«Κι όταν κόπασε η κλαγγή του σφαγείου/ έμπορος της Πόλης με το άφθονο κοίτασμα/ διαφωτισμού και αμύθητα πλούτη/ ο μέγας χορηγός του Αγώνα ξέπεσε/ ο λεβέντης και ψωμοζούσε με προσφάι τη θλίψη/ δίπλα σε ρακένδυτα του οίστρου απομεινάρια/ ενώ πτωχαλαζόνες πιάσανε τα πόστα/ και το ‘παιζαν ηγήτορες».
Στο ποίημά του «Η επέλαση της αληθούς αρχοντιάς» ο Ηλίας Γκρης αναφέρεται στον Παναγιώτη Σέκερη – αυτός είναι ο ξεπεσμένος άνδρας με τα αμύθητα κάποτε πλούτη – για να μιλήσει τελικά, χρησιμοποιώντας το πρόσωπό του, για όλους εκείνους τους αξιομνημόνευτους πατριώτες που έδωσαν περιουσίες ολόκληρες για να στηρίξουν την Επανάσταση του 1821. Αρκετοί εκ των οποίων πέθαναν κατασυκοφαντημένοι, πάμφτωχοι και ξεχασμένοι.

Ο τριπολιτσιώτης έμπορος Παναγιώτης Σέκερης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1818.
Η θυσία του Σέκερη
Κάθε σύγκρουση, κάθε πόλεμος, κάθε επανάσταση χρειάζεται χρήμα, πολύ χρήμα για να επιτύχει. Αυτό το γνώριζε ο εκ Τριπόλεως Παναγιώτης Σέκερης, ο μεγαλέμπορος με τα δεκαπέντε πλοία, ο οποίος δραστηριοποιούνταν κυρίως σε Κωνσταντινούπολη, Οδησσό και Μόσχα και διά της συμμετοχής του στη Φιλική Εταιρεία συνεισέφερε, μαζί και με τα αδέλφια του, Αθανάσιο και Γεώργιο, τεράστια ποσά. Οταν μετά την Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι. Ετσι πάμφτωχος, καθώς δεν αποζημιώθηκε ποτέ για την ανεκτίμητη προσφορά του, πέθανε το 1847, στα 64 χρόνια του.
Οι μεγάλοι Φιλικοί
Εμπνευστής και ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ο έμπορος Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852), που δραστηριοποιούνταν στην Τεργέστη, την Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη, αφού θυσίασε τα πάντα στο όνομα του Αγώνα κατηγορήθηκε για διαφθορά. Στα γεράματά του τού απονεμήθηκε τιμητικό επίδομα, το οποίο όμως δεν έλαβε ποτέ.
Πάμφτωχος και αγνοημένος πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852 ύστερα από πτώση του από μία σκάλα της Βουλής (τότε στεγαζόταν εκεί όπου βρίσκεται το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, στην οδό Σταδίου), όπου είχε πάει για να παρακολουθήσει μια συνεδρίαση. Στην κηδεία του, του αποδόθηκαν τιμές.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά, όπου στα νεανικά του χρόνια έδρασε και ως πειρατής, για να βρεθεί στην Αγία Πετρούπολη, να γίνει ευνοούμενος της Μεγάλης Αικατερίνης και να δημιουργήσει τεράστια περιουσία μεταξύ άλλων παρασκευάζοντας και εξάγοντας χαβιάρι – βλέπε την ταινία «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» (2012) του Γιάννη Σμαραγδή. Ως ηγετικό μέλος και χρηματοδότης της Φιλικής Εταιρείας, έδωσε και αυτός με γενναιοδωρία χρήματα για τον Αγώνα των Ελλήνων.
Μεταξύ άλλων εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, εξαγόρασε την ελευθερία πολλών ελλήνων αιχμαλώτων, ενίσχυσε τον αγώνα των Ψαριανών και βοήθησε τους πρόσφυγες όταν το νησί καταστράφηκε από τους Τούρκους. Μετά τον θάνατό του το 1825 άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο Ελληνικό Δημόσιο για να χρησιμοποιηθεί για κοινωφελή έργα, όπως άφησε και γενναιόδωρο κληροδότημα για την ίδρυση του Βαρβακείου Λυκείου. Με δικά του χρήματα κατασκευάστηκε και η Βαρβάκειος Αγορά.

Προσωπογραφία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, ελαιογραφία σε μουσαμά, αγνώστου καλλιτέχνη.
Δύο σπουδαίες γυναίκες
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 σε φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της, Σκεύω Κοκκίνη, είχε επισκεφθεί τον φυλακισμένο για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση. Μεγάλωσε σε πλούσιο περιβάλλον, αλλά την τεράστια περιουσία της την κληρονόμησε κυρίως από τους δύο συζύγους της, τον Δημήτριο Γιάννουζα και τον Δημήτριο Μπούμπουλη που αμφότεροι σκοτώθηκαν από πειρατές.
Ολη αυτή την περιουσία η Λασκαρίνα την πρόσφερε για την αγορά και την κατασκευή καραβιών και για τον εξοπλισμό των αγωνιστών. Με τη σειρά της, η Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας Νικόλαου Μαυρογένη, έριξε στον Αγώνα πλοία εξοπλισμένα αποκλειστικά με δικά της έξοδα, έστειλε στρατό στις μάχες για την κατάληψη της Τριπόλεως, ενίσχυσε οικονομικά την εκστρατεία της Χίου και τον Νικηταρά στη Μάχη των Δερβενακίων και συνέδραμε (εκποιώντας τα κοσμήματά της) τους ηττημένους στην πολιορκία της πόλης τους Μεσολογγίτες.
Κοντολογίς, ξόδεψε και εκείνη γενναιόδωρα την υπολογίσιμη περιουσία της για τις ανάγκες του Αγώνα, για να έχει όμως τραγική και άδικη κατάληξη. Τα χρόνια μετά την Επανάσταση τη βρήκαν απογοητευμένη από την άδοξη ερωτική περιπέτειά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη και σε μεγάλη φτώχεια. Το 1840 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο όπου ζούσε και πέθανε σε ηλικία μόλις 44 ετών.

