«Είχα μέσα από έρευνές μου εντοπίσει ότι σε μια σουίτα του Αστέρα, η οποία ήταν κλεισμένη στο όνομα Μάρδας, ίσως να έμεναν οι Beatles. Ημουν ακόμη νέος τότε στο ρεπορτάζ και δούλευα για «Το Βήμα». Παίρνω τηλέφωνο και το σηκώνει κάποιος λέγοντας «Hello». Επιβεβαιώνομαι, λοιπόν, ότι δεν είναι Ελληνας και ζητάω τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ. «Ποιος τον ζητάει;». «Ο Μπράιαν Επσταϊν» (ο μάνατζέρ τους), απαντάω. Μετά από αρκετή σιγή, μου λέει η φωνή πίσω από το ακουστικό ότι δεν υπάρχει εκεί κάποιος με αυτό το όνομα. Παίρνω έναν φωτογράφο της εφημερίδας και κατεβαίνω. Τα μεσάνυχτα βγαίνει ο Πολ, λίγο ζαλισμένος, και πιάσαμε την κουβέντα. «Δεν θα πεις πού είμαστε», μου λέει, «αλλά θα σου δώσω πληροφορία καλή. Αύριο θα πάμε στην Αράχοβα». Περάσαμε ολόκληρη την ημέρα μαζί. Πιο μεγάλη εντύπωση μου έκανε ο Τζον Λένον που ήταν διαφοροποιημένος από τους άλλους. Μου άρεσε πολύ. Ηταν πάντα χαμογελαστός, ευγενέστατος. Ακρως πολιτικοποιημένος, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, και ήταν προβληματισμένος, απογοητευμένος από την κοινωνική ανισότητα στην Αγγλία. Ηθελε να φύγουν από εκεί, να ζουν έξι μήνες σε άλλη χώρα. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη τους επιλογή και είχαν βρει μάλιστα νησί στην Εύβοια να αγοράσουν για 100.000 λίρες. Θα δημιουργούσαν εκεί μια χίπικη κοινωνία. Τελικά αυτό δεν έγινε γιατί τους είπαν ότι θα έχει πολλή γραφειοκρατία. Αυτό, επίσης, που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το δέσιμο του γιου του Λένον, Τζούλιαν, με τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ. Φαινόταν πιο δεμένος με τον Πολ παρά με τον Λένον».

Καθόμαστε στο φουαγέ του ξενοδοχείου InterContinental με τον Λάμπη Τσιριγωτάκη και καθώς αρχίζει να μου διηγείται το χρονικό της συνάντησης και γνωριμίας του με τους Beatles, σκέπτομαι ότι έχω απέναντί μου τον ροκ σταρ της ελληνικής δημοσιογραφίας. Τον άνθρωπο που, νεαρός ακόμη στο επάγγελμα το 1967, μπόρεσε να σταθεί ισότιμα απέναντι στο μεγαλύτερο μουσικό συγκρότημα όλων των εποχών, τη χρονική περίοδο, μάλιστα, που μεσουρανούσαν, και να αντλήσει πληροφορίες που ελάχιστοι μέχρι τώρα γνώριζαν. Οσο προχωρούσε η συνάντηση, και οι διηγήσεις του, οι αρχική μου σκέψη επιβεβαιωνόταν, καθώς, μέσα από τη δουλειά του, και ειδικά από το 1979 και μετά που εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Λονδίνο για την ΕΡΤ, έχει ζήσει μοναδικές εμπειρίες.

Εχει καλύψει την Ισλαµική Επανάσταση του Χοµεϊνί στο Ιράν, έχει κάνει ρεπορτάζ σε μερικά από τα πιο επικίνδυνα μέρη της Γης, έχει συνομιλήσει με απλούς ανθρώπους, αλλά και με προσωπικότητες-μύθους της σύγχρονης Ιστορίας, όπως είναι οι Νέλσον Μαντέλα, Ιντιρα Γκάντι, Μάργκαρετ Θάτσερ, Ούλοφ Πάλμε, κ.ά. Παράλληλα, έχει δημιουργήσει δικά του ντοκιµαντέρ για διεθνή και ελληνικά θέµατα κερδίζοντας βραβεία. Συγκεκριμένα, το ντοκιµαντέρ του µε τίτλο «Η Ελλάδα του ανατέλλοντος ηλίου», που έχει ως θέμα του την επίδραση της αρχαίας και της σύγχρονης Ελλάδας στη σημερινή Ιαπωνία, απέσπασε τρία χρυσά βραβεία στον ετήσιο διαγωνισµό του υπουργείου Εξωτερικών της Ιαπωνίας για τηλεοπτικά ντοκιµαντέρ µε θέµα τη χώρα. Ενώ για το «Αντίο, Μις Σαϊγκόν», το ντοκιμαντέρ του που περιγράφει τη ζωή στο Βιετνάµ µετά τον πόλεµο, βραβεύθηκε στα ετήσια τηλεοπτικά βραβεία της εφηµερίδας «Εθνος». Βραβείο έχει λάβει και από το Iδρυμα για την Προαγωγή της Δημοσιογραφίας Α.Β. Μπότση.

