Οι low profile επιχειρηματίες της βιομηχανίας της τεχνολογίας

Είναι πάμπλουτοι και ισχυροί, έχουν δημιουργήσει εφαρμογές που έχουν φέρει επανάσταση στην καθημερινότητά μας, κι όμως γνωρίζουμε ελάχιστα για αυτούς.

Ολόκληρος ο πλανήτης ασχολείται τα τελευταία χρόνια με τα καμώματα των ισχυρών κροίσων της παγκόσμιας βιομηχανίας της τεχνολογίας, με ονόματα όπως ο Τζεφ Μπέζος, ο Iλον Μασκ και ο Μπιλ Γκέιτς, υπάρχουν όμως και άλλοι hi-tech δισεκατομμυριούχοι εξίσου ενδιαφέροντες ή αμφιλεγόμενοι και παρότι δεν έχουν γίνει τα ονόματά τους ακόμη ευρέως γνωστά, κρατούν στα χέρια τους μεγάλη δύναμη και αμύθητο πλούτο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εκκεντρικός Αλεξ Καρπ, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εξόχως επιδραστικής εταιρείας Palantir, στον οποίο έκαναν πρόσφατα οι «New York Times» ένα μεγάλο αφιέρωμα.

Ο αινιγματικός entrepreneur μεγάλωσε σε αντισυμβατικό οικογενειακό περιβάλλον, σε μια οικογένεια αριστερών πεποιθήσεων που διέμενε στα προάστια της Φιλαδέλφειας. Ο λευκός εβραίος πατέρας του ήταν παιδίατρος και η μαύρη μητέρα του ήταν καλλιτέχνιδα.

Το περίεργο αυτό παιχνίδι αντιθέσεων που υπήρχε στην καθημερινότητά του, σε συνδυασμό με την ιδιοσυγκρασιακή του προσωπικότητα, σχημάτισαν μια κοσμοθεωρία που δεν υπάκουε στις νόρμες.

Ο Καρπ, που αποκαλύπτει ότι πάλεψε με τη δυσλεξία, σπούδασε στη Νομική Σχολή του φημισμένου Πανεπιστημίου Στάνφορντ και αργότερα ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη νεοκλασική κοινωνική θεωρία στο Πανεπιστήμιο Γκέτε της Φρανκφούρτης (αρχικά υπό τον Γιούργκεν Χάμπερμας), όπου επίσης πέρασε χρόνο στο Ινστιτούτο Σίγκμουντ Φρόιντ.

Τόλκιν, τάι τσι και αλλεργία στη woke culture

Ο 56χρονος billionaire στις σπάνιες συνεντεύξεις του τονίζει πως δεν έμαθε ποτέ να οδηγεί, αναφέροντας ότι ήταν πολύ φτωχός αρχικά, και εν συνεχεία πολύ πλούσιος για να χρειαστεί να πιάνει ο ίδιος το τιμόνι.

Δεινός σκιέρ και ασυναγώνιστος στη σκοποβολή, εξασκείται επίσης στο τάι τσι για να βελτιώσει την ικανότητα του να συγκεντρώνεται και να μην ονειροπολεί. Ως γνήσιος nerd, έχει δώσει στην εταιρεία του το όνομά της αντλώντας έµπνευση από το σύµπαν του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.

Η Palantir αποτελεί σημαντικό παίκτη στον χώρο ανάλυσης δεδομένων, ειδικά όσον αφορά την άμυνα και τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ. Θεωρείται σχεδόν σίγουρο πως το λογισμικό της Palantir διαθέτει τη δυνατότητα να εντοπίζει κρυφά μοτίβα σε τεράστια σύνολα δεδομένων, βοηθώντας – μεταξύ άλλων – στην πρόβλεψη και στην πρόληψη τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

Η εταιρεία βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο συζητήσεων περί δεοντολογίας και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα σχετικά με το απόρρητο, τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης (AI) και τη συμμετοχή της σε αμφιλεγόμενες κυβερνητικές δραστηριότητες, όπως η συνδρομή της στην Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων των ΗΠΑ (ICE) για την παρακολούθηση μεταναστών χωρίς έγγραφα.

Η άνοδος της Palantir δεν υπήρξε απρόσκοπτη. Αρχικά, η εταιρεία δυσκολεύτηκε να βρει υποστηρικτές, ειδικά στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον, όπου οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης ήταν επιφυλακτικοί και δύσπιστοι για τις δυνατότητές της.

