Oλα ξεκίνησαν στις 7 Ιουλίου 1990, σε μια σκηνή που στήθηκε μπροστά στις μεγαλοπρεπείς Θέρμες του Καρακάλλα, στη Ρώμη. Εκείνο το βράδυ ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο Χοσέ Καρέρας και ο Λουτσιάνο Παβαρότι, οι τρεις σουπερστάρ τενόροι της εποχής μας, ένωσαν για πρώτη φορά τις φωνές τους σε συναυλία που δόθηκε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου που θα φιλοξενούσε τότε η Ιταλία. Η θριαμβευτική καλλιτεχνική συνάντησή τους θα έφερνε επανάσταση στον χώρο του λυρικού τραγουδιού αλλά και της showbiz γενικότερα. Κάποιοι τής αποδίδουν την «αναγέννηση» της όπερας, ενός είδους μουσειακού που εκείνο το βράδυ βρήκε τον δρόμο του προς το ευρύτερο, προς το σύγχρονο κοινό. Δεν είναι όμως λίγοι και εκείνοι που επικρίνουν τους πρωταγωνιστές της, με επιχείρημα πως χρησιμοποιώντας την όπερα με ποδοσφαιρικούς όρους, για τη δική τους προβολή, απεκδύοντάς τη από την πνευματικότητά της και μετατρέποντάς τη σε φαντασμαγορικό σόου, άνοιξαν τον δρόμο για την υποβάθμιση και για τον ευτελισμό της.
Βραδιά-ορόσημο
Είτε επικεντρώσουμε στις θετικές είτε στις αρνητικές πτυχές της, εκείνη η βραδιά θεωρείται ορόσημο στη μακραίωνη ιστορία του μελοδράματος. Μια καλλιτεχνική συνάντηση που όμοιά της δεν έγινε ποτέ ξανά, όσο και αν άλλοι διάσημοι τενόροι, σοπράνο, μεσόφωνοι, κόντρα τενόροι κλ.π. προσπάθησαν να επαναλάβουν την επιτυχία, ενώνοντας και εκείνοι τις δυνάμεις τους, δημιουργώντας τα δικά τους τρίο (ή κουαρτέτα) και ανεβαίνοντας στη σκηνή ως νέες εκδοχές (συνήθως κακέκτυπα) των τριών τενόρων για να παρουσιάσουν τα δικά τους σόου. Για το ευρύ κοινό οι «τρεις τενόροι» είναι πάντα ο Ντομίνγκο, ο Καρέρας και ο Παβαρότι, ακόμα και σήμερα που ο «Big Luciano» δεν βρίσκεται στη ζωή. Γι’ αυτό και η επικείμενη επανένωση των δύο συναδέλφων του δεν θα μπορούσε να μην τον «συμπεριλαμβάνει». Ο τίτλος της συναυλίας που θα πραγματοποιηθεί στις 26 Ιανουαρίου 2023 στο Τόκιο είναι ενδεικτικός: «A Special Night: Tribute to Luciano Pavarotti – Plácido Domingo & José Carreras». Οι δύο ισπανοί σταρ θα τραγουδήσουν στη μνήμη του ιταλού συναδέλφου τους. Προσθέτοντας έναν ακόμα θρίαμβο στην πολυετή καριέρα τους; Δυστυχώς, όπως θεωρείται δεδομένη η αποθέωση (λόγω της τεράστιας προσφοράς τους και της δημοφιλίας τους) έτσι προκαθορισμένο είναι και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: δεν αποτελεί εξάλλου μυστικό πως και ο 81χρονος Ντομίνγκο και ο 75χρονος Καρέρας παρά την επιμονή τους να συνεχίσουν να τραγουδούν είναι εδώ και πολλά χρόνια σκιές του παλιού καλού εαυτού τους. Ωστόσο τα χρήματα είναι πολλά. Και η φήμη είναι γλυκιά και εθιστική.
