίες, πολυτελή ξενοδοχεία, εστιατόρια, μαρίνες, προκυμαίες ιδανικά διαμορφωμένες για περπάτημα, η μεγαλύτερη ξύλινη προβλήτα της Ευρώπης (στο Σόποτ, μήκους 515 μέτρων), το αρ νουβό κτίριο του ιστορικού Grand Hotel (πάλι στο Σόποτ) και κόσμος, πολύς κόσμος, που τρώει παγωτά και βάφλες με σαντιγί και με φρούτα του δάσους ή που απολαμβάνει το γεύμα ή το δείπνο του στα εστιατόρια με τη (θαυμάσια) πολωνική κουζίνα.
Πάντα στο Σόποτ, το Krzywy Domek, δηλαδή το Στραβό Σπίτι, είναι, όπως το λέει και το όνομά του, ένα κτίριο που μοιάζει τσαλακωμένο, εύπλαστο, έτοιμο θαρρείς να χορέψει, αντιδρώντας στην ακινησία του τούβλου, το οποίο έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα σύγχρονα αξιοθέατα της περιοχής.
Μια λίγο πιο μακρινή εκδρομή μάς πηγαίνει στο Κάστρο του Μάλμπορκ (υπάρχει και τακτική σύνδεση με τρένο) που κατασκευάστηκε από τεύτονες ιππότες το 1406, θεωρείται το μεγαλύτερο σε εμβαδόν κάστρο στον κόσμο και έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε, όπως όμως σε όλη την Πολωνία, έτσι και εδώ ό,τι γκρεμίστηκε ξαναχτίστηκε ίδιο και απαράλλακτο όπως ήταν στο παρελθόν.
Περίπου μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο από το Γκντανσκ (αυτή τη φορά με κατεύθυνση προς Βορρά) βρίσκεται και η ειδυλλιακή χερσόνησος του Χελ: πρόκειται για μια πολύ στενή γραμμή στεριάς μέσα στη θάλασσα, μήκους 35 χιλιομέτρων, με πυκνή βλάστηση και με ρηχές αμμουδερές παραλίες όπου οι Πολωνοί κάνουν μπάνιο και επιδίδονται σε θαλάσσια σπορ.
Μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο, πάντα από το Γκντανσκ, απέχει και το Słowiński National Park με 32,5 χιλιόμετρα ακτογραμμής και με τεράστιους εντυπωσιακούς αμμόλοφους. Και βρίσκεσαι ξαφνικά ξυπόλυτος, πάνω στην άμμο που καίει, και όλα γύρω σου είναι κατάλευκα και η Βαλτική στο βάθος έχει ένα έντονο σκούρο μπλε χρώμα και συγκινείσαι στην προσπάθεια να χωρέσεις στα μάτια σου τόση ομορφιά.