«Γιατί παίζουμε;». Οταν η Σουζάν Άξελσον διατύπωσε αυτό το απλό ερώτημα, ανάλογο εκείνων που θέτουν τα αγνά μυαλά όσων ανακαλύπτουν τον κόσμο για πρώτη φορά, στον νευροεπιστήμονα σύζυγό της, εκείνος της απάντησε: «Το παιχνίδι είναι ο τρόπος του μυαλού να προσαρμοστεί σε έναν περίπλοκο κόσμο. Είναι μέσα στον γενετικό προγραμματισμό μας».
Ως εκπαιδευτικός με μεταπτυχιακό στην προσχολική εκπαίδευση και με μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, στο τμήμα Εκπαίδευσης Παιδιών και Νέων, το έβλεπε και η ίδια στην καθημερινότητά της.
«Τα παιδιά παίζουν για να βοηθήσουν το μυαλό τους και σε αντάλλαγμα αυτό τους προσφέρει τις ορμόνες της χαράς που τα βοηθάνε να συνεχίσουν το παιχνίδι. Οπότε το παιχνίδι κάνει τη δύσκολη μάθηση πιο ευχάριστη, σε κινητοποιεί να συνεχίζεις, όπως συμβαίνει με ένα μωρό που μαθαίνει να περπατάει μέσα από την προσπάθεια που έχει το στοιχείο του παιχνιδιού.
Παρατηρώ πώς παίζουν τα παιδιά, τι τα ενδιαφέρει, τι απολαμβάνουν, προκειμένου να βελτιώσω και να προσαρμόσω τον τρόπο που τα διδάσκω ώστε να τα κινητοποιήσω να μάθουν» θα εξηγήσει ακροθιγώς στο ΒHMAgazino την εκπαιδευτική της προσέγγιση με την αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Συνδυάζοντας το παιχνίδι και τη μάθηση στην προσχολική ηλικία. Η παιδαγωγική της αυθεντικής μάθησης» (εκδ. Μεταίχμιο, σε μετάφραση των Χριστίνας Βαρλάμη και Κατερίνας Γουλέτη και πρόλογο από την καθηγήτρια Παιδαγωγικών του ΑΠΘ Μαρία Μπιρμπίλη).
Σημειωτέον, παρά τον τίτλο του ή το εξώφυλλό του, αυτό είναι ένα βιβλίο για όλες τις ηλικίες. «O εκδοτικός οίκος στην Αμερική συμπεριέλαβε τη λέξη «προσχολική» στον τίτλο για να είναι το βιβλίο πιο «βιώσιμο». Το παιχνίδι είναι πολύτιμο και χρήσιμο σε όλες τις ηλικίες» θα διευκρινίσει, κάτι που θα προκύψει επανειλημμένα στην κουβέντα μας.
Το αποδεικνύουν και οι σοφοί του κόσμου, βραβευθέντες με Νομπέλ, σε ομιλίες των οποίων ανατρέχει συχνά πυκνά στο Nobel Prize Museum που βρίσκεται κοντά στο σπίτι της στη Στοκχόλμη. Σχεδόν όλοι τους μιλούν για το πώς το παιχνίδι συνέβαλε στο να γίνουν τόσο εξαιρετικοί, δημιουργικοί επιστήμονες.
«Η χαλαρότητα του παιχνιδιού σε απελευθερώνει από τα «πρέπει» και επιτρέπει να γίνουν πολλές νευρικές συνδέσεις στον εγκέφαλο. Το παιχνίδι συνδέεται με την κινητικότητα και τη σωματική υγεία, σε βοηθάει με τον συντονισμό, με την ενσυναίσθηση, με την αίσθηση αυτονομίας, συμβάλλει στην ψυχική υγεία, συνδέεται με την αισθητηριακή ανάπτυξη. Αν θέλουμε να συγκεντρώνονται τα παιδιά και να προσέχουν στην τάξη, να αυτορρυθμίζουν τα συναισθήματά τους, θα πρέπει να παίζουν δυναμικά εκτός τάξης, να σκαρφαλώνουν, να παίρνουν ρίσκα. Το όλον είναι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του» θα σχολιάσει.
