Πάνος Βλάχος : «Η έμπνευση έχει να κάνει πολύ με το αν είσαι σε επαφή με τα συναισθήματά σου»

Ο δημοφιλής ηθοποιός, τραγουδοποιός και τραγουδιστής μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για τη σειρά «17 Κλωστές» που προβάλλεται αυτό το διάστημα στο MEGA, για τις βαθιές χαρακιές του έρωτα και τη χαρά της μουσικής έκφρασης, ενώ εξηγεί γιατί «ζω» σημαίνει και «αλλάζω».

Δεν ξέρω αν περίμενε κανείς πριν από περισσότερα από 10 χρόνια, όταν ο Πάνος Βλάχος έγινε αρχικά ευρύτερα γνωστός χάρη στη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά του MEGA «Οι Βασιλιάδες», πως θα προέκυπτε τόσο πολυτάλαντος και πολυσχιδής. Ηθοποιός (ολοκληρωμένος περφόρμερ, για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς), τραγουδοποιός και τραγουδιστής, ο 39χρονος άνδρας έχει δει τα τελευταία χρόνια τις μετοχές του να ανεβαίνουν καθώς η μεγάλη επιτυχία της παράστασης «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» συνέπεσε και με την απογείωση της μουσικής του καριέρας – κάπως αλληλοτροφοδοτήθηκαν αυτά τα δύο. Αυτό το διάστημα τον βλέπουμε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική σειρά «17 Κλωστές» (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια), η οποία προβάλλεται κάθε Κυριακή βράδυ στο MEGA και είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα που έχει γράψει ο Πάνος Δημάκης (γνωστός και ως «Γεράκι» στο επιτυχημένο τηλεπαιχνίδι του MEGA «The Chase», με παρουσιάστρια τη Μαρία Μπεκατώρου).

Παράλληλα ερμηνεύει στο Θέατρο Βεάκη τον εμβληματικό αντιήρωα «Δον Ζουάν», σε ένα νέο έργο που το έχει συνθέσει ο ίδιος σε συνεργασία με τη Λητώ Τριανταφυλλίδου, η οποία το σκηνοθετεί. «Μεγάλος καρδιοκατακτητής, βλάσφημος και αδιάφορος για τις συνέπειες των πράξεών του. Από τον Μολιέρο μέχρι τον Λόρδο Βύρωνα, ο Δον Ζουάν συμβολίζει την απόρριψη των παραδοσιακών αξιών και την αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας. Ωστόσο, σε μια κοινωνία έντονων αντιπαραθέσεων και ιδεολογικής σύγχυσης, ο Δον Ζουάν επιβιώνει αναπαράγοντας ιδεολογήματα που εξυπηρετούν τις δικές του φιλοδοξίες και επιθυμίες, αναφέρουν στο σημείωμά τους. Το ΒΗΜΑgazino συνάντησε τον Πάνο Βλάχο λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης και μίλησε μαζί του για τον Τραμπ και τους life coaches, για τον πόνο του έρωτα και την αναζήτηση του νοήματος σε ό,τι κάνει.

Τι κρατάτε από τις «17 Κλωστές»;

«Το πόσο άξιζε όλη η κούραση και η θυσία και η αφοσίωση. Ολων μας, του Σωτήρη Τσαφούλια, του καστ, του συνεργείου – όλοι δόθηκαν ολόψυχα σε αυτή την ιστορία. Πίστεψε ο Σωτήρης σε εμένα, εγώ στο δικό του όραμα, όλα έγιναν πολύ φυσικά. Δεν είδαμε τον Καστελάνη ως κάποιον μακελάρη που ίσως είχε μια προδιάθεση για το κακό, αλλά ως έναν άνθρωπο που λατρεύει τη ζωή, είναι πολύ εσωστρεφής και εκφράζεται μέσα από τη σκληρή δουλειά και την τέχνη, και εξετάσαμε τι θα συμβεί αν κάποιος διακόψει τη ροή αυτού του ποταμού που κυλάει. Το σημαντικό όμως είναι να τεθούν ερωτήματα, όχι απλώς να παραθέσουμε θέσφατα και έτοιμες απαντήσεις».

Δεν ξέρω αν φταίνε οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ, όμως διαβάζοντας ότι προσεγγίζετε στον «Δον Ζουάν» τον ομώνυμο ήρωα ως ναρκισσιστή ηγέτη, το μυαλό μου πήγε στον Τραμπ.

