Αν φύγετε για το Πάσχα, η συμβουλή μου είναι να πάρετε μαζί σας την πιο ωραία τύπισσα που κυκλοφορεί, δηλαδή την Πανδώρα, του Χρήστου Χωμενίδη. Αυτό είναι το όνομα της ηρωίδας που δίνει και τον τίτλο στο νέο του μυθιστόρημα. Κάθε βιβλίο του Χωμενίδη είναι εκδοτικό γεγονός. Γιατί; Γιατί ο Χωμενίδης είναι από τους λίγους πραγματικούς συγγραφείς που έχουμε στην Ελλάδα.

Συγγραφέας για εμένα δεν είναι κάποιος που έχει μια ιδέα (καλή ή κακή…) και βρίσκει τις λέξεις για να τη διηγηθεί: αυτός μπορεί να είναι ένας ταλαντούχος (ή και ατάλαντος) φιλόδοξος παραμυθάς που ψάχνει ακροατήριο. Δεν είναι επίσης συγγραφέας όποιος έχει γράψει στη ζωή του ένα βιβλίο, ακόμα κι αν αυτό υπήρξε επιτυχία: η συνέπεια μετράει και όχι το σουξέ. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έλεγε παλιά πως στην Ελλάδα οι αληθινοί συγγραφείς είναι οι εκδότες, διότι αυτοί είναι που βγάζουν βιβλία.

Η παρατήρησή του είχε παρεξηγηθεί, όμως παραμένει επίκαιρη. Το πλήθος των εκδοτικών οίκων έχει πάντα ανάγκη από νέα βιβλία, αλλά οι πρόθυμοι να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη δεν είναι απαραίτητα και συγγραφείς: μπορεί να είναι δημοσιογράφοι που επειδή έχουν συνηθίσει να γράφουν γράφουν και βιβλία, μπορεί να είναι φιλόλογοι που διασκεδάζουν αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις, μπορεί να είναι διάσημοι που πιστεύουν πως υπάρχει πάντα ένα κοινό το οποίο περιμένει να μάθει τα μυστικά τους – όλοι έχουν το δικαίωμα να βρουν τον εκδότη που θα καταλάβει τα «θέλω» τους.

Οι ανάγκες τους και η ανάγκη του εκδότη θα ενωθούν. Αλλά συγγραφέας είναι όποιος από τη συγγραφή βιοπορίζεται, όποιος παράγει ιστορίες, δηλαδή περιεχόμενο, αναζητώντας τες και όχι περιμένοντας την έμπνευση. Τέτοιοι υπάρχουν λίγοι σε μια χώρα οι κάτοικοι της οποίας δεν διαβάζουν σχεδόν τίποτα που δεν είναι γραμμένο στο κινητό τους. Είναι μορφές ηρωικές γιατί διάλεξαν να κάνουν ένα επάγγελμα βαρύ, λόγω της ανάγκης για δημιουργία, και ανθυγιεινό, λόγω του άγχους που προκαλεί αυτή η ανάγκη. Για αυτό πρέπει να τους προσέχουμε. Αλλά παρασύρθηκα: σας μιλάω για τον Χωμενίδη που ξέρω, αντί για την Πανδώρα που μόλις γνώρισα.

Μετά την τριλογία με ήρωες άνδρες («Ο βασιλιάς της», «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», «Η δίκη Σουάρεφ»), ο Χωμενίδης αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με ηρωίδα γυναίκα. Τα βιβλία με ήρωες άνδρες, ακόμα και για έναν συγγραφέα πραγματικό, δεν είναι απλά – ειδικά αν δεν θέλει να χρησιμοποιήσει την εύκολη λύση και να έχει έναν και μόνο βασικό ήρωα σε όλα του τα αφηγήματα, όπως κάνουν οι συμπαθείς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, ή αν δεν καταφύγει στη διαδικασία της αυτοψυχανάλυσης.

Ο ήρωας συχνά είναι αυτός που ο συγγραφέας νομίζει πως είναι ή είναι κάποιος από την παρέα του τον οποίο ξέρει καλά. Eνα βιβλίο ενός άνδρα συγγραφέα με ηρωίδα γυναίκα είναι όμως πιο δύσκολο. Ο Χωμενίδης έχει γράψει ήδη την πολυβραβευμένη «Νίκη», που είναι όμως μια οικογενειακή σάγκα. Στην «Πανδώρα» η ανάγκη ήταν διαφορετική: έπρεπε την ηρωίδα του να τη δημιουργήσει προτού αφηγηθεί τις περιπέτειές της.

