Εχω μια συνήθεια χρόνια τώρα: οι συνήθειες δεν είναι καλές ή κακές· είναι συνήθειες. Τα Σαββατοκύριακα θέλω το πρωί να πιω έναν καφέ στην πλατεία – η πλατεία στη διάρκεια της χρονιάς αλλάζει: η συνήθεια είναι ίδια. Και ο καφές είναι διαφορετικός: ίδια είναι μόνο η ανάγκη, όχι του καφέ, αλλά για λίγη ησυχία. Θέλω να τον πιω αυτόν τον καφέ μόνος μου, διαβάζοντας εφημερίδα, με το κινητό κλειστό, όπως παλιά, που οι εφημερίδες ήταν ανάρπαστες και κινητά δεν υπήρχαν.

Ολο αυτό μοιάζει λίγο με θεατρικό μονόπρακτο: υπάρχω εγώ στον ρόλο ενός σιωπηλού πρωταγωνιστή και ένα σύμπαν από πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου και που δεν είναι θεαματικά, αλλά μπορεί τέτοια να γίνουν. Τίποτα δεν είναι πιο θεαματικό από το απρόβλεπτο. Μπορεί να ξεσπάσει μια μπόρα και ξαφνικά όλοι να αρχίσουν τρέχουν – το θέαμα είναι σχετικά σπάνιο, γιατί δεν είμαστε π.χ. στο Λονδίνο, όπου αυτό συμβαίνει συνέχεια.

Μπορεί επίσης να εμφανιστεί ξαφνικά ένας παλιός γνωστός μου και να χαρώ γιατί τον ξαναβλέπω: και αυτό με μπόρα μοιάζει. Μπορεί να διαβάσω κάτι πραγματικά συναρπαστικό και να αισθανθώ ότι ξάφνου η μέρα μου έγινε σημαντική προτού καν ξεκινήσει ή να διαβάσω κάτι αστείο και να αρχίσω να γελάω μόνος μου – το ξέρω ότι οι τριγύρω λένε πως «πάει αυτός, τρελάθηκε», και αυτό με διασκεδάζει πιο πολύ.

Η αγαπημένη μου σκηνή, ωστόσο, είναι μια άλλη. Συχνά-πυκνά οι μεγάλες παρέες που υπάρχουν τριγύρω μου γίνονται ακόμα περισσότερο πολύβουες από όσο αντέχω, γιατί μεταξύ των μελών τους προκύπτουν απερίγραπτες διαφωνίες. Οχι, δεν διασκεδάζω με αυτές – δεν καταλαβαίνω συνήθως ούτε καν γιατί όλοι φωνασκούν.

Μου αρέσει όμως πως συχνά, ενώ τα ντεσιμπέλ της φασαρίας αρχίζουν να γίνονται ανυπόφορα, εμφανίζεται κάποιο συγκρότημα αποτελούμενο από τραγουδιστές του δρόμου – αγγέλους, στα μάτια μου, που ο Θεός της ησυχίας στέλνει για να αποκατασταθεί η τάξη και να υπάρξει μια επιστροφή από το φασαριόζικο χάος.

Την τελευταία φορά που είδα τη συγκεκριμένη σκηνή νόμιζα πως κάποιος την έχει σκηνοθετήσει: ήταν όλο υπερβολικά ωραίο για να είναι τυχαίο. Η παρέα που φώναζε, μιλούσε για κάτι που μου ήταν εντελώς αδιάφορο – για την πεζοδρόμηση ενός δρόμου ή για κάτι έργα του δήμου που δεν τελείωναν ποτέ. Το συγκρότημα που εμφανίστηκε ήταν σαν να το έχει σκάσει από ταινία του Φελίνι: οι δύο τυπάδες που έπαιζαν όργανα φορούσαν μακριά πουκάμισα έξω από το παντελόνι – ο ένας φορούσε καπέλο, ο άλλος μεγάλα γυαλιά.

Η τραγουδίστρια, κόντρα στον θόρυβο και παρά την αρχική αδιαφορία των θαμώνων του café, ερμήνευε «Τα παιδιά του Πειραιά» – κάπως παράφωνα, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Σημασία έχει πως η μουσική πλημμύρισε την πλατεία, επιβάλλοντας τον νόμο της: η φασαρία σταμάτησε. Ακολούθησε μια δεύτερη ερμηνεία – το κλασικό «Γαρίφαλο στ’ αφτί»: για μια στιγμή νόμιζα πως ακούω και λατέρνα. Δεν εμφανίστηκαν Τσιγγάνες που άρχισαν να χορεύουν, αλλά προέκυψε μια παράξενη γαλήνη.