«Η αλήθεια είναι πως και την πρώτη φορά που δούλεψα με τη Λητώ Τριανταφυλλίδου στο «Μίστερο Μπούφο» το 2016 ήταν τη χρονιά που εξελέγη ο Τραμπ. Ο κόσμος εξουσιάζεται από όσους πουλάνε την ελπίδα για μια πλαστή ευτυχία. Παλαιότερα υπήρχαν πιο φωτισμένοι άνθρωποι που τοποθετούνταν για τα διάφορα θέματα, σήμερα απουσιάζουν από τον δημόσιο λόγο οι διανοούμενοι που κάποτε μας καθοδηγούσαν, σίγουρα με γνώσεις, ενδεχομένως και με σοφία.

Στην εποχή μας τις οδηγίες για το πώς θα ζήσουμε μας τις δίνουν life coaches χωρίς μόρφωση, με ελληνικά που είναι απλώς επαρκή – στην καλύτερη περίπτωση. Ο δικός μας Δον Ζουάν είναι ένας άνθρωπος με ιδέες αρκετά ευρύχωρες, που δεν έχει φοβερές δεξιότητες, διαθέτει ωστόσο το ταλέντο να χειραγωγεί την κοινή γνώμη λέγοντας στον καθένα ό,τι θέλει να ακούσει. Είναι μια παράσταση για τη θέση του ανθρώπου και για τη θέση του άνδρα σήμερα, στην οποία τίθεται επίσης και αυτό το ερώτημα: έχουμε άραγε ανάγκη τα τέρατα προκειμένου να υπάρχει κάτι ενάντια στο οποίο πρέπει να πολεμήσουμε;».

Αλήθεια, σας ενδιαφέρει να είστε με το παράδειγμά σας εναλλακτικό πρότυπο σύγχρονης αρρενωπότητας;

«Στη φάση που βρίσκομαι, αν κάτι θέλω να βροντοφωνάξω είναι ότι δεν έχω σε καμία περίπτωση τη διάθεση να αποτελώ οποιουδήποτε είδους πρότυπο και πως δεν θα έπρεπε μόνο και μόνο επειδή είμαι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο να τοποθετούμαι επί παντός επιστητού: από το τι εστί πατριαρχία και πόσα είναι τα φύλα μέχρι τις αμερικανικές εκλογές και το αν είναι κατάλληλος για πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αν κάτι έχει αξία είναι να πεις ότι άκουσες ένα τραγούδι μου και σου άρεσε ή ότι με είδες να παίζω και γέλασες.

Δεν είναι ωστόσο εχέγγυο σοφίας η ενασχόληση με την τέχνη, δεν είμαι καθόλου σημαντικός, ίσως όμως να έχουν αξία κάποια πράγματα που έχω κάνει. Είναι φρικτό να νομίζει κανείς ότι η γνώμη μου έχει κάποια βαρύτητα και πως μπορεί να ξέρω τι είναι καλύτερο για εκείνον. Αν εγώ ασχολούμαι με φα ματζόρε και λα μινόρε ή διαβάζω τι λέει ο Μολιέρος για τον Δον Ζουάν δεν είμαι σίγουρα πιο κατάλληλος να μιλήσω για την πολιτική σε σχέση με έναν αναλυτή που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μάθηση γύρω από το συγκεκριμένο πεδίο. Μπορώ να πω την άποψή μου για τη βία, την ενσυναίσθηση, την ανθρωπιά, όμως τα φυλετικά ζητήματα, η πολιτική ορθότητα, οι αλλαγές στην κοινωνία απαιτούν γνώσεις, βάθος σκέψης και ουσιαστική μελέτη».

«Ο,τι πιο βαθύ έχω επιτρέψει να συμβεί στον εαυτό μου το έχει προκαλέσει ο έρωτας. Είναι πηγή του μεγαλύτερου δυνατού πόνου, αλλά και της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας και αισιοδοξίας και άρα και δημιουργίας.

