Κλιματική αλλαγή. Οσο και αν θέλουμε να την αγνοήσουμε αποτελεί το μείζον πρόβλημα των καιρών μας. Οι εκθέσεις που έρχονται στο φως είναι άκρως ανησυχητικές και όπως όλα δείχνουν τις επόμενες δεκαετίες θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας της κλιματικής κρίσης. Και είναι απόλυτα λογικό, καθώς ανέκαθεν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και οι κλιματικές μεταβολές υπήρξαν από τις σημαντικότερες αιτίες μεγάλων πληθυσμιακών μετακινήσεων και μεταναστευτικών ροών.
Οι «κλιματικοί μετανάστες» δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα μακρινό φαινόμενο. Σύμφωνα μάλιστα με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), περίπου 21,5 εκατ. άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εξαιτίας καιρικών φαινομένων από το 2008, την ίδια στιγμή που το Ινστιτούτο Οικονομικών και Ειρήνης – ένα think tank με έδρα το Λονδίνο – εκτιμά ότι περίπου 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεριζωθούν από τις εστίες τους λόγω της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα 30 χρόνια.
Φυσικά υπάρχει πάντα και το δεύτερο μέρος της περίφημης έκθεσης «Groundswell» της Παγκόσμιας Τράπεζας που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 και η οποία καταδεικνύει ότι η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να αναγκάσει πάνω από 200 εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες αν δεν ληφθούν επειγόντως μέτρα για τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων και για τη γεφύρωση του χάσματος σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την έκθεση, λοιπόν, εκατομμύρια άνθρωποι είναι πιθανό να εγκαταλείψουν τον τόπο κατοικίας τους ως το 2050 εξαιτίας παραγόντων όπως η λειψυδρία, η μείωση της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα, αλλά και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη έκθεση περιγράφει τρία διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη του φαινομένου της «κλιματικής μετανάστευσης». Σύμφωνα με το πιο απαισιόδοξο, που περιλαμβάνει υψηλά επίπεδα εκπομπών ρύπων και άνιση ανάπτυξη, προβλέπεται μετατόπιση έως και 216 εκατομμυρίων ανθρώπων εντός των χωρών τους στις έξι περιοχές οι οποίες εξετάζονται (Λατινική Αμερική, Βόρεια Αφρική, Υποσαχάρια Αφρική, Ανατολική Ευρώπη, Κεντρική, Νότια και Ανατολική Ασία και Ειρηνικός).
Ακόμη όμως και στο πιο ευνοϊκό για το κλίμα σενάριο, με χαμηλά δηλαδή επίπεδα εκπομπών ρύπων και βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, και πάλι θα αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν περί τα 44 εκατομμύρια άνθρωποι. Σημειώνεται ότι η έκθεση δεν εξέτασε τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά και τη μετανάστευση ανθρώπων εκτός των χωρών τους.
Περιοχές σε κίνδυνο
Σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο, η Υποσαχάρια Αφρική – που είναι η πλέον ευάλωτη περιοχή λόγω της ερημοποίησης, των εύθραυστων ακτογραμμών και της εξάρτησης του πληθυσμού από τη γεωργία – θα αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη κινητικότητα πληθυσμών, καθώς είναι πιθανό να μετακινηθούν έως και 86 εκατομμύρια πολίτες εντός των εθνικών τους συνόρων.
Η Βόρεια Αφρική, ωστόσο, προβλέπεται ότι θα επηρεαστεί περισσότερο και θα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό «κλιματικών μεταναστών» σε σχέση με τον πληθυσμό της, καθώς το 9% του πληθυσμού της, δηλαδή περίπου 19 εκατ. άνθρωποι, αναμένεται να μετακινηθούν εξαιτίας των αυξημένων ελλείψεων νερού στη Βορειοανατολική Τυνησία, στη Βορειοδυτική Αλγερία, στο δυτικό και νότιο τμήμα του Μαρόκου, καθώς και στους κεντρικούς πρόποδες της οροσειράς Ατλας.
Στη Νότια Ασία τώρα, το Μπανγκλαντές πλήττεται σε μεγάλο βαθμό από πλημμύρες και καταστροφές στις καλλιέργειες, γεγονός που φαίνεται ότι συνδέεται με το 50% των μεταναστεύσεων λόγω κλιματικής αλλαγής. Υπολογίζεται ότι 19,9 εκατ. άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου ενός αυξανόμενου αριθμού γυναικών, θα μετακινηθούν μέχρι το 2050, με βάση το πιο απαισιόδοξο σενάριο.