Το παιχνίδι δεν είναι κάτι παιδιάστικο
Μιλώντας με την Αξελσον ή διαβάζοντας το βιβλίο της μυείσαι σε μια ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη ορολογία. Ως εκπαιδευτικός είναι «play responsive», ανταποκρίνεται δηλαδή στο παιχνίδι των παιδιών για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη του εγκεφάλου, τη μάθηση και την ευημερία των παιδιών διδάσκοντάς τα με τρόπο που θα είναι σε θέση να προσλάβουν μέσα από την παιδαγωγική προσέγγιση που ονομάζει «original learning» (αυθεντική μάθηση).
Περιλαμβάνει δέκα βασικές αρχές, ανάμεσά τους και πολύ «messing about», κοινώς εξερεύνηση, δοκιμή, πειραματισμός και αποτυχία, γιατί είναι πιο εύκολο να αποτύχεις στο παιχνίδι παρά στο μάθημα. «Είχα αγανακτήσει από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν τη λέξη «play», παιχνίδι, που πολλοί ερμηνεύουν ως «πολύ μικρά παιδιά που κάνουν παιδιάστικα πράγματα».
Και όμως, το παιχνίδι απαιτεί πολύ έλεγχο και αυτορρύθμιση, γιατί αλλιώς οδηγεί στον αποκλεισμό, μια και οι άλλοι δεν θέλουν να παίζουν μαζί σου. Πρέπει να διδάξουμε τα παιδιά πώς να ακούνε το ένα το άλλο, όπως και τους ανθρώπους που κατέχουν τη γνώση.
Να είναι ικανά να ακούνε τον εαυτό τους, να αναγνωρίζουν τις ικανότητές τους, αλλιώς δεν μπορούν να μάθουν σε βάθος όσες γνώσεις θέλουμε να τους μεταδώσουμε. Και κατ’ αρχήν πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα ακούμε βαθιά, με προσοχή για να διευρύνουμε τις δικές μας γνώσεις». Αυτό δηλαδή που η ίδια αποκαλεί «ενεργητική ακρόαση».
Είναι μια προσέγγιση άκρως ενδιαφέρουσα, ωστόσο πρέπει να αναζητήσεις τα σχολεία που την εμπιστεύονται. Η ίδια η Αξελσον θα αναφέρει τα δημοκρατικά σχολεία «όπου τα ίδια τα παιδιά σχεδιάζουν τι θα μάθουν, κάτι που περιλαμβάνει πολλές δοκιμές και αποτυχίες», το Sudbury Valley στη Μασαχουσέτη, τα Opal Schools στη Βρετανία όπου ενθαρρύνεται η μάθηση εκτός τάξης.
Υπάρχει και το «Κίνημα του Αληθινού Παιχνιδιού» (True Play Advocacy Alliance, 2022) που ξεκίνησε από νηπιαγωγεία στην κομητεία Αντζι της Κίνας και έχει υποστηρικτές σε όλον τον κόσμο προς υπεράσπιση του δικαιώματος των παιδιών να παίζουν με όλη τους την ύπαρξη και την υποχρέωση των ενηλίκων να το εξασφαλίζουν, όπως σημειώνει στον πρόλογό της η Μαρία Μπιρμπίλη.
Στην Ελλάδα την τάση εκπροσωπούν σχολεία προσχολικής αγωγής όπως το Dorothy Snot στην Αθήνα, το δημοτικό Βig Bang στη Θεσσαλονίκη ή το Παιχνιδαγωγείο (προσχολική αγωγή και δημοτικό).
«Στην ελληνική πραγματικότητα αυτός ο τρόπος σκέψης μοιάζει πολύ μακρινός. Ειναι όμως εφικτός όταν οι εμπλεκόμενοι ενήλικοι ενώσουν σκέψη και καρδιά και δώσουν έμπνευση στα παιδιά. Μπορει να συμβεί και συμβαίνει ήδη σε ελληνικά σχολεία και πλαίσια προσχολικής αγωγής, όταν και οι ίδιοι οι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί καταφέρνουν να αλλάξουν κομμάτια του εαυτού τους και να τα μοιράζονται με τα παιδιά.
Η δημιουργικότητα μπορεί να γίνει μέθοδος και μέσο για την ανάπτυξη μικρών και μεγάλων» θα πει η Γιούλα Μπλέσιου, υπεύθυνη παιδαγωγικού σχεδιασμού στο τελευταίο.