Για τον έρωτα δικαιούστε να μιλήσετε;

«Ο,τι πιο βαθύ έχω επιτρέψει να συμβεί στον εαυτό μου το έχει προκαλέσει ο έρωτας. Είναι πηγή του μεγαλύτερου δυνατού πόνου, αλλά και της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας και αισιοδοξίας και άρα και δημιουργίας. Ξέρω ότι ο ψηφιακός κόσμος ευνοεί τις περιστασιακές περιπέτειες, όμως μου φαίνεται πιο γοητευτικό το να κοιτάξεις τη ζωή σου και να πεις πως είχες δύο ιστορίες που παραλίγο να σε σκοτώσουν από το να πεις ότι πήγες με πέντε χιλιάδες γυναίκες».

Εχετε δηλαδή χάσει τη γη κάτω από τα πόδια σας εξαιτίας ενός χωρισμού ή μιας ερωτικής απογοήτευσης;

«Εχω χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου, αλλά δεν έχω πάψει ποτέ να βλέπω και τη χαρά. Οι πιο μεγάλες χαρακιές αντί να με γεμίσουν απαισιοδοξία με έκαναν τελικά να στραφώ προς κάτι φωτεινό. Δεν εννοώ ότι δεν πονούσα, δεν θρηνούσα ή δεν έκλαιγα, όμως ακόμα και τότε υπήρχε μια κατάφαση προς τη ζωή. Η κατάθλιψη και η σκοτεινιά και η ασχήμια – κατά τη δική μου άποψη – δεν μπορούν να είναι υγιείς αντιδράσεις σε ένα συναίσθημα που είναι τόσο όμορφο. Θέλω να το πάω και λίγο αλλού, διότι αν πούμε ότι ο έρωτας σε φτάνει σε τέτοια άκρα, τότε μπορούμε να δεχτούμε ότι και ένας άνδρας οδηγείται σε μια γυναικοκτονία από το έντονο πάθος ή ότι μια γυναίκα ρίχνει βιτριόλι σε μια άλλη επειδή είναι ερωτευμένη. Δεν θέλω να είναι έτσι».

Το καλοκαίρι κυκλοφόρησε και το άλμπουμ σας «Αυτολεξεί». Πείτε μας για τον τίτλο.

«Ο τίτλος δόθηκε επειδή εννοώ κάθε λέξη από αυτές που τραγουδάω, δεν παίρνω τίποτα πίσω. Πρώτα γράφω στίχους και μετά μελωδίες και η όλη προσέγγισή μου είναι σαν να είμαι ένας κλόουν σε πάρτι ενηλίκων. Την περίοδο που έγραφα τα τραγούδια με απασχολούσε πολύ το αν στις τοποθετήσεις μου χρησιμοποιούσα τις σωστές εκφράσεις ή αν γίνονταν σε λάθος στιγμή. Για τις λέξεις μου λοιπόν είμαι σίγουρος, δεν είμαι σίγουρος για τις συγκυρίες, αλλά δεν έχω και κανέναν έλεγχο πάνω σε αυτές».

Λέτε σε ένα τραγούδι ότι παίζετε καλύτερα όταν είστε θλιμμένος. Ισχύει;

«Είναι αλήθεια. Η έμπνευση έχει να κάνει πολύ με το αν είσαι σε επαφή με τα συναισθήματά σου. Οταν είσαι ζωντανός αλλάζεις προκειμένου να εξελίσσεσαι και να προχωράς, και αυτό σημαίνει ότι αφήνεις και πράγματα και ανθρώπους πίσω σου, όλα μετασχηματίζονται, και αυτό θέλει τη δική του διαχείριση».

Το sold-out στην Τεχνόπολη το περασμένο καλοκαίρι το περιμένατε;

«Δεν το περίμενα, γι’ αυτό ήταν και τόσο ωραίο. Την πρώτη φορά που πήγα CD με ντέμο μου σε δισκογραφική εταιρεία τούς είπα ότι προτιμώ τα τραγούδια μου να τα πει κάποιος άλλος, με φόβιζε η σκέψη ότι κάποιοι θα νόμιζαν πως θέλω να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι είχα γίνει ήδη γνωστός από την τηλεόραση. Αφετηρία για όλα, όμως, ήταν η αγάπη μου για την ελληνική τραγουδοποιία, προσπάθησα να την προσεγγίσω σαν τεχνίτης, σαν μάστορας, μόνο αυτό με ενδιέφερε, και έτσι δεν το κατάλαβα πώς φτάσαμε μέχρι εδώ. Δεν ξέρω πώς έγινε και δεν θέλω να το συνηθίσω, δεν θέλω να χάσω αυτό το σκίρτημα που έχω τώρα».

