Ενας κακός λύκος που φλερτάρει με ένα κοριτσάκι στα όρια της σεξουαλικής κακοποίησης, ένα φεγγάρι-τηγανίτα που πηδάει σαν μαϊμουδάκι από δέντρο σε δέντρο. Μια μάνα άνθρωπος που παραπέμπει σε κήτος καταπλακώνει την περιποιητική κόρη η οποία την υπηρετεί αγόγγυστα. Δεν είναι ποτέ εύκολο να έρθεις αντιμέτωπη με ένα έργο της Νάταλι Ντιούμπεργκ, κυρίως επειδή η αποστροφή δεν είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στον διαστροφικό, αλληγορικό της κόσμο. Μια ολόκληρη έκθεση είναι άλλη υπόθεση. Οπως στην τιτλοφορούμενη «La peau est une fine enveloppe» (Το δέρμα είναι ένα λεπτό περίβλημα) στο Musée d’art contemporain (macLYON) στην πόλη της Λυών, όπουμαζί με τον σταθερό συνεργάτη της, Χανς Μπεργκ, τον μουσικό και συνθέτη που είναι υπεύθυνος για τα υποβλητικά ηχοτοπία των έργων,έχουν δημιουργήσει έναν τρισδιάστατο, υπέροχα παραμυθένιο αλλά σκοτεινό κόσμο βουτηγμένο στο μαύρο χιούμορ, ο οποίος στεγάζει, συμπληρώνει και συνομιλεί με τα διάσημαstop animation βίντεο από άργιλο και πλαστελίνη.Ο «κόσμος» είναι ένας κήπος από γιγαντιαία ζαρζαβατικά, πρόσφατες γλυπτικές εγκαταστάσεις και τίτλους που τις περιγράφουν (για παράδειγμα, «The potato», «The onion», «A carrot gone soft»), μέσα ή ανάμεσα στις οποίες προβάλλονται σύντομης διάρκειας φιλμάκια με την πάντα αξιοθαύμαστη τεχνική του stop animation (στα πρότυπα του«Wallace & Gromit» των Aardman Animations, για να πάρετε μια ιδέα,αλλά σε μια χαοτική, ξεχειλωμένη, γκροτέσκα εκδοχή). Δεν διαφεύγει η ειρωνεία ότι τα μικρά αναπαυτικά στρώματα όπου μπορείς να καθίσεις για να παρακολουθήσεις ορισμένα από αυτά τιτλοφορούνται «Dead meat» (ψόφιο κρέας) και όντως το θυμίζουν. Μαζί με την εγκατάσταση ενός αβγούποσέπου μοιάζει να έχει υποστεί κάποιο μαρτύριο με σχοινιά αποτελούν ενδεχομένως ένα νεύμα στην κρεατοφαγική κουλτούρα μας. Στα έργα των Ντιούμπεργκ και Μπεργκ τα ζώα πρωταγωνιστούν επί ίσοις όροις με τους ανθρώπους, σαν ήρωες από ιδιαζόντως σκοτεινά παραμύθια που δεν θα διαβάζαμε τα βράδια στα παιδιά μας έτσι όπως αναβιώνουν εμμονές, φοβίες καλά καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητο. Είναι άλλωστε αναφορές σε παιδικές αναμνήσεις, από την ηλικία «που διαμορφώνονται τα βασικά μας ένστικτα», όπως έχει εξηγήσει η Ντιούμπεργκ.To παραμύθι στο σύμπαν του διδύμου από τη Σουηδία δεν είναι ποτέ ειδυλλιακό, αλλά «μια αντανάκλαση ή μια προοπτική που μπορούμε να ανακαλέσουμε ή να αντιληφθούμε».
Οι μορφές στα έργα της Ντιούμπεργκ είναι έτοιμες να ξεχαρβαλωθούν, να τεμαχιστούν, να λιώσουν, αποκαλύπτοντας φρικαλέες, επί της ουσίας, εικόνες. Η τεράστια μητέρα που συνθλίβει τη λεπτοκαμωμένη κόρη, τα αχόρταγα παιδιά που χώνονται στο αιδοίο της μητέρας τους για να επιστρέψουν στο σώμα της και να το καταπονήσουν με κάθε δυνατό τρόπο (πρόκειται για παλαιότερα έργα της Ντιούμπεργκ από το 2008, τα «Once removed on my mother’s side» και «It’s the mother», αντίστοιχα). «Βιώνουμε τον κόσμο μέσα από το σώμα μας. Και αυτό που είναι δύσκολο να χωνέψουμε κολλάει στο σώμα μας ως τραύμα και το μυαλό αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία του. Κάνοντας τέχνη ξαναβιώνω αυτό που δεν γνώριζα πριν, το παίζω στο μυαλό μου και το βλέπω μέσα από το πρίσμα του μύθου και του γρίφου» έχει δηλώσει η Ντιούμπεργκ σε συνέντευξή της στον βρετανικό Τύπο.