Αυτές του τις εμπειρίες, χωρισμένες σε 57 κεφάλαια, μοιράζεται μαζί μας μέσα από το βιβλίο του με τίτλο «Αναμνήσεις ζωής – Από τον Τζον Λένον στον Νέλσον Μαντέλα» (εκδ. Λιβάνη). Είναι η πρώτη συγγραφική προσπάθεια του δημοσιογράφου, η οποία χρειάστηκε έναν χρόνο για να ολοκληρωθεί, με πολλά ακόμη γεγονότα της ζωής του να μένουν αναγκαστικά εκτός. Με τον πολύ απλό, γλαφυρό και άμεσο τρόπο του, χωρίς να περιαυτολογεί και, σαν να μην αναφέρεται σε κάτι το εντυπωσιακό, μας εξιστόρησε μερικές από τις περιπέτειές του.

Από το Ιράν στον ποταμό Κβάι

Μία από τις πιο επικίνδυνες αποστολές που έχει πραγματοποιήσει ο Λάμπης Τσιριγωτάκης είναι εκείνη στο Ιράν. Οχι τόσο εξαιτίας της απειλής από το καθεστώς του Χοµεϊνί, αλλά επειδή εργαζόταν παράλληλα και κρυφά ως ανταποκριτής του αμερικανικού δημοσιογραφικού δικτύου CBS. Απαγορευόταν αυστηρά στους αμερικανούς δημοσιογράφους να εισέλθουν στη χώρα, οπότε χρησιμοποιούνταν Ευρωπαίοι για να αντλούν τις πληροφορίες. Οπως μας διηγείται ο ίδιος, «πήγαινα ως ΕΡΤ, αλλά στην πραγματικότητα δουλεύαμε για τους Αμερικανούς, το CBS. Τότε τα αμερικανικά Μέσα πλήρωναν χρυσάφι οποιαδήποτε πληροφορία. Μας έλεγαν ακόμη και να νοικιάσουμε ιδιωτικό αεροπλάνο προκειμένου να στείλουμε ελάχιστο υλικό. Εμείς κάθε ημέρα είχαμε ρεπορτάζ κανονικό, το οποίο το στέλναμε στην ΕΡΤ, η οποία το πρόβαλλε και μετά το έστελνε σε εκείνους. Κάποια στιγμή μάς «κάρφωσαν» από αντίπαλο κανάλι. Συνέλαβαν τον διερμηνέα μας και του έκαναν δέκα ημέρες ανάκριση, προκειμένου να μάθουν για εμάς. Αυτός όμως δεν μας πρόδωσε». Πολύ επικίνδυνη ήταν και η εμπειρία του στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ινδία για να πάρει συνέντευξη από την Ιντιρα Γκάντι. «Τότε έγινε η εισβολή στο Αφγανιστάν από τους Ρώσους. Φεύγω και πηγαίνω στα σύνορα της χώρας με το Πακιστάν, όπου διέφευγαν οι πρόσφυγες. Υπήρχε, θυμάμαι, μόνο ένα αεροπλάνο κάθε τόσο. Ηταν πολύ άσχημες οι συνθήκες».

Τον ρωτάω ποια από όλες τις εμπειρίες του ξεχωρίζει στο μυαλό του. Η απάντησή του με ξάφνιασε, καθώς δεν αναφέρθηκε σε κάποια γνωριμία του με διασημότητα, αλλά σε εκείνη που είχε με έξι Βρετανούς, πρώην αιχμαλώτους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Νοτιοανατολική Ασία. «Είχα πάει για το ντοκιμαντέρ μου «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι, η πραγματική ιστορία». Αντιμετώπισα έξι πρώην κρατουμένους, οι οποίοι δούλεψαν στη γέφυρα και μου διηγήθηκαν συγκλονιστικές ιστορίες που βίωναν κάθε ημέρα. Τις άθλιες συνθήκες, το ότι πέθαιναν από χολέρα και άλλες αρρώστιες. Οι φυλακισμένοι που εργάζονταν έτρωγαν ένα πιάτο ρύζι. Αυτοί που ήταν ασθενείς, τίποτα. Ενιωσα ότι αυτοί ήταν πραγματικοί ήρωες. Ενας τους ήταν ζωγράφος, 21 ετών τότε. Εκρυβε τους πίνακές του μέσα σε καλάθια από μπαμπού. Αργότερα τους διέσωσε και τους έβγαλε σε πλειστηριασμό στον οίκο Sotheby’s. Οι Ιάπωνες είχαν δηλώσει ότι θα εξόντωναν 180.000 αιχμαλώτους μετά το τέλος του Πολέμου. Τους χάλασε τα σχέδια η ατομική βόμβα».