Οπως θα πει η Αξελσον: «Πολλές φορές προτιμάμε αυτό που γνωρίζουμε. Υπάρχει κόσμος που έχει φάει ξύλο ως παιδί και λέει «δεν έπαθα και τίποτα». Φανταστείτε όμως πώς θα είχε εξελιχθεί εάν δεν είχε δεχτεί τη σωματική τιμωρία. Νομίζω ότι μεγάλο μέρος αυτού του φόβου συνδέεται με την ανάγκη για έλεγχο.
Οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τις ικανότητες των παιδιών γιατί υπάρχει αυτή η τάση να τα βλέπουμε ως υποδεέστερα όντα. Οτι αν δεν τους ασκούμε έλεγχο θα καταλήξουν όπως τα παιδιά στον «Αρχοντα των Μυγών» (σ.σ.: το βιβλίο του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ για μια ομάδα αγοριών που βρίσκεται σε ένα ακατοίκητο νησί έπειτα από τη συντριβή αεροπλάνου).
Νομίζω ότι οι συμπεριφορές που περιγράφονται στο βιβλίο συνέβησαν επειδή επρόκειτο για καταπιεσμένα αγόρια ενός οικοτροφείου τα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν έπαιζαν ποτέ και δεν είχαν χτίσει κοινωνικές δεξιότητες. Αν δείτε αληθινές αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως τα ιθαγενή παιδιά σε ένα νησί του Ειρηνικού Ωκεανού που χάθηκαν και εγκλωβίστηκαν σε ένα νησί, κατάφεραν να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν κάτι όμορφο μέχρι να καταφέρουν να σωθούν.
Ηταν παιδιά που είχαν μεγαλώσει παίζοντας, σε επαφή με τη γη και την κοινότητα και ως αποτέλεσμα είχαν έντονη την αίσθηση του ανήκειν. Αυτό κερδίζουμε από το παιχνίδι. Δημιουργούμε μια κοινότητα, αναπτύσσουμε την αίσθηση της ταυτότητάς μας, καλλιεργούμε την αυτοεκτίμηση ατομικά αλλά και ως ομάδα.
Γιατί πέρα από τα παραδείγματα που ανέφερα, μαθαίνω μέσα από το παιχνίδι δεν σημαίνει ότι αφήνω τα παιδιά στην τύχη τους, αλλά ακολουθώ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει αξία στο παιχνίδι, στους ίδιους τους μαθητές και στη συνδιαλλαγή τους.
Είναι κάτι που δεν κάνουμε στα σχολεία, όπου ενθαρρύνονται η ατομικότητα και ο ανταγωνισμός για να έχουν τα παιδιά εξαιρετικές επιδόσεις. Γιατί πώς καλλιεργούμε την εμπιστοσύνη προς τους άλλους ανθρώπους όταν βρισκόμαστε σε ανταγωνισμό μαζί τους, όταν δεν ενθαρρυνόμαστε να μοιραζόμαστε τις διαδικασίες που μας οδηγούν σε ένα καλό αποτέλεσμα; Το ισχύον σύστημα είναι πολύ αντιφατικό».
Η μάθηση (και όχι η διδασκαλία) στο επίκεντρο
Ενα άλλο στοιχείο που η Αξελσον θεωρεί προβληματικό στο κραταιό σύστημα είναι ότι «τα περισσότερα σχολεία επικεντρώνονται στη διδασκαλία και όχι στη μάθηση, στην παράδοση δεδομένων και γεγονότων και όχι στο να βοηθούν τα παιδιά να κατανοούν αυτά τα γεγονότα.
Γιατί η ατζέντα τους έχει προτεραιότητα την ταχύτητα. Δεν δείχνουν εμπιστοσύνη στους δασκάλους ώστε να υποδείξουν πώς χρειάζεται να μαθαίνει κάθε παιδί δίχως να είναι υποχρεωμένοι να «βγάλουν» μια σχολική ύλη με έναν ρυθμό που είναι πολύ γρήγορος. Το παιχνίδι επιβραδύνει τη διαδικασία ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν τι έχει παραδοθεί.
