«Κάθε ζωγράφος φέρει έναν κόσμο και αυτός δεν είναι μόνο ένας πίνακας». Θα το πει στη διάρκεια της κουβέντας μας ο Τάσος Μαντζαβίνος, περιτριγυρισμένοι όπως είμαστε στο εργαστήριό του από δεκάδες, εκατοντάδες παιχνίδια, κούκλες και κουκλάκια που μας κοιτούν με μάτια γουρλωτά, για πάντα φιξαρισμένα σε μια έκφραση αδιατάρακτης έκπληξης. «Μαζεύω παλιά πράγματα, οπότε μια σχέση νοσηρή με το παρελθόν την έχω». Πίσω από την πόρτα του διαμερίσματος στο Χαλάνδρι η κατάδυση στο παρελθόν είναι απόλυτη, εκεί όπου κατοικούν τα φαντάσματα ή τα λείψανα παιχνιδιών που κρατιούνται στη ζωή χάρη στη μανία ενός επίμονου συλλέκτη που δουλεύει μόνος με τη συντροφιά τους. «Τι να πω, μπορεί να αναπολώ την παιδικότητα, η οποία είναι ένα καταφύγιο. Η ζωγραφική σε κάνει επίσης παιδί γιατί είναι ένα παιχνίδι. Αυτό που με κινητοποιούσε μικρό να κάνω κατασκευές, το ίδιο στοιχείο με ωθεί και σήμερα. Το παρελθόν υφίσταται πάντα στο παρόν. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι και αντιμετωπίζω τη ζωή έχει να κάνει με το τι έχει χτιστεί από το παρελθόν. Επειτα ο ζωγράφος, ή τουλάχιστον εγώ, για να μιλήσω για την περίπτωσή μου, ζει λίγο στις παρυφές της πραγματικότητας. Είναι η δουλειά τέτοια, δεν χρειάζεται να συναναστρέφομαι κόσμο. Ναι, είναι κάτι μοναχικό, όμως κάθε πράγμα έχει το τίμημά του, αν και έπειτα από σαράντα χρόνια δεν το αντιλαμβάνεσαι».

H αναζήτησή του στα απομεινάρια του παρελθόντος τον οδήγησε σε ένα έργο που βρήκε στην αγορά στο Μοναστηράκι. Κάποιος, κάποτε, είχε σχεδιάσει το πορτρέτο μιας γυναίκας που χάθηκε στη λήθη μέχρι που τη συνάντησε το βλέμμα του Τάσου Μαντζαβίνου. «Μου άρεσε πολύ και το είχα στο εργαστήριο να μου κάνει παρέα. Μου θύμιζε μια φίλη της μητέρας μου που την έλεγαν «Τρελέγκω» επειδή φορούσε μεγάλα καπέλα. Αρχισα να γράφω τις σκέψεις μου στο περιθώριο και είδα σιγά-σιγά πως έτσι άρχισε να αποκτά ταυτότητα μια ιστορία αγνώστου παρελθόντος».

