«Δύο πράγματα γνωρίζει το κοινό για τη μοντέρνα τέχνη. Το όνομα του Πικάσο και ότι δεν του αρέσει» έγραφε το περιοδικό «Time» στις 13 Φεβρουαρίου 1939 με την ευθύτητα που ενίοτε χαρακτηρίζει την αμερικανική δημοσιογραφία. Η ρετροσπεκτίβα του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ήταν το προγεφύρωμα στον Νέο Κόσμο μιας δύναμης που ερχόταν από τον Παλαιό χωρίς το πρόσημό της να είναι ακόμη ξεκάθαρο για την υπερατλαντική κοινωνία: «Στα 25 χρόνια κυριαρχίας του στη μοντέρνα ευρωπαϊκή τέχνη οι εχθροί του ισχυρίζονται ότι αποτελεί φθοροποιό επιρροή, οι φίλοι του με την ίδια βιαιότητα ανταπαντούν ότι είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή καλλιτέχνης» σημείωνε το «Life». Παραδόξως, τα χαρακτηριστικά για τα οποία θα μνημονευόταν ως αναμορφωτής της ίδιας της έννοιας της Τέχνης, η ευρηματικότητα, η ποικιλία του ύφους και των καλλιτεχνικών του μέσων (ζωγραφική, γλυπτική, σχέδιο, κολάζ), ξένιζαν ακόμη κάποιους: για αμερικανούς τεχνοκριτικούς όπως ο Αλφρεντ Φράνκενσταϊν της «San Francisco Chronicle» ήταν «τσαρλατάνος και ιδιοφυΐα ταυτόχρονα». Στην πραγματικότητα, ο 58χρονος τότε Πάμπλο Πικάσο είχε ήδη ξεπεράσει τo απόγειό του: η «Γκερνίκα», πίνακας επικών διαστάσεων, πολιτικού περιεχομένου και στυλιστικής δεξιοτεχνίας με τον οποίο θα ταυτιζόταν, είχε ήδη εκτεθεί δύο χρόνια πριν, το 1937, στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού. Από τη στιγμή του ΜοΜΑ και μετά, όμως, εγκαθιδρυμένος και στη μαζικότερη αγορά του κόσμου, θα ανέβαινε στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης όλους τους αναβαθμούς ως την αποθέωση.
Ο Πάμπλο Ρουίθ υ Πικάσο γεννήθηκε στην Ανδαλουσία, στη Μάλαγα, στις 25 Οκτωβρίου 1881, γιoς ζωγράφου που σταδιοδρόμησε όχι ως καλλιτέχνης αλλά ως καθηγητής σε σχολές καλών τεχνών. Για τα παιδικά του χρόνια σώζονται πλήθος ανεκδοτολογικές αφηγήσεις, κομμένες και ραμμένες ως εκ των υστέρων προοικονομίες της μετέπειτα σχέσης του με την τέχνη, από τις οποίες αξίζει να συγκρατήσουμε μία που δικαιώνει το αξίωμα se non è vero è ben trovato. Σύμφωνα με το «Time», ο μικρός Πάμπλο πήρε ως δώρο ένα ζευγάρι πατίνια. Αντί να τα χρησιμοποιήσει όπως ένα παιδί της ηλικίας του, προτίμησε να τα διαλύσει και να προσαρμόσει τις ρόδες τους σε μια μεγάλη χελώνα, η αργή πορεία της οποίας στην αυλή τού έδινε στα νεύρα. Το βέβαιο είναι ότι ο ίδιος βιαζόταν από νωρίς. Σε ηλικία 13 ετών βρέθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης, στα 16 του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο στη Μαδρίτη, στα 19 του στον «κεντρικό σταθμό της Ευρώπης», το Παρίσι. Μόνιμα εγκαταστάθηκε στη γαλλική μητρόπολη λίγο αργότερα, αλλά εκεί, στον κατ’ εξοχήν τόπο των μοντέρνων καιρών, ήταν προορισμένος να μεγαλουργήσει. Πρώιμες περιγραφές του εικοσάχρονου εκκολαπτόμενου ζωγράφου μιλούν για έναν κακοντυμένο νεαρό, «κατά το ήμισυ μποέμ, κατά το ήμισυ εργάτη», γοητευτικό και ζηλιάρη, ο οποίος κυκλοφορούσε με «κασκέτο, εσπαντρίγιες, εργατικό μπλουτζίν και το περίφημο κόκκινο πουκάμισο με τα λευκά πουά που του είχε κοστίσει κάτω από δύο φράγκα». Εργασιομανής πάντοτε, ο Πικάσο δούλευε τη νύχτα για να αποσπάται όσο το δυνατόν λιγότερο – εκτός από τις νύχτες που επέλεγε να διασκεδάσει με τη «συμμορία» του (τη Φερνάντ Ολιβιέ, μοντέλο και ερωμένη του, τον ποιητή, ζωγράφο, κριτικό Μαξ Ζακόμπ και διάφορους άλλους), καταλήγοντας σε θορυβώδεις συνάξεις τις οποίες επέστεφαν πυροβολισμοί στον αέρα με το ρεβόλβερ του για να ξυπνά τους αστούς γείτονές του. Καρπός αυτής της ξέφρενης περιόδου ήταν οι πειραματισμοί που εκφράστηκαν πληρέστερα σε έναν από τους εμβληματικότερους πίνακες του 20ού αιώνα, τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» – μια τόσο ανοίκεια προσέγγιση της τέχνης, σε πρώτη ματιά, αλλά και εκ βάθρων ανατροπή των έως τότε ορίων της.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.