Οι ημέρες στο Χέρφιλντ

Αποκαλυπτικό είναι και το κεφάλαιο του βιβλίου του που αναφέρεται στην περίοδο της νοσηλείας του Ανδρέα Παπανδρέου στο Χέρφιλντ του Λονδίνου. Εκεί, ο Λάμπης Τσιριγωτάκης περιγράφει πώς ο έλληνας ηγέτης πήρε την απόφαση να εμπιστευθεί τον σερ Μαγκντί Γιακούμπ και όχι τον γιατρό στο νοσοκομείο Σεν Τόμας, ο οποίος επρόκειτο αρχικά να κάνει το χειρουργείο του. Μας λέει: «Ηταν ο Παπανδρέου στο Σεν Τόμας και κατά σύμπτωση, έκανε εκεί την ειδίκευσή του ένας έλληνας γιατρός. Η κατάσταση του Ανδρέα ήταν τραγική. Παίρνει πρωτοβουλία ο ειδικευόμενος και του λέει: «Eγώ δεν είμαι ψηφοφόρος του ΠαΣοΚ, ψηφίζω ΝΔ, αλλά μην κάνετε το χειρουργείο με αυτόν τον γιατρό. Είναι καλός ακαδημαϊκός, αλλά κακός καρδιοχειρουργός». Εξαιτίας του βρετανικού πρωτοκόλλου, δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Του δίνουν, λοιπόν, εξιτήριο και μετά του κάνουν εισαγωγή στο Χέρφιλντ, με το όνομα Αντρέας Αντερσον. Ολες οι Μυστικές Υπηρεσίες ψαχνόντουσαν».

Επίσης, περιγράφει την καθημερινότητα του Ανδρέα Παπανδρέου τότε, αλλά και της Δήμητρας Λιάνη: «Τη Δήμητρα τη χτυπούσε όλος ο Τύπος, αλλά ο Γιακούμπ είχε πει ότι εκείνη ήταν το κίνητρο του Ανδρέα για να ζήσει. Το βράδυ της επέμβασης η Δήμητρα έκλεισε ένα δωμάτιο δίπλα στην Εντατική για να επιβλέπει τα πάντα. Επίσης, κάθε βράδυ, επειδή και ο Γιακούμπ ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, πήγαινε στο δωμάτιο του Ανδρέα και συζητούσαν για διάφορα ζητήματα. Αν δεν είχαν γίνει τότε τα πράγματα έτσι, ο Ανδρέας θα πέθαινε, και πρωθυπουργός θα ήταν ο Κουτσόγιωργας».

Από τη συγκλονιστική Μελίνα στον «Κρέοντα» Νέλσον Μαντέλα

Αλλες προσωπικότητες που του έκαναν εντύπωση ήταν η Μελίνα Μερκούρη, της οποίας τις εικόνες από την πρώτη της επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο, για τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα, περιγράφει ως συγκλονιστικές. «Τότε», θυμάται, «είχε έρθει και η Oxford Union με πρόεδρο τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ήταν υπέρ της Ελλάδας και της επιστροφής των Γλυπτών. Ως πρωθυπουργός άλλαξε».

Ο Ούλοφ Πάλμε τού είχε δώσει ραντεβού για συνέντευξη στις 6 το πρωί, εν κινήσει για το αεροδρόμιο, καθώς τότε μόνο είχε περιθώριο. «Ηταν πολύ φιλέλληνας. Αγαπούσε την Κρήτη και την επισκεπτόταν συχνά. Στην κηδεία του τραγούδησαν Θεοδωράκη». Με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραμόν, έζησαν μια πολύ ωραία βραδιά στη φάρμα της οικογενείας: «Του είχα πάει ως δώρο ένα ελληνικό ποτό. Στο τέλος του γεύματος μας λέει: «Θα πιούμε αυτό που μας έφερε ο έλληνας δημοσιογράφος, θα γράψω πάνω στο μπουκάλι την ημερομηνία και όσο μείνει θα το κρατήσω να το πιούμε την επόμενη φορά που θα έρθετε». Ηταν πολύ ευγενής και φιλόξενος».

Τέλος, βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του έμεινε και η γνωριμία του με τον Νέλσον Μαντέλα. «Ηταν μεγάλη προσωπικότητα. Για εμένα ήταν ένας σύγχρονος ελληνας φιλόσοφος. Οσο ήταν φυλακισμένος, είχε δημιουργήσει έναν θίασο που έπαιζε αρχαία ελληνική τραγωδία. Η αγαπημένη του ήταν η «Αντιγόνη» και εκείνος έπαιζε τον ρόλο του Κρέοντα».