«Η νέα μου όπερα πραγματεύεται τη βαθιά επιθυμία του υπόδουλου για ελευθερία» έγραφε ο Γιώργος Κουρουπός για την πρεμιέρα του εμπνευσμένου από την Εθνική Παλιγγενεσία έργου του με τίτλο «Ελπίς Πατρίδος», το 2021, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: «Μια επιθυμία που και μία σπίθα αρκεί για να την ανάψει εάν ευνοήσουν οι αντικειμενικές συνθήκες. Ολες οι όπερες, ελληνικές και ξένες, που έχουν γραφτεί με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση εστιάζουν σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε ένα συγκεκριμένο γεγονός του Αγώνα. Επιδίωξή μου ήταν να γράψω μια όπερα που να αντιμετωπίζει την Επανάσταση ως μια ολότητα, που να περιλαμβάνει τόσο τις συνθήκες όσο και τα γεγονότα, ταυτιζόμενος με τις σκέψεις, τους πόθους και τις ελπίδες των ανθρώπων της εποχής. Μια όπερα που να βλέπει μέσα από το σήμερα την εποχή της Επανάστασης».

Το λιμπρέτο του έργου, το οποίο υπογράφει η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, μας μεταφέρει στην εποχή που ο Ρήγας Φεραίος τύπωνε την περίφημη Χάρτα, που η Φιλική Εταιρεία προετοίμαζε τον ένοπλο Αγώνα, που οι μεγάλοι ήρωες πολεμούσαν τον Τούρκο και ακολούθως στην Α’ Εθνοσυνέλευση του νέου ελληνικού κράτους και στα χρόνια που ακολούθησαν. Δεν είναι όμως η κατά Κουρουπό «Ελπίς Πατρίδος» η μοναδική όπερα έλληνα συνθέτη που αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821.

Η εγχώρια μελοδραματική παράδοση έχει να επιδείξει και άλλα τέτοια έργα, ορισμένα εκ των οποίων έχουν ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική αξία.

Στιγμιότυπο από την όπερα του Γιώργου Κουρουπού «Ελπίς Πατρίδος» που παρουσιάστηκε το 2021 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Φωτ: Ελίνα Γιουνανλή.

Οι περιπέτειες του «Μάρκου Μπότσαρη»

Ο συνθέτης που περισσότερο από όλους έχει συνδέσει το όνομά του με τα χρόνια του Αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους είναι ο Ζακυνθινός Παύλος Καρρέρ, κυρίως λόγω της όπεράς του «Μάρκος Μπότσαρης» (γνωστής και ως «Μάρκος Βότζαρης»). Ο Καρρέρ ξεκινά να γράφει το έργο το 1857 και έναν χρόνο μετά, και ενώ έχει ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος, παρουσιάζει για πρώτη φορά αποσπάσματά του στα Ανάκτορα, στον βασιλιά Οθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία.

Οπως ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύματά του, το βασιλικό ζεύγος εξέφρασε την ικανοποίησή του. Οταν αποφασίστηκε η παρουσίαση του έργου στην Αθήνα, τον χειμώνα του 1858, ο συνθέτης αναχώρησε για την Μπολόνια προκειμένου να καταρτίσει τον θίασο που θα συμμετείχε στο ανέβασμα. Εκεί έλαβε επιστολή από τον Οθωνα, ο οποίος «ένεκα πολιτικών λόγων υψίστης σημασίας» απαγόρευε τελικά την πραγματοποίηση της παράστασης.

Ο Καρρέρ συντετριμμένος απέδωσε την αλλαγή στη στάση του βασιλιά στις ραδιουργίες επιφανών αγωνιστών που «ως φαίνεται επιθυμούσαν να είχα κάμει μιαν όπεραν εις την οποίαν να συμπεριλαμβάνονται όλοι οι αγωνισταί». Λέγεται επίσης πως συναγωνιστές του Μπότσαρη είχαν κατηγορήσει την ίδια τη βασίλισσα Αμαλία πως μεροληπτούσε υπέρ του Καρρέρ (και του Μπότσαρη) και στήριζε την παρουσίαση του έργου επειδή είχε στην αυλή της ως κυρία επί των τιμών την Αικατερίνη Μπότσαρη-Καρατζά, κόρη του αγωνιστή.