Ο προεστός του Αιγίου Ανδρέας Λόντος είχε αναπτύξει σημαντική δράση στα χρόνια του Αγώνα
Καπεταναίοι, προύχοντες, οπλαρχηγοί
Ο προύχοντας της Ηλείας και αγωνιστής Γεώργιος Σισίνης χρησιμοποίησε τη δική του μεγάλη περιουσία για να χρηματοδοτήσει τους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Και ο προεστός του Αιγίου Ανδρέας Λόντος χρηματοδότησε στρατιωτικές επιχειρήσεις και εξόπλισε αγωνιστές. Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε μετά το τέλος της Επανάστασης – όχι μόνο επειδή είχε σπαταλήσει μεγάλα ποσά για τον Αγώνα αλλά και επειδή έκανε άσωτη ζωή – τον έσπρωξαν στην αυτοκτονία.
Ο Μακρυγιάννης γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στα ήθη της εποχής και στον γεροντοέρωτα του Λόντου με μια ιταλίδα πριμαντόνα που εκείνο τον καιρό είχε μαγέψει τους Αθηναίους: «Και τα παιδιά όπου τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή, από μέσα το κράτος κι’ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου, και πωλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Μπάσσω την τραγουδίστρια του θεάτρου, ότι παλαβώσανε οι γέροντες, όχι τα παιδάκια, να μην πωλήσουνε τα βιβλία τους. Τον γέρο Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίττα Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας και άλλα πισκέσια».
Σημαντικά ποσά από την περιούσια του διέθεσε και ο Γεώργιος Λεβέντης, ένας από τους ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας, όχι μόνο για τον Αγώνα αλλά και για να βοηθήσει τους Ελληνες να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Και εκείνος έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος. Ο Σπετσιώτης Γεώργιος Ανδρούτσος παραχώρησε το πλοίο του «Παγκρατίων» και ο επίσης Σπετσιώτης Ιωάννης Γ. Κούτσης και η εύρωστη οικονομικά οικογένειά του διέθεσαν τα δικά τους πλοία για πολλές ναυτικές επιχειρήσεις
Ο ίδιος έλαβε μέρος στη μεγάλη ναυμαχία των Σπετσών στις 8 Σεπτέμβριου 1822. Τέσσερα πλοία διέθεσε και ο πρόκριτος των Σπετσών Χατζηγιάννης Μέξης. Ο Μιχαήλ Σούτσος ή Βόδας, ηγεμόνας της Μολδαβίας μεταξύ 1819-1821, ενίσχυσε οικονομικά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και συγκέντρωσε πολλά χρήματα για τους σκοπούς της Επανάστασης.
O υδραίος πρόκριτος Γεώργιος Γκίκας και ο γιος του Γκιώνης Γκίκας διέθεσαν την περιουσία τους για τον εξοπλισμό του στόλου της Υδρας. Ο οπλαρχηγός και πολιτικός Κανέλλος Δεληγιάννης χρηματοδότησε τους επαναστάτες του Μοριά με δικά του έξοδα και πολέμησε στο πλευρό τους. Πέθανε το 1862 και αυτός πάμφτωχος. Δικό του στρατό χρηματοδοτούσε και ο Δημητράκης Πλαπούτας.
Η προσφορά της Πανωραίας
Οσο βεβαίως και αν συγκινεί η άνευ όρων γενναιοδωρία όλων αυτών των ευκατάστατων ευγενών, εμπόρων, εφοπλιστών κ.λπ., το ίδιο συγκινεί και η γενναιοδωρία των φτωχών ανθρώπων που κατέθεσαν τις δικές τους προσφορές για να δουν την Ελλάδα ελεύθερη. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό με μια ξεπεσμένη αρχόντισσα από το Αϊβαλί που έχοντας χάσει τον άνδρα και τα τέσσερα παιδιά της είχε καταφύγει στο Ναύπλιο.
Εκεί, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια εράνου για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, έδωσε ό,τι της είχε απομείνει, κάτι ελάχιστο δηλαδή, για να περάσει στην ιστορία όχι με το όνομά της, αλλά με το παρατσούκλι που είχε αποκτήσει καθώς παμβρώμικη και εξαθλιωμένη ζητιάνευε για να ζήσει: «Ψωροκώσταινα» – το ίδιο παρατσούκλι που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην κακομοιριά της σύγχρονης Ελλάδας.
Σήμερα, που μνημονεύουμε όλους εκείνους οι οποίοι έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να έχουμε όλοι εμείς μια πατρίδα, ας τη μνημονεύσουμε και εκείνη με το πραγματικό της όνομα, όπως της αξίζει να τη θυμόμαστε: Πανωραία Χατζηκώστα την έλεγαν.