Ξέρετε καθόλου πώς φτάνουν τα κομμάτια σας στους ακροατές σας;

«Εχω καταλάβει ότι στην εποχή μας υπάρχουν άλλες δίοδοι επικοινωνίας με την τέχνη. Η τεχνολογία, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί, έχει και τις ελπιδοφόρες πλευρές της, δεν υπάρχει πια η ανάγκη να σε παίζει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση ή να πληρώσεις διαφήμιση για να σε βάλει κάποιος στη λίστα του στο Spotify ή για να σε ακούσει στο YouTube. Είναι κάτι μαγικό αυτό, με χαροποιεί πολύ, γιατί μου αφήνει το περιθώριο να δημιουργώ απερίσπαστος χωρίς αυτολογοκρισία, χωρίς στόχους ή περιορισμούς».

Αναρωτιέμαι αν σας έχουν ξαφνιάσει ποτέ οι αντιδράσεις του κοινού.

«Ξαφνιάζομαι με τον τρόπο που έχουν περάσει στον κόσμο τραγούδια όπως τα «Αντικαταθλιπτικά» ή τα «Αναβολικά», ιστορίες που έγραψα τους στίχους τους με μια σατιρική εσωστρέφεια και δεν περίμενα ότι νεαρά κορίτσια και αγόρια θα συνδέονταν μαζί τους. Τα βλέπω καμιά φορά που τραγουδούν και γελάνε με ένα κομμάτι το οποίο μιλάει για έναν τύπο που μια ερωτική απογοήτευση τον έκανε σφίχτη και εκπλήσσομαι».

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τού να παίζετε στο θέατρο και να δίνετε συναυλίες όσον αφορά τη σχέση με τους θεατές;

«Η μεγάλη διαφορά είναι η εξής: σε μια θεατρική παράσταση, όσο δημοφιλής και να είσαι, κάθε φορά θα πρέπει να αποδείξεις την αξία τη δική σου και να δικαιώσεις το περιεχόμενο αυτού που θέλεις να πεις. Στις συναυλίες το έχεις κερδίσει ήδη το κοινό και έρχεται έτοιμο. Την έχουν ήδη κάνει τη δουλειά τα τραγούδια».

Υπήρξε ποτέ κάποια περίοδος που χάσατε την πίστη στον εαυτό σας;

«Οχι, γιατί δεν θεωρούσα αυτονόητη την ανταπόκριση σε ό,τι έχω κάνει. Δεν μεγάλωσα κι έτσι, δεν μου έλεγε κανείς στο σπίτι μου «αγόρι μου, εσύ αδικείσαι εδώ μέσα, είσαι για πολύ μεγάλα πράγματα». Προφανώς και πρέπει να έχεις ένα επίπεδο πίστης, ας το πούμε καλύτερα κότσια ή θάρρος, για να εκτεθείς ως καλλιτέχνης. Αν κάτι εμπιστεύομαι είναι αυτό που νιώθω, δεν μπορώ όμως να ξέρω αν θα φέρει ένα καλό αποτέλεσμα, αν θα τα καταφέρω ή όχι, συχνά αμφιβάλλω, ακόμη και η αμφιβολία όμως ή η ανασφάλεια είναι μέσα στο παιχνίδι. Εχω πλέον τη βεβαιότητα ότι με πολύ κόπο και σκληρή δουλειά δεν θα πάει χαμένη η προσπάθεια, κάτι θα βγει στο τέλος».

Πώς ορίζεται αυτό;

«Γενικώς στη ζωή μου παλεύω με το χάος, υπάρχουν όμως στιγμές που μέσα στην περιδίνηση σε αυτό το χάος νιώθω την ηρεμία ότι λέω κάτι που έχει νόημα να ειπωθεί και είναι μεγάλη αυτή η ικανοποίηση. Μπορεί να συμβεί γράφοντας ένα τραγούδι ή ακόμη και όταν βρίσκομαι επάνω στη σκηνή».

INFO

«17 Κλωστές»: Κάθε Κυριακή, στις 22.50, στο MEGA.

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο The Dolli (Μητροπόλεως 49, Αθήνα, www.thedolli.com).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.