Οι πλανόδιοι ερμηνευτές αποζημιώθηκαν για τη μαγική τους παρέμβαση από όλους μας: όταν έφυγαν άφησαν πίσω τους μια αύρα συλλογικής απόλαυσης που έκανε την ημέρα μας πιο γλυκιά. Οσοι προηγουμένως καβγάδιζαν δεν είχαν καμία διάθεση να συνεχίσουν: άλλωστε είχαν ξεχάσει και ποια ήταν η διαφωνία τους. Οι δε τριγύρω μοιάζαμε όλοι για μια στιγμή ευτυχισμένοι – σαν ο Αγιος Χατζιδάκις εκεί ψηλά να άκουσε τις προσευχές μας και να έκανε το θαύμα του, μεγάλη η χάρη του.

Εχουμε ανάγκη από τέτοιες «ενέσεις» ελάχιστης ευτυχίας σε συσκευασία κανονικότητας. Αναζητούμε, καθημερινά σχεδόν, αυτή τη μικρή στιγμή που νιώθουμε πως δραπετεύουμε από τη σκοτούρα, που κάτι εντελώς ασήμαντο μοιάζει με φως που ανάβει – το λέω εγώ που τα σκοτάδια δεν με χαλάνε και πολύ. Θυμάμαι παλιά ήμουν στη σύσκεψη μιας εφημερίδας τέτοια εποχή.

Υπήρχαν έντονες συζητήσεις για το ποιο πρέπει να είναι το πρωτοσέλιδο: ήταν μία από εκείνες τις μέρες που δεν υπήρχε κεντρική είδηση, αλλά πολλές μικρές αναστατώσεις εντός του θερμοκηπίου της δημοσιογραφίας μας. Αλλος πρότεινε να μπει κάτι για τις αυξήσεις των τιμών, άλλος για την ανάγκη για διορισμούς στα νοσοκομεία και άλλος κάτι για τους συνταξιούχους, τους οποίους νομίζω πως θέλουμε να τους ταράζουμε – ειδικά όταν δεν έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε.

Είχα προτείνει να βάλουμε τίτλο πως έρχεται μια καταπληκτική άνοιξη. Πως ο μήνας που ακολουθεί θα είναι υπέροχος: η θερμοκρασία θα ανεβεί, οι βραδιές θα προσφέρονται για βόλτες και στα café και στα εστιατόρια θα μπορούμε πλέον άνετα να καθόμαστε έξω χωρίς σόμπες και παλτά και πουλόβερ. Με κοίταξαν όλοι παράξενα – μου είπαν να μην κάνω πλάκα και αν έχω όρεξη για αστεία να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σε σύσκεψη. Κανείς δεν κατάλαβε πως μιλούσα απολύτως σοβαρά.

Οι άνθρωποι μιλούν για τα σημαντικά χρησιμοποιώντας εκφράσεις βαρύγδουπες: χαίρονται να βγάζουν πάντα μεγάλα συμπεράσματα. Αλλά αληθινή ευχαρίστηση τους δίνουν συνήθως τα μικρά και όσα κακώς θεωρούμε ασήμαντα. Κάντε ένα απλό τεστ. Σας νοιάζουν πιο πολύ τα αποτελέσματα των τελευταίων σας γενικών εξετάσεων ή οι πολιτικές δημοσκοπήσεις που γίνονται συνεχώς;

Ανησυχείτε πιο πολύ για το τι καιρό θα κάνει το Πάσχα ή για το τι δασμούς θα βάλει Ντόναλντ Τραμπ στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα; Λαχταράτε ένα ωραίο βράδυ με τους φίλους σας ή μια σοβαρή σύσκεψη στη δουλειά, όπου όλοι θα περιμένουν να ακούσουν τη γνώμη σας; Εχετε περισσότερη διάθεση να πάτε στο γήπεδο με τους άλλους οπαδούς με τους οποίους πάτε μαζί χρόνια ολόκληρα ή να πάτε να συναντήσετε εκείνον τον καλό σας ασφαλιστή, που έχει να σας κάνει μια καταπληκτική πρόταση για την καλύτερη δυνατή νοσηλεία σας έτσι και αρρωστήσετε;

Και τι σας φτιάχνει πραγματικά τη μέρα; Ενα ωραίο τραγούδι που αρχίζετε να σιγοτραγουδάτε «σκοτώνοντας» νότες και στίχους ή ένα πρωινό δελτίο ειδήσεων που σας ενημερώνει για το τι συμβαίνει στον κόσμο;

Η καλή παρέα, τα ευχάριστα νέα, το τραγούδι και ο καλός καιρός ανεβάζουν τη διάθεση – τα υπόλοιπα είναι χρήσιμες ή λιγότερο χρήσιμες πληροφορίες και υποχρεώσεις που ουδεμία σχέση έχουν με τις ωραίες συνήθειες. Οι φίλοι είναι εγγύηση καλοπέρασης. Τα καλά νέα είναι καλοδεχούμενα πάντα. Και αν κάνει καλό καιρό το Πάσχα, αυθόρμητα θα προκύψει σε όλους το χαμόγελο της υπέροχης εκείνης σιγουριάς ότι η ζωή είναι ωραία…