Από τη μία η «Τρελέγκω» και από την άλλη «Το Πομπαδουράκι της Καλογρέζας» (από το Madame de Pompadour), άλλο ένα σχέδιο γυναίκας αγνώστου καλλιτέχνη που έκανε με παρόμοιο τρόπο παρέα στον Τάσο Μαντζαβίνο. Το μεν ταυτίζεται τελικά με τη φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν (1861-1940), το δε με τη Σοφία Στ. Βροχοπούλου (1939-2018), μια αγωνίστρια της καθημερινότητας, μοδίστρα και κόρη ινεπολιτών προσφύγων από τον Πόντο. Η ιστορία της έδωσε επιπλέον το έναυσμα στον Μαντζαβίνο να δημιουργήσει ένα έργο με την πράσινη προσφυγική παράγκα όπου έμενε και έκανε οικογένεια η Βροχοπούλου μέσα σε ένα αγροδασόκτημα στη Ραφήνα αλλά και που επέλεξε – το 2022, σύμφωνα με ένα σουρεαλιστικό μαντζαβίνειο αφήγημα – να γεννηθεί ο Χριστός (το συγκεκριμένο έργο έγινε και η χριστουγεννιάτικη κάρτα του Βυζαντινού Μουσείου σε γραφιστικό σχεδιασμό Γιάννη Σταυρινού). Παρούσα είναι και η απεικόνιση «αγωνιστή» ιερωµένου, που θαυµατουργικά διασώζεται από την τρικυµισµένη θάλασσα της ζωής και οδηγεί το πλεούµενο της Εκκλησίας σε ασφαλές λιµάνι. Τα τέσσερα έργα πλαισιώνουν ένα επιζωγραφισμένο γλυπτό από ασβεστόλιθο, τη «Μαύρη κυρά στο σκάκι», τον σκακιστικό πεσσό της βασίλισσας που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αντώνης Μυρωδιάς πάνω σε παλαιότερο σχέδιο του Μαντζαβίνου από τη σειρά «Το σκάκι» που βρίσκεται στη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου και επιχρωμάτισε τελικά ο ζωγράφος και αρχικός δημιουργός του. Μαζί συγκροτούν μια μικρή έκθεση που θα είναι ανοιχτή στο κοινό στο Μουσείο Δ. Λοβέρδου, στο παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στον αριθμό 6 της οδού Μαυρομιχάλη, ως το τέλος Απριλίου. Ο τίτλος της είναι «5 μικρά έργα – 5 μικρές ανθρώπινες ιστορίες», ίδιος με αυτόν της καταληκτήριας εκδήλωσης της τετράμηνης περιοδικής έκθεσης του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου «Ο βυζαντινός κόσμος του Τάσου Μαντζαβίνου», την οποία επιμελήθηκε η ιστορικός τέχνης Ιωάννα Αλεξανδρή. Στη συγκεκριμένη έκθεση των πέντε έργων, όπως και στην εκδήλωση που αποτέλεσε το προοίμιό της, υπεύθυνος είναι ο αρχαιολόγος και προϊστάμενος του Τμήματος Εκθέσεων Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης στο Μουσείο, ο πρωτ. Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης, ο οποίος σημειώνει: «Η βαθύτερη μελέτη του έργου του Μαντζαβίνου και η προσεκτική αποκάλυψη του πλήθους των συμβολισμών που εμπεριέχει καθιστούν τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη τον κυριότερο εν ζωή σύγχρονο εκφραστή μιας πηγαίας ελληνικότητας».

Ο διάλογος Μαντζαβίνου και βυζαντινής τέχνης θα έπρεπε μάλλον να θεωρείται αναμενόμενος. «Είναι το μόνο αποκούμπι στο οποίο μπορώ να ανατρέξω ως έλληνας ζωγράφος. Πάντα την κοιτούσα με προσοχή και με τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πεθαμένη τέχνη. Πιστεύω ότι πρέπει να κοιτάς λιγότερο «έξω» και περισσότερο «μέσα», το  σημείο αναφοράς πρέπει να είναι ο χώρος όπου ζεις και να προσπαθείς να τον ερμηνεύσεις με έναν τρόπο ελληνικό. Το πώς θα το κάνεις; Εδώ είναι η δυσκολία, εγώ θα έλεγα με σεμνότητα, τουλάχιστον έτσι προσπαθώ να το κάνω». Ο δε διάλογος του έργου του με τη γλυπτική μάλλον θα ανοίξει νέους δημιουργικούς δρόμους στον καλλιτέχνη που όπως θα πει έχει «κόμπλεξ» με τη γλυπτική. «Δεν μπορώ να δω τρισδιάστατα, δεν το τολμούσα. Τα έργα μου που δεν είναι ζωγραφικά δεν τα θεωρώ γλυπτά γιατί δεν είναι ολόγλυφα. Ομως μετά από αυτή την εμπειρία ίσως αρχίσω σιγά-σιγά να δουλεύω σε πηλό. Πρέπει όμως πρώτα να αλλάξω το εργαστήριο».

ΙΝFO

«5 μικρά έργα – 5 μικρές ανθρώπινες ιστορίες»: Μουσείο Δ. Λοβέρδου (παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου), Μαυρομιχάλη 6, Αθήνα, έως τις 30 Απριλίου.