Φίλοι ή εχθροί;
Κακά τα ψέματα, η λάμψη της δόξας (και της ματαιοδοξίας) και το χρήμα είναι αυτά που έφεραν κοντά το καλοκαίρι του 1990 τους τρεις άνδρες. Τρεις λυρικούς τραγουδιστές με το ίδιο είδος φωνής (αυτό του τενόρου) που όσο και αν υποκρίθηκαν τους φίλους (ή όσο και αν προσπάθησαν να γίνουν φίλοι) δεν έπαψαν ποτέ να κοιτούν με αντιπαλότητα και ανταγωνισμό ο ένας τον άλλον. Πίσω από την αριστοτεχνικά σερβιρισμένη εμπορική σύμπραξή τους και από την εικόνα των κολλητών που δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους κάθε φορά που οι φωνές τους συναντώνταν σε μια υψηλή νότα, κρύβονταν τρεις καριερίστες οι οποίοι στο «η ισχύς εν τη ενώσει» είδαν έναν εύκολο δρόμο προς τη δόξα και τον πλουτισμό – δηλαδή προς ακόμα περισσότερη δόξα και χρήμα, δεδομένου ότι ήταν ήδη πασίγνωστοι και ευκατάστατοι. «Νομίζω ότι η καριέρα του Λουτσιάνο έγινε ακόμα πιο μεγάλη επειδή ήμουν εγώ εκεί ως ο φίλος-αντίζηλός του και νομίζω ότι η καριέρα μου έγινε ακόμα πιο μεγάλη επειδή ήταν εκεί ο Λουτσιάνο ως ο φίλος-αντίζηλός μου» έχει δηλώσει ο ίδιος ο Ντομίνγκο. Δεν είναι δύσκολο διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές να καταλάβουμε πώς λειτουργούσε για τον έναν η παρουσία του άλλου. Λέγεται ότι ο χαρακτηρισμός του Παβαρότι ως «Βασιλιά των υψηλών ντο» ενοχλούσε ιδιαιτέρως τον Ντομίνγκο, στον οποίο, παίζοντας με το επίθετό του και με τις ονομασίες που έχουν οι νότες, είχαν δώσει το παρατσούκλι «Σιμίνγκο» για τη δυσκολία με την οποία (δεν) έφτανε στο υψηλό ντο, μένοντας συχνά στο σι (δηλαδή μία νότα πιο κάτω). Από την άλλη, όταν ο φοβερός και τρομερός Παβαρότι επιχείρησε να ερμηνεύσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του Ντομίνγκο, τον δυσκολότατο «Οθέλλο» του Βέρντι (ρόλο τον οποίο ο ισπανός τενόρος έχει σφραγίσει με την ερμηνεία του), απέτυχε παταγωδώς. Αλλά και οι σχέσεις του Μαδριλένου Ντομίνγκο και του Καταλανού Καρέρας είχαν τα θέματά τους, λόγω και των διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεών τους και της καταγωγής τους. Τη δική τους όμως αντιπαλότητα ήρθε να λειάνει η περιπέτεια υγείας του Καρέρας, ο οποίος το 1987 νόσησε με λευχαιμία.
Επικερδής εμπορική συμμαχία
Την ιδέα για την κοινή εμφάνιση των τριών τενόρων είχαν τρεις παραγωγοί, κυρίως ο Ιταλός Μάριο Ντράντι και δευτερευόντως ο Γερμανός Ελμαρ Κρούζε και ο Βρετανός Χέρμπερτ Τσάπελ. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι είχε πει σε μια συνέντευξή του πως και στο παρελθόν τούς είχε ζητηθεί δεκάδες φορές να εμφανιστούν μαζί αλλά εκείνοι απαντούσαν πάντα «Οχι!». Αυτή τη φορά ήρθε το «Ναι», με αφορμή την επιστροφή του Καρέρας στη σκηνή μετά την περιπέτειά του με την υγεία του, η οποία είχε συγκινήσει βαθιά και τους διάσημους αντίζηλούς του. H πρώτη διερευνητική συνάντηση των τριών σταρ έγινε σε ένα ξενοδοχείο της Ρώμης. Παρών ήταν και ο μαέστρος Ζούμπιν Μέτα, ο οποίος διηύθυνε την πρώτη συναυλία – και στη συνέχεια αρκετές ακόμα εμφανίσεις τους. Ο Ντράντι θυμάται πως ο ίδιος έκανε πολύ γενναίες προσπάθειες για να κρατήσει ζεστή και φιλική την ατμόσφαιρα, καθώς υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ Ντομίνγκο και Παβαρότι. Ο βρετανός δημοσιογράφος Νόρμαν Λέμπρεχτ έγραψε αργότερα πως «υπήρχε τρομερή ζήλια» αλλά και «κοινή συμπάθεια προς τον Καρέρας». Ο Καρέρας ήταν εξάλλου και ο κύριος λόγος για τον οποίο παραμερίστηκαν οι όποιες διαφωνίες και αποφασίστηκε τελικά η πρώτη συναυλία. Η οποία ήταν θρίαμβος. Ενας θρίαμβος που επαναλήφθηκε με μία νέα σειρά συναυλιών, με τους τρεις τενόρους να εμφανίζονται μεταξύ αρκετών άλλων στο Λος Αντζελες το 1994, στο Τόκιο, στο Λονδίνο, στη Βιέννη και στη Νέα Υόρκη το 1996, στο Τορόντο και στη Μόντενα (ιδιαίτερη πατρίδα του Παβαρότι) το 1997, στο Παρίσι το 1998, στο Σικάγο το 2000, στη Σεούλ και στο Πεκίνο το 2001, στη Γιοκοχάμα το 2002 και, τέλος, στο