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η Palantir εξασφάλισε σημαντικές κρατικές συμβάσεις, μεταξύ άλλων με τη CIA και το Πεντάγωνο, και έπαιξε ρόλο σε κρίσιμες επιχειρήσεις, όπως η πιθανή βοήθεια στον εντοπισμό του Οσάμα μπιν Λάντεν, αν και ο Καρπ αρνείται να μιλήσει εκτενώς για όλα αυτά.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει υιοθετήσει ένα χαλαρό στυλ ηγεσίας, αντιμετωπίζοντας τους υπαλλήλους της Palantir ως μέλη κολεκτίβας καλλιτεχνών ή οικογένειας, παρά ως εργαζομένους.

Είναι περήφανος που προσλαμβάνει άτομα τα οποία δεν ταιριάζουν απαραίτητα στο συμβατικό καλούπι του ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της τεχνολογίας, προκρίνοντας το ταλέντο σε σχέση με τα πτυχία ή με τις διασυνδέσεις.

Οι πολιτικές απόψεις του Καρπ είναι εξίσου ανορθόδοξες με το επιχειρησιακό modus operandi του. Αν και υποστήριξε τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις (και θα στηρίξει λογικά και την υποψηφιότητά της για την προεδρία των ΗΠΑ), είναι επικριτικός απέναντι σε πολλές πτυχές του Δημοκρατικού Κόμματος, ιδιαίτερα για τον χειρισμό ζητημάτων όπως η ασφάλεια των συνόρων.

Περιγράφει τον εαυτό του ως «προοδευτικό αλλά όχι woke», τονίζοντας την ανάγκη για τη χώρα να διατηρήσει μια ισχυρή αμυντική στάση για να αποτρέψει αντιπάλους όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν.

Παρά την επιτυχία του, ο Καρπ παραμένει αουτσάιντερ του tech world. Μετέφερε τα κεντρικά γραφεία της Palantir από τη Σίλικον Βάλεϊ στο Ντένβερ του Κολοράντο πριν από αρκετά χρόνια, επικαλούμενος την επιθυμία να ξεφύγει από ένα κλειστό σύστημα που δεν έχει επαφή με τον πραγματικό κόσμο.

Οι πεποιθήσεις για την αναγκαιότητα ενός ισχυρού στρατιωτικού κράτους με καλά φρουρούμενα σύνορα τον έχουν καταστήσει πολωτική φιγούρα, αλλά παραμένει σταθερός στην άποψή του ότι η Δύση πρέπει να διατηρήσει την τεχνολογική και ηθική υπεροχή της προκειμένου να εξασφαλίσει παγκόσμια σταθερότητα.

Για τα προσωπικά του δεν γνωρίζουμε πολλά, ο ίδιος δηλώνει ότι καταλήγει συνήθως σε μακροχρόνιες σχέσεις με γυναίκες με υψηλό δείκτη νοημοσύνης, όμως δεν παντρεύτηκε ποτέ και προτιμά να ζει με μεγάλη πειθαρχία σε μια καθημερινότητα επικεντρωμένη στη φυσική άσκηση, στις πνευματικές αναζητήσεις και στη δουλειά του στην Palantir.

Από το Facebook στο Giving Pledge

Αλλος ένας σχετικά άσημος αμερικανός επιχειρηματίας και δισεκατομμυριούχος, γνωστός περισσότερο ως ένας από τους συνιδρυτές του Facebook, του γίγαντα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχει αλλάξει για πάντα τον ψηφιακό κόσμο, είναι και ο Ντάστιν Μόσκοβιτς.

Γεννημένος στις 22 Μαΐου του 1984 στο Γκέινσβιλ της Φλόριντα, ο 40χρονος billionaire έδειξε από πολύ νωρίς στη ζωή του ενδιαφέρον για την τεχνολογία και τους υπολογιστές.

Αργότερα φοίτησε στο Χάρβαρντ, όπου γνώρισε τους Μαρκ Ζάκερμπεργκ, Εντουάρντο Σαβερίν, Αντριου Μακ Κόλουμ και Κρις Χιουζ, οι οποίοι θα γίνονταν συνεργάτες του στη δημιουργία του Facebook που σήμερα έχει μετεξελιχθεί σε Meta Platforms.

Ο Ντάστιν Μόσκοβιτς.

Το 2004, ο Μόσκοβιτς και ο Ζάκερμπεργκ εγκατέλειψαν το Χάρβαρντ και μετακόμισαν στο Πάλο Αλτο για να επικεντρωθούν στο νέο τους εγχείρημα. Ο Μόσκοβιτς υπηρέτησε ως ο πρώτος Chief Technology Officer (CTO) του Facebook και αργότερα ως αντιπρόεδρος Μηχανικής.