Η έκθεση προειδοποιεί επίσης ότι οι περιοχές στις οποίες θα υπάρξουν μαζικά κύματα μετανάστευσης (hot spots), είναι πιθανό να κάνουν την εμφάνισή τους μέσα στην επόμενη δεκαετία και η κατάσταση να επιδεινωθεί μέχρι το 2050. Υπάρχει ανάγκη συμπερασματικά δημιουργίας ενός σχεδίου τόσο για τις περιοχές στις οποίες οι άνθρωποι θα μετακινηθούν όσο και για τις περιοχές από τις οποίες θα φύγουν, ώστε να δοθεί βοήθεια σε όσους μείνουν πίσω.
Tα επόμενα βήματα
Για πολλούς επιστήμονες η μαζική μετανάστευση εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι ένα αναπόφευκτο πλέον φαινόμενο. Είναι ενδεικτικό ότι στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Nomad Century: How Climate Migration Will Reshape Our World» (Αιώνας Νομάς: Πώς η κλιματική μετανάστευση θα διαμορφώσει τον κόσμο μας) η συγγραφέας και δημοσιογράφος σε θέματα κλιματικής αλλαγής Γκάια Βινς υποστηρίζει ότι «πρέπει να διαχειριστούμε τη μετανάστευση έτσι ώστε να μην είναι μια καταστροφή… αλλά μια ασφαλής, παραγωγική μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον».
Σύμφωνα με την ίδια, καθώς οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, οι καύσωνες και τα λοιπά φαινόμενα θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά, ορισμένες περιοχές του πλανήτη θα γίνονται οριακά μη κατοικήσιμες.
Η ίδια χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη Βομβάη της Ινδίας, όπου 9 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε παραγκουπόλεις. «Δεν υπάρχει περίπτωση αυτά τα 9 εκατομμύρια να έχουν πρόσβαση στον κλιματισμό στις φτωχογειτονιές όπου ζουν» δηλώνει, προσθέτοντας ότι αντιμετωπίζουν τακτικά διακοπές ρεύματος κατά τη διάρκεια του καύσωνα. Και συμπληρώνει: «Αυτό ισχύει επίσης για μεγάλα τμήματα του Μπανγκλαντές, επίσης για περιοχές σε ολόκληρη την Αφρική. Υπάρχουν λοιπόν μέρη που δεν θα μπορέσουν να προσαρμοστούν σε αυτές τις ακραίες θερμοκρασίες». Για την ίδια λοιπόν η μετανάστευση στα βορειότερα γεωγραφικά πλάτη είναι αναπόφευκτη.
Ας μην πάμε μακριά. Οι πρόσφατες πλημμύρες του Σεπτεμβρίου που έπληξαν το Πακιστάν είχαν ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το ένα τρίτο της χώρας, να χάσουν τη ζωή τους 1.700 άνθρωποι, να καταστραφούν 2 εκατομμύρια κατοικίες, οδηγώντας στον εκτοπισμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους.
To νομικό καθεστώς
Στο ίδιο συμπέρασμα φαίνεται να οδηγείται και η νέα έκθεση του Ινστιτούτου Δημόσιας Πολιτικής Baker του Πανεπιστημίου Ράις: η διεθνής κοινότητα οφείλει να προετοιμαστεί για μαζικά μεταναστευτικά κύματα εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η έκθεση μάλιστα εξετάζει τον βαθμό στον οποίο ποικίλλουν οι κλιματικές πολιτικές για τους πρόσφυγες σε όλον τον κόσμο και διερευνά τις πιθανές οδούς για τη διασφάλιση της νομικής προστασίας τους. Επί του παρόντος, όσοι αναγκάζονται να μετακινηθούν λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο ή από τις εσωτερικές πολιτικές των περισσότερων χωρών υποδοχής.
«Τα άτομα που μεταναστεύουν λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής που επηρεάζει τη διαβίωση ή την ασφάλειά τους δεν δικαιούνται προστασία βάσει της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες και του Πρωτοκόλλου του 1967, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των περισσότερων συστημάτων ασύλου παγκοσμίως» τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Σημειώνεται πάντως ότι ενώ καμία χώρα δεν προσφέρει άσυλο στους κλιματικούς μετανάστες, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δημοσίευσε νομικές οδηγίες τον Οκτώβριο του 2020 «ανοίγοντας την πόρτα» για την προσφορά προστασίας σε άτομα που έχουν εκτοπιστεί από τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σημειώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ορισμένα σενάρια όταν διασταυρώνεται με τη βία.
