Ηταν και τα δύο τόσο χαρούµενα. Το µαύρο πιο ζωηρό από το γκρι, το οποίο όµως ανταποκρινόταν στα παιχνίδια του. Δύο γατάκια. Χοροπηδούσαν σαν ελατήρια, τρώγανε µε βουλιµία, δεν γκρινιάζανε. Στο Βιβάρι Αργολίδας όλα αυτά, Σάββατο 15 Σεπτεµβρίου. Παρεµπιπτόντως, το Βιβάρι έχει από τις καλύτερες θάλασσες αυτή την εποχή.
Τα δύο γατάκια ήταν η μασκότ της ταβέρνας δίπλα στη θάλασσα. «Γοργόνα» λέγεται, φαγητό θαυμάσιο – στο ψάρι κορυφή -, οι τρεις μουριές στην είσοδο πανέμορφοι πυλώνες, υπόσχονταν μια δροσερή βραδιά, όπως και ήταν. Η παρέα του τραπεζιού μας τετραμελής, τα μάτια όλων στραμμένα στα δύο τετράποδα που έδιναν μεν σόου, αλλά με αξιοπρέπεια, χωρίς να ζητιανεύουν. Μικρά εξάλλου, μηνών. Η Νότα σηκώνει με τρυφερότητα το ένα και το βάζει στην αγκαλιά της. Το μαύρο. Συνειρμός: μαύρος είναι και ο δικός μας γάτος, ο Γιαννάκης, 10 ετών πια, μεσήλιξ. Χρόνια τώρα κάνουμε συσκέψεις επί συσκέψεων για την παρέα που ενδεχομένως να χρειάζεται (ή να μη χρειάζεται). «Τον παίρνουμε;» με ρωτά. «Τον παίρνουμε» απαντώ αμέσως. Τόσο απλά έγινε. Με τον ίδιο τρόπο που, όπως μου λένε, κόβεις το κάπνισμα. Μπαμ και κάτω.
Φεύγουμε. Η χαρά του αρχικού αυθορμητισμού μετατρέπεται σε αγωνία, ακόμα και σε φόβο. Για ένα όμως είμαστε βέβαιοι. Ο,τι και να γίνει, το πλάσμα δεν θα το παρατήσουμε. Το πήραμε; Το κρατάμε. Ετσι κάνουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι. Τα ζώα δεν είναι μπιμπελό, τώρα μ’ αρέσει, τώρα το βαρέθηκα. Τα ζώα είναι δέσμευση.
Πρώτη νύχτα στην Πουλακίδα Αργολίδας, στο σπίτι της Γεωργίας. Η αγωνία κορυφώνεται όταν ο Ζούμπης (μετά την απαραίτητη ανίχνευση καταλήξαμε στο φύλο και στο όνομα) εξαφανίζεται. «Ανοιξες πόρτα;». «Οχι!». «Πού είναι;». «Κάπου θα κρύβεται. Ετσι δεν κάνουν τα άτιμα;». Ο ύπνος μας βαρύς, όπως και οι καναπέδες που σήκωσα για να ψάξω, χωρίς όμως να τον βρω.
Πρωινό ξύπνημα μελαγχολικό. Αρχίζει νέο ψάξιμο από εμένα, στο σαλόνι, στην κουζίνα, στον τεράστιο κήπο. Τίποτα. Η Νότα δεν μιλάει, ο Ζούμπης μάλλον έχει φύγει. Ξαφνικά ένα νιαούρισμα. Ω, Θεέ μου, τι γλυκός ήχος! Ενα ακόμα. Προσπαθώ να ακολουθήσω τον ήχο. Ο Ζούμπης είναι μέσα στον χώρο! Τρέχω στην κρεβατοκάμαρα, «Νότα, άκουσα νιαούρισμα!». Πανικός. Ορθιοι όλοι. Και να τος ο μπαγάσας, καθόταν σε μια σκιά κάτω από το τραπέζι αλλά πάνω στην καρέκλα. Ηταν το μόνο μέρος όπου δεν είχα ψάξει. Χαρές και πανηγύρια, ο Ζούμπης αρχοντοχωριάτικα αραχτός στον καναπέ. Στο βλέμμα του γραμμένο ένα «τι τρέχει, ρε παιδιά;».
Η περιπέτεια τελείωσε. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, αδημονώ να επιστρέψω σπίτι μας να τον δω. Αυτή θα είναι η πρώτη του βραδιά στο νέο του σπιτικό. Το πρωί κλάψαμε στην κλινική όταν ακούσαμε ότι όλες οι εξετάσεις του είναι καθαρές. Ο Γιαννάκης δεν θα κολλήσει κάποια ασθένεια. Και είμαι βέβαιος ότι κάποια στιγμή θα τον συνηθίσει. Θα βρει στον Ζούμπη έναν φίλο, ίσως το παιδί που δεν έκανε ποτέ.