Μια άλλη εκδοχή, που είναι και η επικρατέστερη, θέλει την απαγόρευση ως αποτέλεσμα των πάντα τεταμένων σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, της ενδεχόμενης ενόχλησης των Τούρκων από το ηρωικό και φιλελληνικό περιεχόμενο του έργου. Τελικά ο «Μάρκος Μπότσαρης» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1861 στην Πάτρα, αυτή τη φορά με έντονες αντιδράσεις από την Εκκλησία, που δεν είχε δει με καλό μάτι το έργο.

Τρία χρόνια μετά, το 1864, παίχτηκε στη Ζάκυνθο και το 1866 στη Σύρο, όπου μέρη του ιταλικού λιμπρέτου ακούστηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά. Το 1875 το έργο ανέβηκε επιτέλους και στην Αθήνα, στο υπαίθριο θέατρο Απόλλων, με μεγάλη επιτυχία. Τον Νοέμβριο του 1944 η νεοϊδρυθείσα τότε Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε για πρώτη φορά αποσπάσματά του – στοιχεία για τις ενδιαφέρουσες διαδρομές της όπερας αντλήσαμε από το άρθρο της μουσικολόγου-θεατρολόγου Αύρας Ξεπαπαδάκου «Ο «Μάρκος Μπότσαρης» του Παύλου Καρρέρ: Μια «εθνική» όπερα».

Το τετράπρακτο μελόδραμα διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου. O Μάρκος Μπότσαρης (τενόρος) στέλνει την προσφυγοπούλα Σοφία, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, στο στρατόπεδο των Τούρκων ως κατάσκοπο. Εκείνη αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μουσταφά Πασά (βαρύτονος) τον εξισλαμισθέντα έλληνα αγαπημένο της, τα ίχνη του οποίου είχαν χαθεί.

Ο Μουσταφά, συντετριμμένος από τη συνάντηση και την αποκάλυψή του, ζητεί να συνθηκολογήσει με τον Μπότσαρη, ο οποίος αρνείται και επιχειρεί να αποσπάσει τη Σοφία από τα χέρια του. Το έργο τελειώνει με τον θάνατο του ήρωα στο πεδίο της μάχης. Μία από τις άριες που τραγουδάει κατά τη διάρκεια του έργου ο Μπότσαρης είναι ο δημοφιλής «Γερο-Δήμος», τραγούδι ανεξάρτητο, πάνω στο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο Δήμος και το καριοφίλι του», το οποίο κατόπιν ο συνθέτης ενέταξε στην όπερά του: «Εγέρασα, µωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης/ τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταµένος/ θέλω να πάω να κοιµηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά µου./ Βρύση το αίµα το ‘χυσα, σταλαµατιά δεν µένει».

Και άλλες εκδοχές

Η αλήθεια είναι πως εκτός από τον «Μάρκο Μπότσαρη» του Καρρέρ υπήρξαν και άλλες όπερες με αυτόν τον τίτλο, έργα συνθετών όπως ο Ιωσήφ Λιβεράλης και ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης, που όμως παραμένουν χαμένες. Το 2021, στο πλαίσιο των εορτασμών των 200 ετών από την Εθνική Παλιγγενεσία, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών παρουσίασαν υπό τη διεύθυνση του Νικόλαου Μαλιάρα, στο Βεάκειο, σε παγκόσμια πρώτη, την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης» του κεφαλλονίτη συνθέτη Νικόλαου Μεταξά-Τζανή. Πρόκειται για μελόδραμα που γράφτηκε το 1854 και το οποίο επίσης εθεωρείτο μέχρι τότε χαμένο.

Η «Κυρά Φροσύνη»και η «Δέσπω»

Ο δε Παύλος Καρρέρ μετά τον δικό του «Μάρκο Μπότσαρη» συνέχισε να εμπνέεται από τα ηρωικά γεγονότα του 1821 και γενικότερα από τις ιστορίες γύρω από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για να γράψει δύο ακόμη όπερες, την «Κυρά Φροσύνη» και τη μονόπρακτη «Δέσπω». Η «Κυρά Φροσύνη» βασιζόταν στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, διασκευασμένη σε λιμπρέτο από τον ζακυνθινό ποιητή Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο.

Παίχτηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Απόλλων της Ζακύνθου το 1868, ενώ ακολούθησαν παραστάσεις στην Πάτρα, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια και αλλού. Κεντρικό θέμα είναι ο παράνομος έρωτας της Ευφροσύνης Βασιλείου με τον Μουχτάρ, γιο του Αλή Πασά, και το τραγικό της τέλος στα νερά της λίμνης Παμβώτιδας επειδή δεν ενέδωσε στον επίσης ερωτευμένο μαζί της Αλή Πασά. Στο πρόσωπο της Ευφροσύνης συμβολίζονται βεβαίως ο σκλαβωμένος αλλά υπερήφανος Ελληνισμός και η χριστιανική πίστη. Λίγο μετά τη «Φροσύνη», το 1875, ο Καρρέρ έγραψε και τη «Δέσπω», με σκοπό να παρουσιαστεί από τους μαθητές και τους καθηγητές του νεοϊδρυθέντος τότε Ωδείου Αθηνών. Ομως, η οικονομική στενότητα καθώς και η ανεπάρκεια, ως φαίνεται, των άγουρων σπουδαστών του Ωδείου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μουσικής δεν επέτρεψαν το ανέβασμα.

Η «Δέσπω» έκανε πρεμιέρα με το ιταλικό λιμπρέτο της (το ελληνικό υπέγραφε ο κερκυραίος καθηγητής Αντώνιος Μανούσος) στο θέατρο Απόλλων της Πάτρας το 1883. Η υπόθεση αφορά τη γνωστή ιστορία της Δέσπως, συζύγου του φονευθέντος οπλαρχηγού Γεωργίου Μπότση, η οποία ανατίναξε τον πύργο του Δημουλά (Κάστρο Ρινιάσας) στο Ζάλογγο και σκοτώθηκε μαζί με την οικογένειά της προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του Αλή Πασά.

Τα οράματα του Μακρυγιάννη

Από τα πιο πρόσφατα μουσικά έργα που αναφέρονται σε πρόσωπα ταυτισμένα με την Ελληνική Επανάσταση είναι η όπερα «Οράματα και θάματα Στρατηγού Μακρυγιάννη» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, παραγγελία της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2019. Η πλοκή και το λιμπρέτο του Αλέκου Λούντζη, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Ιωάννη Μακρυγιάννη, «παρακολουθούν πρισματικά, από απόσταση άλλοτε αναπνοής και άλλοτε ασφαλείας, την καταβύθιση του Στρατηγού στα οράματα αλλά και στις μνήμες του από συγκλονιστικά ιστορικά ή προσωπικά γεγονότα, όπως η μάχη της Ακρόπολης, η περίφημη δίκη του, η θυμωμένη επίκλησή του προς τον Θεό και η «πολιτική λιτανεία» της μεταγωγής του στη φυλακή».

Και το «Αϊτή / Ελλάδα / 1821» του Κωνσταντίνου Χατζή ήταν ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το μουσικό έργο παρουσιάστηκε στην GNO TV το 2021, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης. Εμπνευσμένος «από το ιστορικό γεγονός των εκατό αϊτινών εθελοντών που ξεκίνησαν πριν από 200 χρόνια ένα μακρινό ταξίδι για να πολεμήσουν δίπλα στους Ελληνες, φέροντας είκοσι πέντε τόνους καφέ για οικονομική ενίσχυση, ο Κωνσταντίνος Χατζής υπογράφει μια ατμοσφαιρική ποιητική παράσταση όπου λέξεις και φράσεις σημαντικών κειμένων μπλέκονται με συνθέσεις των Φραντς Λιστ και Γιώργου Κουμεντάκη, παραδοσιακά τραγούδια της Αϊτής και φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς».

Το δράμα των σκλαβωμένων Ελλήνων και ο αγώνας τους για την ελευθερία εκτός από τους Ελληνες ενέπνευσε βεβαίως και τους μεγάλους ευρωπαίους συνθέτες – όπως τον Μπετόβεν, τον Ροσίνι, τον Μπερλιόζ –, αυτό όμως είναι ένα θέμα που αξίζει περισσότερη ανάλυση και στο οποίο, ευκαιρίας δοθείσης, θα επιστρέψουμε με ένα εκτενές αφιέρωμα.