Ειδικά εάν σχεδιάζουμε περιβάλλοντα παιχνιδιού που επιτρέπουν στα παιδιά να επεξεργάζονται τις πληροφορίες που τους έχουμε δώσει. Οπως επίσης πρέπει να βεβαιωθούμε ότι υπάρχουν οι σωματικές δραστηριότητες που βοηθούν τα παιδιά να ηρεμήσουν και στη συνέχεια να αυτορρυθμιστούν.
Επίσης τα περισσότερα σχολεία βάζουν πολλά παιδιά σε τάξεις με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα διδάξουν οι δάσκαλοι με τρόπο που είναι ο βέλτιστος για μάθηση. Θα ήταν πιο χρήσιμο η ταξινόμηση να γινόταν όχι βάσει της ηλικίας τους αλλά βάσει της ωριμότητάς τους για μάθηση, να γνώριζαν οι εκπαιδευτικοί ποιες είναι οι δεξιότητες και το μαθησιακό επίπεδο που πρέπει να κατακτήσει ένα παιδί από τα 7 ως τα 16 του και να το βοηθήσουν να φτάσει εκεί με τον ρυθμό του.
Κάποια παιδιά έχουν πιο αργό ρυθμό στην αρχή και ύστερα ανεβάζουν ταχύτητα – ο γιος μου είναι μια τέτοια περίπτωση. Είχε ανάγκη και θα έπρεπε να ενθαρρύνεται να παίζει περισσότερο μέχρι τα 12 και μετά θα μπορούσε να μάθει σε τέσσερα χρόνια αυτά που άλλα παιδιά μαθαίνουν μέσα σε 10. Ο γιος μου δεν είναι η εξαίρεση. Πιστεύω ότι το εκπαιδευτικό σύστημα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών και επικεντρώνεται στον έλεγχο».
Είναι δύσκολο να πειστούν οι ενήλικοι και ένας λόγος είναι βέβαια ότι οι ίδιοι ή δεν έχουν μάθει ή έχουν ξεχάσει πώς να παίζουν. Είναι κάτι που προσπαθεί να αλλάξει η Αξελσον, η οποία πραγματοποιεί workshops παιχνιδιού για ενηλίκους στη Σουηδία προκειμένου να αντιληφθούν τα οφέλη της διαδικασίας τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους.
«Αν κοιτάξετε τους εμπνευσμένους εργασιακούς χώρους, όπως της Google για παράδειγμα, θα δείτε ότι αυτό που διασφαλίζουν πρωτίστως είναι να παίζουν οι εργαζόμενοί τους». Αλλωστε, δεν είναι ποτέ αργά να θυμηθείς ή να μάθεις κι ας θεωρείται το παιχνίδι προνόμιο των μικρών παιδιών και όχι συνήθεια των μεγαλύτερων ή των μεγάλων που πρέπει να προσαρμόζονται στη «σοβαρή πραγματικότητα».
«Είναι σαν να λες σε σαραντάρηδες «λυπάμαι, πρέπει να αρχίσετε να προετοιμάζεστε για να γίνετε συνταξιούχοι». Και πάλι, αυτή η νοοτροπία σχετίζεται με το ότι δίνουμε μεγαλύτερη αξία στις μεγαλύτερες ηλικίες – κατ’ αρχάς ότι όταν πλησιάσουμε στην ενηλικίωση, τότε μόνο αποκτούμε την αξία που μας αναλογεί. Αν το δούμε ιστορικά, είναι ένας λόγος που οι γυναίκες θεωρούνταν ανίκανες να ψηφίσουν ή να πράξουν με ευθύνη. Ημασταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας αλλά θεωρούμασταν «παιδιά».
Αυτό είναι προβληματικό, όπως προβληματικό είναι ότι τα παιδιά δεν παίζουν στο δημοτικό για να είναι προετοιμασμένα για το γυμνάσιο. Και έχουμε φτάσει στο σημείο όπου στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, δίνεται αγώνας για να σταματήσει αυτή η ώθηση που δίνεται ολοένα και προς τα κάτω, γιατί το νηπιαγωγείο έχει γίνει πλέον σαν την Α’ Δημοτικού, για την οποία τα παιδιά πρέπει να προετοιμάζονται προτού φοιτήσουν σε αυτή. Το παιχνίδι μειώνεται μέχρι να μην υπάρχει καθόλου».