Οι γυναίκες για όλους τους δημιουργούς – όχι μόνο για τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά και για τους συνθέτες, τους ζωγράφους, ακόμα και τους σκηνοθέτες – αποτελούν σπουδαία πηγή έμπνευσης. Ημουν πολύ μικρός όταν είχα πρωτοακούσει ότι ο μακαρίτης ο Τζορτζ Κιούκορ ήταν σκηνοθέτης γυναικών (ενώ δεν έχω ακούσει για σκηνοθέτες ανδρών…) και ότι ο Αλφρεντ Χίτσκοκ έκανε καλές ταινίες όταν την ξανθιά πρωταγωνίστριά του σχεδόν τη φλέρταρε με τον φακό του (καμιά φορά και όχι μόνο με την κάμερα).

Ωστόσο η έμπνευση είναι περίεργη διαδικασία – ο συγγραφέας δεν αρκεί να χρησιμοποιήσει τη ματιά του: πρέπει να δώσει στην ηρωίδα του υπόσταση. Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι οι άνδρες (αμήχανοι συνήθως μπροστά στην πολυπλοκότητα της γυναικείας προσωπικότητας) καταφεύγουν σε δύο λύσεις: είτε μας παρουσιάζουν μια ηρωίδα που είναι η φαντασίωσή τους είτε εξιστορούν τις περιπέτειες κάποιας που γνώρισαν και την έχουν εξιδανικεύσει ή απλά συμβαίνει αυτή να έχει εξάψει τη φαντασία τους.

Συχνά-πυκνά οι συγγραφείς ζουν ιστορίες έρωτα και φαντασίας με ηρωίδες που θα ήθελαν να έχουν γνωρίσει: δεν γράφουν μόνο όσα έχουν ζήσει, αλλά και όσα θα ήθελαν να ζήσουν. Κάπως έτσι οι ηρωίδες των ανδρών συγγραφέων είναι κλισαρισμένες φαντασιώσεις: είναι μοιραίες και ωραίες, είναι τύπισσες με προσωπικότητα ή γυναίκες οι οποίες ψάχνουν αυτόν που θα ξυπνήσει την καταπιεσμένη τους λίμπιντο (και είναι ο ίδιος ο θεός-συγγραφέας).

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν κατηγορώ κανέναν. Και εγώ, αν ποτέ έγραφα ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα γυναίκα, μια τέτοια ηρωίδα θα έφτιαχνα, διότι, όπως όλοι οι άνδρες, κάπου κουβαλάω κι εγώ το σύνδρομο ενός Πυγμαλίωνα. Αλλά και γιατί δεν είμαι ο Χωμενίδης, που δεν έχει τέτοιες ανάγκες.

Μακριά από την ανάγκη να φτιάξει μια ηρωίδα στα δικά του μέτρα, δηλαδή κάποια που θα γοητευόταν από τον ίδιο, ο Χωμενίδης αναλαμβάνει να μας παρουσιάσει την Πανδώρα, δηλαδή ένα κορίτσι τού σήμερα. Η Πανδώρα δεν είναι ούτε μοιραία, ώστε να μας ιντριγκάρει βάζοντάς μας να σκεφτούμε αν κάποια ανάλογη έχει υπάρξει στη ζωή μας, ούτε καταπιεσμένη, ώστε να περιμένει από εμάς να τη βοηθήσουμε να ανοίξει τα φτερά της.

Οπως κάθε ηρωίδα τού σήμερα, η Πανδώρα είναι ανεξάρτητη, δηλαδή γοητευτική χάρη στην εξωστρέφειά της. Ζει τη ζωή ως δική της και όχι ως δική μας περιπέτεια. Επειδή είναι κορίτσι τού σήμερα – και όχι μια παλιά μας φιλενάδα ή μια παλιά γνωριμία του συγγραφέα -, μας είναι εντελώς άγνωστη και για αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Δεν μπαίνει στη ζωή μας ούτε για να την αναστατώσει ούτε για να μας ξυπνήσει ένστικτα ερωτικά ή πατρικά ή όποια άλλα. Απλά χάρη στον συγγραφέα μάς αφήνει να μπούμε στη ζωή της. Την παρακολουθούμε όχι σαν ηδονοβλεψίες, ούτε σαν να είναι Βουγιουκλάκη και εμείς ο Παπαμιχαήλ της, αλλά σαν να είναι μια εξωγήινη – μια απόδειξη πως τη νέα γενιά δεν την ξέρουμε.

Ο Χωμενίδης, όπως κάνει πάντα, την ανακάλυψε παρατηρώντας, δεν την έπλασε, αλλά τη βρήκε. Συλλέγει χρόνια τώρα χαρακτήρες και ως εκ τούτου όσοι τον διαβάζουμε είμαστε τυχεροί. Δεν θα σας πω τίποτα για την πλούσια πλοκή του μυθιστορήματός του. Σας υπόσχομαι μόνο πως θα γίνετε λίγο πιο σοφοί διαβάζοντάς το. Οχι τυχαία, καθώς το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τον αξέχαστο τίτλο «Το σοφό παιδί».