Κολόμπους του Οχάιο το 2003. Η ηχογράφηση της πρώτης συναυλίας καταχωρίστηκε στα Παγκόσμια Ρεκόρ Γκίνες ως το άλμπουμ κλασικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως. Ακούστηκε πως τότε ο Ντράντι πούλησε τα δικαιώματα στην εταιρεία Decca δίνοντας ένα εφάπαξ ποσό στους ερμηνευτές, χωρίς δηλαδή να τους εξασφαλίσει ποσοστά επί των πωλήσεων, γεγονός που έκανε τον Ντομίνγκο έξαλλο. Οι ηχογραφήσεις και οι βιντεοσκοπήσεις των επόμενων εμφανίσεων τούς έφεραν ακόμα περισσότερα χρήματα (λόγω και των ποσοστών που τώρα πια δεν παραλείπονταν από τα συμβόλαιά τους). Οπως γράφτηκε, για κάθε εμφάνιση καθένας εκ των τριών πληρωνόταν με περίπου 1 εκατ. δολάρια, συν τα δικαιώματα για ηχογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις. Ο Τζέιμς Λιβάιν, ο σπουδαίος αμερικανός μαέστρος που αντικατέστησε τον Ζούμπιν Μέτα σε μερικές από τις συναυλίες, αμειβόταν με 500.000 δολάρια ανά εμφάνιση. Σύμφωνα με τους «Los Angeles Times», η συναυλία του Λος Αντζελες το 1994, στο πλαίσιο του Μουντιάλ των ΗΠΑ, είχε ακαθάριστα έσοδα ύψους 12,5 εκατ. δολαρίων, τη στιγμή που ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλου Ποδοσφαίρου μεταξύ Βραζιλίας – Ιταλίας είχε ακαθάριστα έσοδα 40 εκατ. δολαρίων. Ο δαιμόνιος Ντράντι δεν έκρυψε ποτέ πως στόχος της κοινοπραξίας των τριών τενόρων ήταν το κέρδος: «Η πρώτη συναυλία έγινε με την καρδιά, οι άλλες με την προσοχή στραμμένη στο πορτοφόλι» είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα
Ο Παβαρότι έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2007, σε ηλικία 71 ετών. Τα τελευταία χρόνια – γιατί τραγουδούσε ως το τέλος – η παρουσία του στη σκηνή ήταν απογοητευτική. Ηταν βεβαίως προφανές πως ο σπουδαίος αυτός τραγουδιστής περισσότερο ενδιαφερόταν για το χρήμα παρά για την τέχνη. Ο εξευτελισμός ήταν μεγάλος όταν αποκαλύφθηκε πως σε μία από τις συναυλίες του (για τις οποίες πληρωνόταν με περιουσίες ολόκληρες) είχε τραγουδήσει playback. Απολογούμενος είχε δηλώσει πως δεν είχε προφτάσει να προετοιμαστεί όσο καλά ήθελε, απορροφημένος από την οργάνωση της εκδήλωσης. Ο Καρέρας συνέχισε (και συνεχίζει) να ασχολείται με το φιλανθρωπικό ίδρυμά του για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τη λευχαιμία (μια μεγάλη κοινωνική προσφορά του καλλιτέχνη) και να δίνει ρεσιτάλ σε όλον τον κόσμο, ως μια σκιά όμως του παλαιού λαμπρού εαυτού του. Ο πιο δραστήριος από όλους, ο Ντομίνγκο, συνέχισε να τραγουδάει στα μεγάλα θέατρα, αφήνοντας όσο μεγάλωνε πίσω του το ρεπερτόριο του τενόρου με τις όλο και πιο δύσκολες υψηλές νότες και πιάνοντας το ρεπερτόριο του βαρύτονου. Ούτε το σκάνδαλο που τον ήθελε να πρωταγωνιστεί σε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ήταν ικανό να σταματήσει την επαγγελματική πορεία του.
Εννοείται πως όποιες και αν είναι οι ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τα ταλέντα και τη δημόσια εικόνα τους δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι και ο Παβαρότι και ο Ντομίνγκο και ο Καρέρας υπήρξαν τρεις από τους σημαντικότερους τενόρους στην ιστορία του μελοδράματος. Αυτά στην προ «τριών τενόρων» εποχή, όταν ακόμη έκαναν υψηλή τέχνη. Οσο για την εποχή των δύο τενόρων που εγκαινιάζεται τώρα με το κοινό ρεσιτάλ των Ντομίνγκο και Καρέρας στο Τόκιο, ας ελπίζουμε πως θα έχει τη σύντομη διάρκεια του ενός (και μοναδικού) ρεσιτάλ και πως δεν θα υπάρξει συνέχεια. Γιατί είναι στενόχωρο να βλέπεις τους καλλιτέχνες που θαύμαζες και εκτιμούσες να τσαλακώνουν ξανά και ξανά την εικόνα τους και να ξεπουλούν την τέχνη τους χωρίς να μπορούν να καταλάβουν πως όλα (δεν μπορεί παρά να) έχουν ένα τέλος. Και πως σε θέματα καριέρας αυτό το τέλος είναι καλό να το δίνεις εσύ ο ίδιος, με το κεφάλι ψηλά, όταν ακόμη σε χειροκροτούν για αυτό που είσαι, για αυτό που χαρίζεις στο κοινό με το τραγούδι σου, και όχι για αυτό που ήσουν.