Η τεχνική του κατάρτιση και η ηγεσία του ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ραγδαία ανάπτυξη του Facebook από έναν ιστότοπο δικτύωσης φοιτητών σε μια παγκόσμια πλατφόρμα με δισεκατομμύρια χρήστες. Παρά τον σημαντικό ρόλο του, διατήρησε πιο διακριτικό δημόσιο προφίλ σε σύγκριση με ορισμένους από τους συνεργάτες του.

Το 2008, ο Μόσκοβιτς άφησε το Facebook για να ξεκινήσει την Asana, μια εταιρεία που επικεντρώνεται στη βελτίωση της παραγωγικότητας στον χώρο εργασίας μέσω καλύτερου λογισμικού διαχείρισης έργων.

Η Asana έχει εξελιχθεί σε μια ευρέως χρησιμοποιούμενη πλατφόρμα, ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας, των startups και των δημιουργικών ομάδων. Πέρα από τα επιχειρηματικά του εγχειρήματα, ο Μόσκοβιτς είναι επίσης γνωστός για τις φιλανθρωπικές του προσπάθειες.

Αυτός και η σύζυγός του, Κάρι Τούνα, με την οποία γνωρίστηκαν σε ένα ραντεβού στα τυφλά, συνίδρυσαν την Good Ventures, μια φιλανθρωπική οργάνωση αφιερωμένη στο να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο καλό με τον πλούτο τους, και έχουν υπογράψει το Giving Pledge, δεσμευόμενοι να δωρίσουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε αγαθοεργίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Προς το παρόν το διασκεδάζουν όσο περισσότερο μπορούν, καθώς δηλώνουν φανατικοί του εναλλακτικού ετήσιου φεστιβάλ Burning Man, που διοργανώνεται στην έρημο της Νεβάδα.

Startups και ακτιβισμός

Υπάρχουν βεβαίως και πρόσωπα που συνδέονται με καθημερινές μας συνήθειες και δεν τα γνωρίζουμε καθόλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπράιαν Ακτον, αμερικανός προγραμματιστής και επιχειρηματίας, συνιδρυτής του WhatsApp, μιας από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων στον κόσμο.

Γεννημένος στις 17 Φεβρουαρίου 1972 στο Μίσιγκαν, μεγάλωσε στην Κεντρική Φλόριντα, όπου ανέπτυξε ενδιαφέρον για την επιστήμη των υπολογιστών και την τεχνολογία από νεαρή ηλικία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και πήρε πτυχίο στην επιστήμη των υπολογιστών το 1994.

Πριν από τη συνίδρυση του WhatsApp, ο Ακτον είχε διαγράψει μια επιτυχημένη καριέρα ως μηχανικός λογισμικού, εργαζόμενος σε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Apple, η Adobe Systems και η Yahoo.

Στη Yahoo μάλιστα εργάστηκε για πάνω από μία δεκαετία. Εκεί γνώρισε τον Γιαν Κουμ, με τον οποίο λάνσαραν το 2009 το WhatsApp. Η έλλειψη διαφημίσεων και η έμφαση στο απόρρητο είχαν γρήγορα μεγάλη απήχηση στους χρήστες, οδηγώντας σε ραγδαία ανάπτυξη της εταιρείας. Το WhatsApp έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε περιοχές εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου τα SMS ήταν ακριβά ή αναξιόπιστα.

Μέχρι το 2014, η εφαρμογή είχε συγκεντρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες, τραβώντας την προσοχή του Facebook, το οποίο εξαγόρασε το WhatsApp για το εντυπωσιακό ποσό των 19,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία παραμένει μία από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές εξαγορές στην Ιστορία.

Παρά την εξαγορά, ο Ακτον παρέμεινε στο WhatsApp για αρκετά χρόνια προτού αποχωρήσει το 2017 λόγω διαφορών με τη διοίκηση του Facebook, ιδίως όσον αφορά τις στρατηγικές δημιουργίας εσόδων και τα ζητήματα απορρήτου.

Ο Ακτον, ένθερμος υποστηρικτής του απορρήτου των χρηστών, ένιωθε άβολα με την κατεύθυνση που έπαιρνε το Facebook στην εφαρμογή. Μετά την αποχώρησή του, έγινε διαπρύσιος επικριτής του Facebook, υποστηρίζοντας ακόμη και το κίνημα #DeleteFacebook το 2018 μετά το σκάνδαλο Cambridge Analytica.

Η αποστασιοποίησή του σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, καθώς επικεντρώθηκε σε φιλανθρωπικές προσπάθειες και στην υπεράσπιση της ιδιωτικής ζωής στην εποχή της παντοκρατορίας του Διαδικτύου.

