Παλιός γνώριμος του ελληνικού κοινού, ο Ολιβιέ Πι έχει παρουσιάσει δουλειές του μεταξύ άλλων στην Εθνική Λυρική Σκηνή («Βότσεκ»), στη Μικρή Επίδαυρο («Προμηθέας Δεσμώτης» και «Ικέτιδες»), στο Εθνικό Θέατρο και στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» («Vitrioli» του Γιάννη Μαυριτσάκη), καθώς και στο Θέατρο Ρεξ – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» («Το ποτάμι με τις τουρλίδες» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν με την Εθνική Οπερα της Λυών).
Τώρα, στη νέα συνεργασία του με την ΕΛΣ, ο διάσημος γάλλος σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής επί εννέα χρόνια του Φεστιβάλ της Αβινιόν και αυτή την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής του παρισινού Théâtre du Châtelet, παρουσιάζει την όπερα του Πουτσίνι «Μαντάμα Μπατερφλάι». Και με αφορμή τις τέσσερις παραστάσεις που θα δοθούν στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, τον προσεχή Ιούνιο, μας μιλάει για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το αριστούργημα του ιταλικού βερισμού. Εστιάζοντας περισσότερο στο οικουμενικό πολιτικό μήνυμα που ο ίδιος θεωρεί πως κρύβει το έργο παρά στη δακρύβρεχτη ερωτική ιστορία της εύθραυστης γκέισας με τον επιπόλαιο αμερικανό υποπλοίαρχο που της τάζει τον ουρανό με τα άστρα και την παντρεύεται για να την εγκαταλείψει για πάντα.
Είναι όπερα που σας αρέσει η «Μαντάµα Μπατερφλάι»; Που σας ενδιέφερε ως σκηνοθέτη και πριν να σας γίνει η πρόταση από την Εθνική Λυρική Σκηνή;
«Α ναι! Ηθελα να κάνω αυτό το έργο εδώ και πολλά χρόνια. Εχω σκηνοθετήσει, αν μετράω σωστά, 45 παραγωγές όπερας μέχρι σήμερα, αλλά δεν έχω κάνει ποτέ Πουτσίνι. Και ανάμεσα στις όπερες του Πουτσίνι, ενός συνθέτη που πάντα με ενδιέφερε και με γοήτευε, η «Μαντάμα Μπατερφλάι» είναι αδιαμφισβήτητα η αγαπημένη μου».
Γιατί; Τι είναι αυτό που την κάνει ξεχωριστή για εσάς; Και τι είναι αυτό που σας αρέσει στον Πουτσίνι;
«Θα επικαλεστώ λόγους συναισθηματικούς. Μεγάλωσα με τη μουσική του Πουτσίνι και με τη μουσική της «Μαντάμα Μπατερφλάι». Βλέπετε, η γιαγιά μου λάτρευε τον εν λόγω συνθέτη, μάλιστα συνήθιζε να κοιμάται με το πορτρέτο του κάτω από το μαξιλάρι της (γελάει). Ετσι, έχοντας τη μουσική της στο αφτί μου, ως μουσική οικεία και αγαπημένη, ήθελα από πάντα να την κάνω. Γι’ αυτό, αλλά και επειδή είναι μια πολύ έξυπνη όπερα, κυρίως από πολιτικής απόψεως. Εχει πολλά πράγματα να πει στον σύγχρονο θεατή-ακροατή».
Δηλαδή; Τι άλλο είναι η «Μαντάµα Μπατερφλάι» εκτός από µια ερωτική ιστορία ανάµεσα σε δύο αταίριαστους (λόγω διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας) ανθρώπους;
«Δεν είναι μόνο αυτό. Αν και συνήθως πράγματι την αντιμετωπίζουν ως μια απλή ερωτική ιστορία, ως ένα συναισθηματικό δακρύβρεχτο ρομάντσο, εγώ βλέπω σε αυτήν κάτι άλλο. Ενα βαθύ πολιτικό μήνυμα για την παγκοσμιοποίηση και τις συνέπειές της, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο ο συνθέτης αναφέρεται στις ΗΠΑ. O Πουτσίνι, όπως και οι περισσότεροι Δυτικοί εκείνης της εποχής, δεν γνώριζε καλά την Ιαπωνία, γνώριζε όμως και είχε μια παράξενη σχέση με την Αμερική. Τον γοήτευε. Εγραψε ακόμα και μια αμερικανική όπερα, «Το κορίτσι της Δύσης». Τον γοήτευε, αλλά την ίδια στιγμή τον τρόμαζε, πιθανώς για τον τρόπο με τον οποίο επιβαλλόταν διεθνώς. Αυτό βλέπουμε και στην όπερα, τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική επιβάλλεται και καταστρέφει την ιαπωνική κουλτούρα, τον τρόπο με τον οποίο καταστρέφει, αφανίζει, εκμηδενίζει κάθε κουλτούρα. Βρίσκω δε ανατριχιαστικό το ότι η ιστορία της «Μπατερφλάι», μια ιστορία συντριβής, γιατί ως γνωστόν η πρωταγωνίστρια, η γκέισα Τσο-Τσο-Σαν συντρίβεται από τον Αμερικανό Πίνκερτον, τοποθετείται στο Ναγκασάκι, σε μια πόλη που έπειτα από μερικές δεκαετίες θα συντριβεί, θα καταστραφεί ολοσχερώς από την ατομική βόμβα. Με έναν τρόπο μοιάζει προφητικό το σκηνικό που στήνει ο Πουτσίνι για να αναπτύξει μέσα σε αυτό την ιστορία του».
