Παρατηρείται κοσµοσυρροή εφέτος στα αθηναϊκά θέατρα. Υπάρχουν τουλάχιστον είκοσι παραστάσεις αυτή τη στιγµή που «σκίζουν» εισπρακτικά και σε καµιά δεκαριά από δαύτες δεν µπορείς να βρεις εισιτήριο ούτε τον επόµενο µήνα! Δεν πάνε καλά µόνο οι παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν γνωστοί από την τηλεόραση ηθοποιοί – ας πούµε πως αυτό πάντα συνέβαινε. Εφέτος ο κόσµος γεµίζει και θέατρα για να δει ακόµη και πρωτοεµφανιζόµενους ηθοποιούς. Χρειάζεσαι µέσο για να βρεις εισιτήριο και για τις παραστάσεις του Εθνικού και για αυτές που υπόσχονται πως θα σε κάνουν να γελάσεις επικαιροποιώντας αστεία που πρωτοακούσαµε σε ταινίες της Φίνος Φιλµ. Μετρούν sold out µεγάλες παραγωγές, όπως είναι «Οι Μάγισσες της Σµύρνης», αλλά και οι παραστάσεις του Θεάτρου του Νέου Κόσµου, όπου σκηνικό θεωρείται συχνά-πυκνά ένα τραπέζι καφενείου µε δυο καρέκλες. Υπάρχει κοινό για έργα κλασικά και για έργα µοντέρνα, για µονολόγους που προβληµατίζουν και για παραστάσεις που απλώς σε χαλαρώνουν. Αλλά τι διάβολο έγινε ξαφνικά;
Συνήθως τέτοιου είδους σουξέ προκύπτουν όταν έχουμε ανακαινίσεις αιθουσών, που από μόνες τους αποτελούν λόγο για να τρέχει να τις δει ο κόσμος. Πολλές φορές μόδα δημιουργεί ο ερχομός κάποιων νέων κτιριακών εγκαταστάσεων. Οταν μπήκαν στη ζωή μας τα Village οι πιτσιρικάδες γέμιζαν τις αίθουσές τους χωρίς καλά-καλά να τους νοιάζει ποια ταινία προβάλλεται: αρκούσε που το ποπ κορν ήταν καλό. Οταν άνοιξε, πριν από πολλά χρόνια, η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής έτρεχαν όλοι να δουν οτιδήποτε φιλοξενούσε, όχι γιατί ξαφνικά αγάπησαν την όπερα ή την κλασική μουσική, αλλά για να σου πουν ότι ο ήχος είναι κάτι το τρομερό! Τώρα το ίδιο περίπου κοινό τρέχει στις εκδηλώσεις στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος πιο πολύ για να χαρεί τις κτιριακές εγκαταστάσεις και να έχει λόγο για αυτές στις παρέες του. Αλλά αυτό που γίνεται με τα θέατρα εφέτος δεν οφείλεται σε κάποιου είδους μόδα: είναι κάτι σαν συνολική ψύχωση. Σαν να ξυπνήσαμε όλοι ένα πρωί (ψεκασμένοι, που έλεγε κάποτε και μια ψυχή…), να θυμηθήκαμε μια παλιά μας αγάπη και να αρχίσαμε να τρέχουμε πίσω της. Αν είχαν φωνή το Θέατρο Χορν, το Καρέζη, το Κιβωτός, το Αθηνών, θα μας ρωτούσαν πού ήμασταν τόσα χρόνια και τι διάβολο μας έπιασε τώρα και φούντωσε μέσα μας το πάθος. Και θα ήταν δύσκολο να τους εξηγήσουμε τα γιατί και τα πώς.
Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις για αυτό. Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν τα τελευταία χρόνια κάποια ανακαινισμένα ή νεόκτιστα θέατρα στα οποία μπορούν πραγματικά να ανεβούν μεγάλες παραστάσεις, από αυτές που λατρεύει το μεγάλο κοινό. Το Παλλάς, το ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Θέατρο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού φιλοξενούν συνήθως παραγωγές μεγάλες, «χορταστικές», που λένε και οι θεατρόφιλοι. Πρόκειται για αίθουσες που έχουν δημιουργήσει με τον καιρό ένα εντελώς δικό τους κοινό, που τις γεμίζει σίγουρο ότι θα δει κάτι ακριβό – ένα θεατρικό υπερθέαμα, ας πούμε. Κοινό δικό τους έχουν πλέον και πολλοί έλληνες σκηνοθέτες: ο Μαυρίκιος, η Ευαγγελάτου, ο Λιβαθινός, ο Χουβαρδάς, ο Θεοδωρόπουλος, ο Φασουλής έχουν πλέον τους φανατικούς τους, που δεν είναι και λίγοι. Εχουμε επίσης μετά από καιρό θιασάρχες, οι οποίοι μπορεί να είναι και παραγωγοί και σκηνοθέτες, που δουλεύοντας στο ίδιο πάντα θέατρο βρίσκουν έργα τα οποία σε αυτό ταιριάζουν: ο κόσμος έμαθε να εμπιστεύεται το γούστο του Μαρκουλάκη, του Αθερίδη, του Σπύρου Παπαδόπουλου και έχει κάθε χρόνο ραντεβού με τις επιλογές τους. Σοφή έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια και η απόφαση να υπάρξει θεατρικό ριμέικ σε διάφορα κλασικά ελληνικά έργα – όποιος τα έχει σεβαστεί και τους έχει δώσει φρεσκάδα, κατορθώνει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: δείχνει στο κοινό μια νέα εκδοχή τους και την ίδια στιγμή τού κλείνει το μάτι επενδύοντας στη νοσταλγία του.
Ολα τα υπόλοιπα τα κάνει ο ανταγωνισμός: όταν ανεβαίνει ο πήχης όλοι προσπαθούν να είναι καλύτεροι. Παραγωγοί ψάχνουν μοντέρνα έργα, σκηνοθέτες δουλεύουν σοβαρά πάνω σε κλασικά αριστουργήματα, ηθοποιοί βελτιώνονται και προσπαθούν παραπάνω καταλαβαίνοντας ότι το κοινό επιβραβεύει όσους το νοιάζονται, αλλά και τιμωρεί όσους αδιαφορούν. Ωστόσο όλα αυτά νομίζω ότι υπήρχαν και σε προηγούμενες σεζόν, κι όμως δεν γινόταν αυτός ο χαμός.
Δεν έχω απάντηση γιατί ο κόσμος τρέχει στις παραστάσεις – έχω όμως μια υποψία. Η κρίση, όπου εμφανίζεται, μεταβάλλει τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές αλλά και τα γούστα των ανθρώπων, που κουβαλούν πάντα μέσα τους την ανάγκη για λίγη διασκέδαση. Στην Αμερική της προπολεμικής κρίσης είχαμε το μπουμ του σινεμά: ο κόσμος γέμιζε τις αίθουσες ανακαλύπτοντας μια νέα λαϊκή διασκέδαση για να δει ασπρόμαυρες ταινίες με λαμπερούς πρωταγωνιστές. Στην Ανατολική Ευρώπη, όσο έπεφτε το επίπεδο ζωής τόσο αυξάνονταν οι πωλήσεις των βιβλίων: ακόμη και η δυσφορία για τα καθεστώτα εκφραζόταν με αναγνώσεις βιβλίων που δεν έπρεπε να κυκλοφορούν. Εδώ, στον καιρό της πιο μεγάλης κρίσης που χτύπησε τη χώρα μετά τον πόλεμο, ανακαλύψαμε ξανά το θέατρο, που είχαμε αφήσει λιγάκι στην άκρη για να τρέχουμε στα κέντρα και στα γκλαμουράτα εστιατόρια όταν είχαμε χρήματα. Το θέατρο δεν είναι φτηνό, αλλά δεν είναι και πανάκριβο. Μας επιβάλλει να βγούμε από το σπίτι, μας δίνει λαβές για συζητήσεις και παραμένει ελληνικό και δικό μας, αντίθετα από το σινεμά, όπου μοιάζει σχεδόν απίθανο να δεις ελληνική ταινία της προκοπής. Οι θεατρικές αίθουσες γεμίζουν από κόσμο που παρακολουθεί ωραίες ιστορίες: άλλες έχουν πλάκα, άλλες μιλούν για έρωτες, άλλες είναι φανταστικές, άλλες γεμάτες τραγούδια και άλλες γεμάτες πόνο. Καμία δεν μοιάζει με τη ζωή μας.
Με προβληματίζει και κάτι ακόμη: μήπως αυτή η λατρεία για το θέατρο οφείλεται και στο ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν κανόνας οι θεατρικές συμπεριφορές. Αν έχουμε γοητευτεί τόσο πολύ από κακούς και άθλιους ηθοποιούς, που μας έταζαν ότι θα βρέχει λεφτά από τον ουρανό ενώ βαράνε τα νταούλια, δεν είναι λογικό να τρέχουμε στα θέατρα να δούμε κάποιους επαγγελματίες ηθοποιούς που την τέχνη την ξέρουν (;) καλύτερα; Νομίζω πως ναι. Μάλιστα, οι πραγματικοί ηθοποιοί δεν ζητούν και την ψήφο μας…