Το 2018, ο Ακτον συνίδρυσε το Signal Foundation, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό αφιερωμένο στην ανάπτυξη τεχνολογίας απορρήτου ανοιχτού κώδικα. Το Signal, το κορυφαίο προϊόν του ιδρύματος, είναι μια εξαιρετικά κρυπτογραφημένη εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων που έχει κερδίσει δημοτικότητα μεταξύ των χρηστών που αναζητούν ασφαλή επικοινωνία.

Από το ταξί στο delivery

Αντίστοιχα υπάρχει και η περίπτωση του αμερικανού επιχειρηματία Τράβις Καλάνικ, γνωστού κυρίως ως συνιδρυτή και πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Uber Technologies, μιας εταιρείας που έφερε επανάσταση στον κλάδο των μεταφορών και έγινε σύμβολο της ανατρεπτικής δύναμης της Silicon Valley.

Γεννημένος στις 6 Αυγούστου 1976, στο Λος Αντζελες της Καλιφόρνιας, ο πάμπλουτος entrepreneur επέδειξε επιχειρηματικά ένστικτα από μικρή ηλικία. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA), όπου σπούδασε μηχανικός υπολογιστών και οικονομικά, αλλά τα παράτησε προτού λάβει το πτυχίο του για να αναζητήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες.

Το πρώτο σημαντικό εγχείρημά του ήταν η Scour, μια πλατφόρμα ανταλλαγής αρχείων peer-to-peer την οποία συνίδρυσε το 1998. Παρά την αρχική της επιτυχία, η Scour αντιμετώπισε νομικές προκλήσεις από μεγάλες εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης, και τελικά κήρυξε πτώχευση το 2000.

Ο Καλάνικ δεν πτοήθηκε και ενεπλάκη με το Red Swoosh, ένα content delivery network, το οποίο εξαγοράστηκε αργότερα από την Akamai Technologies το 2007, δίνοντάς του την πρώτη του ουσιαστική οικονομική επιτυχία.

Το 2009, ο Καλάνικ ίδρυσε την UberCab με τον Γκάρετ Καμπ, μια εταιρεία που αργότερα μετονομάστηκε Uber. Η ιδέα ήταν απλή αλλά και πρωτοποριακή: χρήση μιας εφαρμογής smartphone για τη σύνδεση των επιβατών με τους οδηγούς, προσφέροντας μια εναλλακτική επιλογή στις παραδοσιακές υπηρεσίες ταξί.

Υπό την ηγεσία του Καλάνικ, η Uber επεκτάθηκε γρήγορα σε όλον τον κόσμο, μεταμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις μεταφορές στην πόλη. Η επιθετική στρατηγική ανάπτυξης της Uber και η αδυσώπητη επιδίωξη του Καλάνικ να κυριαρχήσει στην αγορά του τού απέδωσαν τη φήμη του θρασέος και τολμηρού ηγέτη.

Ωστόσο, η μετεωρική άνοδος της Uber δεν υπήρξε ανέφελη. Το στυλ ηγεσίας του Καλάνικ, που χαρακτηρίζεται από τη νοοτροπία «νίκη με κάθε κόστος», οδήγησε σε πολυάριθμες νομικές μάχες και εσωτερικές συγκρούσεις.

Η επιχείρηση αντιμετώπισε κριτική για τη μεταχείριση των οδηγών και για την εταιρική της κουλτούρα, η οποία χαρακτηρίστηκε τοξική από πρώην υπαλλήλους της. Αυτά τα ζητήματα ήρθαν στο προσκήνιο το 2017, όταν μια σειρά από σκάνδαλα, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών για σεξουαλική παρενόχληση και μιας αγωγής από το τμήμα αυτοοδηγούμενων αυτοκινήτων της Google, Waymo, οδήγησαν στην παραίτησή του από τη θέση του CEO.

Μετά την αποχώρησή του από την Uber, ο Καλάνικ παρέμεινε ενεργός στον επιχειρηματικό κόσμο, εστιάζοντας σε νέα εγχειρήματα και επενδύσεις. Το 2018 ξεκίνησε ένα επενδυτικό ταμείο που ονομάζεται 10100, το οποίο εστιάζει σε ακίνητα, ηλεκτρονικό εμπόριο και αναδυόμενες τεχνολογίες.

Ιδρυσε επίσης την CloudKitchens, μια startup που νοικιάζει χώρο σε εστιατόρια αποκλειστικά για υπηρεσίες delivery, αξιοποιώντας την αυξανόμενη τάση των εφαρμογών παράδοσης φαγητού.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.