Σας ακούω µε ενδιαφέρον, δεν σας κρύβω πως κι εγώ µέχρι στιγµής είχα στο µυαλό µου τη «Μαντάµα Μπατερφλάι» ως µια ιστορία αγάπης, δεν είχα σκεφτεί αυτού του είδους τις πολιτικές προεκτάσεις που δίνετε εσείς µε την οπτική σας…
«Μα δεν είναι μια ιστορία αγάπης, είναι μια φρικτή, είναι μια αποτρόπαιη ιστορία! Εκείνη, η Τσο-Τσο-Σαν, είναι μόλις 15 ετών, είναι ένα παιδί, που εκείνος το παρασύρει, το αποπλανά, του φέρεται με τον χειρότερο, με τον πιο απαξιωτικό και άνανδρο τρόπο. Ναι, η μουσική είναι μαγική και ερωτική και συναισθηματική… Αλλά η ιστορία είναι απαίσια, είναι μια ιστορία βίας».
Εχω κάνει παλαιότερα συνεντεύξεις µε διάσηµους τενόρους που τραγουδούν τον Πίνκερτον. Θυµάµαι τώρα πως µου είχαν πει ότι παρά τη θαυµάσια µουσική τον σιχαίνονται ως χαρακτήρα. Οτι στην πραγµατικότητα είναι ένας ρόλος που δεν απολαµβάνουν…
«Φυσικά! Δεν μπορούν να τον συμπαθήσουν, κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να τον συμπαθήσει, γιατί είναι ένας απαίσιος χαρακτήρας. Είναι αδύνατον να δεις με την παραμικρή συμπάθεια έναν άνδρα σαν τον Πίνκερτον».
Και η Τσο-Τσο-Σαν, που ονειρεύεται µια όµορφη ζωή δίπλα στον αµερικανό εραστή και τελικά καταλήγει στην αυτοκτονία; Ποια είναι η γνώµη σας για τον κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα της όπερας;
«Στην αρχή είναι τόσο αγνή και τόσο αφελής! Θέλει τόσο πολύ να γίνει ένα american girl! Θέλει τόσο πολύ να γίνει ένα αμερικανάκι, όπως πιθανώς ήθελα και εγώ όταν βρισκόμουν στην εφηβεία μου. Προσπαθεί να το κάνει απαρνούμενη την οικογένειά της, απαρνούμενη την κουλτούρα της. Είναι ένας πολύ αδύναμος χαρακτήρας στην αρχή, όσο όμως περνούν τα χρόνια γίνεται δυνατή. Και έτσι, απελπισμένη αλλά και δυνατή, επιλέγει την ελευθερία της αυτοκτονίας, επιστρέφοντας μάλιστα στις παραδόσεις της χώρας της, αφού κάνει χαρακίρι. Είναι βεβαίως πάντα ένα τραγικό θύμα!».
Από τη µέχρι σήµερα εµπειρία σας, τι είναι αυτό που κάνει µια παράσταση όπερας πραγµατικά σηµαντική; Μια παράσταση που να µπορεί πραγµατικά να µιλήσει στον σύγχρονο θεατή;
«Θα φέρω πάλι το παράδειγμα της «Μαντάμα Μπατερφλάι». Σημασία έχει τι λέει το έργο, και αυτή η όπερα, αυτό το έργο, έχει δύναμη, λέει πράγματα. Δεν βαριέσαι ούτε λεπτό. Υπάρχουν διαρκώς ενδιαφέροντα κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, υπάρχει και αυτή η θαυμάσια μουσική. Είναι ένα αριστούργημα, ένα πραγματικό αριστούργημα! Υπάρχουν πολλά τέτοια σπουδαία έργα που είναι ωραίο και σημαντικό να τα ανεβάζεις και να τα βλέπει το κοινό. Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι δυστυχώς το κόστος των εισιτηρίων. Τα εισιτήρια είναι συχνά τόσο ακριβά που κάνουν την όπερα απαγορευτική για τους ανθρώπους που την αγαπούν και που ενδιαφέρονται».