Animation και λαγνεία
Τόσο η Νάταλι Ντιούμπεργκ όσο και ο Χανς Μπεργκ γεννήθηκαν το 1978 στη Σουηδία, όμως πλέον μόνο εκείνη ζει και εργάζεται στη σκανδιναβική χώρα. Παρότι στη διάρκεια των σπουδών της εστίασε το ενδιαφέρον της στη ζωγραφική, ξεκίνησε ως γλύπτρια, μια τέχνη που δεν εγκατέλειψε ποτέ και της απέφερε μάλιστα τον Aργυρό Λέοντα στην 53η Μπιενάλε Βενετίας το 2009 για την πιο ελπιδοφόρο καλλιτέχνιδα, μαζί βέβαια με ορισμένα video animations, το μέσο που από όταν το ανακάλυψε αισθάνθηκε ότι την εξέφραζε απόλυτα. «Μέσα από αυτό επαναπροσδιορίστηκε η σχέση μου με τη γλυπτική. Με το animation δεν χρειάζεται να έχω προαποφασισμένη εικόνα γι’ αυτό που θέλω να δημιουργήσω, αλλά μπορώ να δουλέψω με αυτό που συμβαίνει. Με μαγεύει η ζωή που παίρνει από μόνο του το animation» έχει επίσης δηλώσει.
Ο Χανς Μπεργκ έρχεται να επενδύσει ηχητικά τους γκόθικ κόσμους που δημιουργεί η φαντασία της Ντιούμπεργκ, να συνθέσει τη μουσική, συναισθηματική αντίδραση και απόκριση στις ταινίες και τα γλυπτά της. Πρόκειται για μια οργανική συνεργασία που τουλάχιστον όσον αφορά τους ίδιους δεν έχει συνειδητές επιρροές, αν και οι κριτικοί αποδίδουν κατά καιρούς μια essence Πολ Μακ Κάρθι ή Λουίζ Μπουρζουά στο έργο τους. «Οσα πράγματα συναντούμε και μας αρέσουν, κολλάνε με κάποιον τρόπο, μας επηρεάζουν, γλιστρούν μέσα στο μυαλό μας και μετά βγαίνουν έξω μέσα από τη δική μας τη δουλειά. Για εμάς είναι μια εντελώς φυσική διαδικασία που είναι δύσκολο να περιγράψουμε σε κάποιον που είναι έξω από αυτήν» έχουν σχολιάσει.
Αν υπάρχει πάντως ένα κυρίαρχο συναίσθημα στο οποίο επανέρχεται σταθερά η δουλειά τους, αυτό θα ήταν η λαγνεία, αλλά όχι με τη στενή έννοια του όρου. Σύμφωνα με την Ντιούμπεργκ, «υπάρχει λαγνεία σε τόσο πολλές παραμέτρους της ύπαρξης, το σώμα λαχταρά αλλά και το μυαλό κάνει το ίδιο, αν όχι το σεξ, τότε το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά, τη δόξα, την άνεση, οτιδήποτε. Είμαστε σαν ένας άδειος λάκκος, και το κενό δημιουργεί μια αίσθηση ελλείμματος. Φυσικά, θέλουμε να προσπαθήσουμε να το γεμίσουμε με κάτι. Συχνά ποθούμε την ίδια την επιθυμία, γιατί είμαστε τόσο συνηθισμένοι σε αυτή ώστε στην απουσία της νιώθουμε κενοί. Το σεξ και η λαγνεία στο σεξ αποδίδονται καλύτερα στα animations, ακόμα και ένα animation που δεν έχει απαραίτητα να κάνει με τον αμιγή πόθο, όπως το βλέπω εγώ, μπορεί να αναπαραστήσει τις διαφορετικές πτυχές του».
Η περίπτωση του macLYON
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Λυών, όπου δημιουργήθηκε και η 1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της πόλης το 1991, ιδρύθηκε το 1984 και στεγάστηκε αρχικά σε μια πτέρυγα του Palais Saint-Pierre όπου βρίσκεται το Musée des Beaux-Arts της πόλης, με εκθέματά του αριστουργήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – θεωρείται άλλωστε το πιο σημαντικό της Γαλλίας μετά το Λούβρο. Εντεκα χρόνια μετά, το ίδρυμα μετακόμισε στο μακρόστενο σύμπλεγμα κτιρίων του Cité Internationale στον ποταμό Ροδανό που σχεδιάστηκε από τον ιταλό αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο. Το Μουσείο δεν είναι νεόδμητο, αλλά διατηρεί την παλιά, επιβλητική πρόσοψη του κτιρίου Palais de la Foire, αυτή που δεν γκρεμίστηκε δηλαδή από το υφιστάμενο κτίσμα του 1935 και βρίσκεται απέναντι από το Parc de la Tête-d’Or.
INFO
«La peau est une fine enveloppe»: Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Λυών, έως τις 9 Ιουλίου.