Μάλιστα ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών θέτει βάσεις ώστε να δημιουργηθούν ασφαλή καταφύγια για κλιματικούς μετανάστες. Για παράδειγμα, τον περασμένο Μάιο η Αργεντινή δημιούργησε μια ειδική ανθρωπιστική βίζα διάρκειας τριών ετών για ανθρώπους από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική που εκτοπίστηκαν λόγω φυσικών καταστροφών.
Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες μολονότι δεν διαθέτουν ομοσπονδιακό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του εκτοπισμού που προκαλείται από κλιματικούς παράγοντες, ορισμένες φορές θεσπίζουν διατάξεις για συγκεκριμένες εθνικότητες μεταναστών που επιθυμούν να παραμείνουν στις ΗΠΑ λόγω περιβαλλοντικής καταστροφής στη χώρα καταγωγής τους. Ωστόσο, αυτές οι επιλογές είναι προσωρινές και ισχύουν μόνο για άτομα που βρίσκονται ήδη στις ΗΠΑ.
Τον Φεβρουάριο του 2022, ο πρόεδρος Μπάιντεν έδωσε εντολή στον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας να συνταχθεί μια έκθεση για την κλιματική αλλαγή και τον αντίκτυπό της στη μετανάστευση. Η έκθεση παρείχε μια επισκόπηση του τρέχοντος τοπίου προστασίας για τα άτομα που εκτοπίστηκαν λόγω της κλιματικής αλλαγής και συστάσεις πολιτικής για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, παρ’ όλα αυτά δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε αλλαγές.
Τα κύματα προσφύγων που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή δεν είναι ένα φαινόμενο που θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Είναι ένα φαινόμενο του σήμερα. Οι περισσότεροι κλιματικοί μετανάστες αρχικά μετακινούνται εντός των συνόρων της πατρίδας τους, συνήθως από αγροτικές περιοχές σε αστικά κέντρα, αφού πρώτα έχουν χάσει το σπίτι τους ή τα προς το ζην εξαιτίας φαινόμενων όπως η ξηρασία, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή κάποια άλλη καιρική καταστροφή. Ωστόσο, καθώς και οι πόλεις αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα που σχετίζονται με το κλίμα, όπως οι υψηλές θερμοκρασίες και η λειψυδρία, οι άνθρωποι αυτοί τελικά αναγκάζονται όλο και πιο συχνά να διασχίζουν τα σύνορα της χώρας τους, αναζητώντας ένα πιο ασφαλές και μόνιμο καταφύγιο.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, μοιάζει να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών οδηγεί με τη σειρά της σε αύξηση των ποσοστών φτώχειας, της εγκληματικότητας και της πολιτικής αστάθειας, τροφοδοτώντας εντάσεις που σχετίζονται με τη μείωση των φυσικών πόρων, από την Αφρική μέχρι τη Λατινική Αμερική, με αποτέλεσμα η κλιματική αλλαγή να παραβλέπεται πολλές φορές ως παράγοντας που συμβάλλει στη φυγή των ανθρώπων από την πατρίδα τους. Σύμφωνα με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, πάντως, το 90% των προσφύγων που παρακολουθεί προέρχονται από χώρες «στην πρώτη γραμμή της κλιματικής έκτακτης ανάγκης».
Μεταξύ των δράσεων που προτείνονται από την επιστημονική κοινότητα για την αντιμετώπιση του φαινόμενου είναι η επένδυση σε μια ανάπτυξη που να είναι «πράσινη, ανθεκτική, χωρίς αποκλεισμούς» και η επίτευξη μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι τα μέσα του αιώνα που διανύουμε, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5°C. Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος αυτός φαίνεται ήδη πολύ φιλόδοξος, καθώς οι ειδικοί τονίζουν ότι ακόμα και αν υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις και οι αποφάσεις του COP26, στο καλύτερο σενάριο η θερμοκρασία του πλανήτη μας θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1,8°C.
Το πρόβλημα είναι εδώ λοιπόν και η παγκόσμια κοινότητα καλείται να το αντιμετωπίσει.