Εσείς έχετε µια αγαπηµένη όπερα ως σκηνοθέτης;
«Ανατρέχοντας σε αυτές που έχω κάνει, θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη την όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη». Tristan über alles!».
Γιατί; Tι σας κάνει να την ξεχωρίζετε;
«Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο για αυτό το έργο. Νομίζω πως περιλαμβάνει την ομορφότερη μουσική που έχει γραφτεί ποτέ. Νομίζω επίσης πως φιλοσοφικά είναι τόσο δυνατή όσο και η «Βίβλος». Είναι κάτι περισσότερο από όπερα, είναι κάτι το ιερό, ένα ιερό ποίημα. Περιλαμβάνει τα πάντα. Για εμένα είναι το άπαν στην όπερα, είναι το απόλυτο αριστούργημα. Αγαπώ βεβαίως και πολλές άλλες όπερες, τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όπερες, είναι απέραντο το ρεπερτόριο».
Σκηνοθετείτε και έργα που πιθανώς δεν αγαπάτε ιδιαίτερα, επειδή σας τα προτείνουν και πρέπει να κάνετε τη δουλειά; Ή λέτε «ναι» µόνο για όπερες που αγαπάτε;
«Κάνω ένα έργο επειδή το αγαπώ. Δεν λέω εύκολα «ναι» σε μια πρόταση αν δεν αγαπώ το έργο. Θέλω κάτι να μου λέει. Ας πούμε, υπάρχουν κάτι όπερες του Ροσίνι, που η μουσική είναι θεσπέσια αλλά… παραείναι θεσπέσια για εμένα. Iσως πάλι και να μην τις έχω μελετήσει τόσο καλά, τόσο εις βάθος».
Τι µήνυµα θέλετε να πάρει µαζί του το κοινό φεύγοντας από την «Μπατερφλάι» σας;
«Θα ευχόμουν και θα ήθελα οι θεατές να βρουν κοινές συνδέσεις της ιστορίας μας, όπως τη διηγούμαστε, με τη δική τους ιστορία, με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους. Η «Μαντάμα Μπατερφλάι» έχει κάτι το οικείο για τον σύγχρονο άνθρωπο. Είναι μια πολύ απλή ιστορία. Αλλά και μια πολύ καλή ιστορία. Μια ιστορία, θα έλεγα, μοντέρνα. Η σχέση της Τσο-Τσο-Σαν με τον Πίνκερτον είναι κάτι που με έναν τρόπο το ζούμε όλοι, το βλέπουμε δίπλα μας και το βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, όπου και να πάμε σε όλον τον κόσμο, γιατί παντού, σε όποιον δρόμο και αν περπατήσουμε, αντιμετωπίζουμε όλη αυτή την αμερικανοποίηση. Παρατηρώ κι εγώ τον κόσμο γύρω μου και νομίζω πως είμαστε όλοι Τσο-Τσο-Σαν που προσπαθούμε να κρατήσουμε κάτι από την αλήθεια μας, σε έναν αμερικανοποιημένο κόσμο».
INFO
«Μαντάμα Μπατερφλάι»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 1, 4, 7 & 10 Ιουνίου. Στις παραστάσεις την Τσο-Τσο-Σαν θα ερμηνεύσει η Aννα Σον, τον Πίνκερτον ο Αντρέα Καρέ, τη Σουτζούκι η Aλίσα Κολόσοβα, τον Σάρπλες ο Διονύσης Σούρμπης, την Κέιτ Πίνκερτον η Διαμάντη Κριτσωτάκη, τον Γκόρο ο Γιάννης Καλύβας. Τη μουσική διεύθυνση έχει ο Βασίλης Χριστόπουλος, τα σκηνικά – κοστούμια υπογράφει ο Πιερ-Αντρέ Βάιτς και τη χορωδία διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Μέγας Δωρητής ΕΛΣ & Δωρητής παράστασης: Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ). Χορηγοί παράστασης: MYTILINEOS, EUROBANK.